HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΑθάνι – το λυκόφως μιας εποχής   

Αθάνι – το λυκόφως μιας εποχής   

Λεόντιος Κατσιγιάννης

Η ιστορία και γεωγραφία της Ελλάδας, της Λευκάδας, του Αθανίου. Ο μόχθος του αγρότη. Ψωμί, λάδι και κρασί. Ο κύκλος της μέρας, του μήνα, του χρόνου· κύκλοι φθοράς και αναγέννησης.

Σήμερα τοπίο της εγκατάλειψης και της “ανάπτυξης”· της μελαγχολίας και της ελπίδας. Μυλόπετρες που σίγησαν. Μηχανές που βουβάθηκαν. Γεγονότα και συμβάντα που πετάχτηκαν στη λήθη της Ιστορίας. Γενεαλογικά δέντρα που ξεράθηκαν, στις διασταυρώσεις του χρόνου. Άδειασαν τα κασόνια απ’ το στάρι. Тα λιοτρίβια στοίχειωσαν. Το ψωμί δεν θα μυρίσει πάλι στους φούρνους. Έκλεισαν τα σχολεία, στα χωριά. Σπίτια εγκαταλελειμμένα στη φθορά του χρόνου, χορταριασμένα, χωρίς αφέντες, με τους τοίχους τους ετοιμοθάνατους, τα πατερά γονατισμένα και τις πόρτες τους σφαλιστές. Κιβούρια της παιδικής μας μνήμης, παραμελημένα, καταθλιπτικά, όπου η επίσκεψή μας εδώ, είναι οδυνηρή. Λιόγερμα, κι ο δρόμος της επιστροφής άδειος.

Τα τσαπιά κουράστηκαν να σκάβουν, πεταμένα σκουριάζουν σε μια γωνία του σπιτιού. Ακίνητο το νερό της στέρνας, μάταια περιμένει τη δίψα των ανθρώπων. O κόσμος αλλάζει. Mόνο οι πέτρες και τα δέντρα, θυμούνται ακόμα. Τα έθιμα, κι αυτά ξεπερασμένα τα περισσότερα. Η “καλημέρα” δυσεύρετη και οι διαβάτες φανταστικοί. Ούτε ένα χαμόγελο φιλόκαρδο. Η παλιά εποχή ξεπεράστηκε.

Οι γενιές ανοίγουν και κλείνουν έναν κύκλο. Κύκλοι του παλιού, με το καινούργιο. Κύκλοι της φύσης και της ζωής, στο πέρασμα των εποχών. O παλιός κόσμος, είναι καταδικασμένος οριστικά. Την παλιά γενιά, όση δεν αφάνισε ο χάροντας, τη λύγισε ο χρόνος και ο κάματος. Τα τελευταία πρόσωπα που αντίκρισαν τον χρόνο που φεύγει, είναι μαρτυρίες μοναδικές μιας ζωής που δεν θα ξανάρθει ποτέ. Η ιδιομορφία της γλώσσας, μια πραγματικότητα στερεή ως τα τώρα, χάνεται. Κάθε φορά που βαράει η καμπάνα λυπητερά για κάποιον παλιό, μαζί κηδεύονται και κάποιες λέξεις λευκαδίτικες. 


Αυτή, είναι η σκληρή ανθρώπινη ιστορία ενός τόπου, απομονωμένου, στεριωμένου στην άκρη του βράχου με τον κίνδυνο να αποκολληθεί, μα με το πλεονέκτημα να αγναντεύει τη θάλασσα. Η θάλασσα που στα νεώτερα χρόνια, τα δικά μας, στέκεται τροφοδότης μιας ευμάρειας, βασισμένης στις φημισμένες παραλίες της, αποτέλεσμα της αναζήτησης του διαφορετικού από τον άνθρωπο της εποχής μας. Μισό αιώνα πριν, το χωριό διατηρούσε τον λαϊκό πολιτισμό του. Η εικόνα του, ήταν η ίδια σταθερή εικόνα του απώτερου παρελθόντος. Η ραγδαία ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων, με τους καινούργιους δρόμους που χαράχτηκαν, εκτόπισε τον παραδοσιακό χαρακτήρα του. O τόπος άνοιξε για καλά στον τουρισμό. Το άγριο ημιορεινό τοπίο με θέα στο Ιόνιο, η φωτεινότητα του χώρου, τα χαμηλά επίπεδα υγρασίας και οι παρθένες παραλίες με το ξεχωριστό μορφολογικό χαρακτήρα, συντέλεσαν στη ζήτηση της περιοχής σαν τόπου διακοπών.

Οι πισωχωρίτες του νησιού- έτσι όπως τους έλεγαν υποτιμητικά- έγιναν οι ευνοούμενοι της καινούργιας εποχής. Ο τουρισμός όμως, έδιωξε τη φιλοξενία. Η φιλοξενία, συμβαδίζει με την απλότητα και την ανιδιοτέλεια, όχι με την καλοπέραση και το συμφέρον. O προαιώνιος μόχθος του ανθρώπου, με λιγοστά πλέον τα διάσπαρτα ίχνη του πάνω στην τοπογραφία της περιοχής, αντικαταστάθηκε από το εύκολο καλοκαιρινό κέρδος. Η ενότητα του ανθρώπου με τον τόπο και τον χρόνο, συστατικά μιας δύσκολης αλλά αυθεντικής ζωής στα μέρη μας, νοθεύτηκε και διασπάστηκε από τις νέες σχέσεις που δημιούργησε η “ανάπτυξη”.

 Με το γύρισμα του νέου αιώνα, όλα έχουν ανατραπεί. Η ζωή έχει αλλάξει ρυθμό. Αυτό που αγαπήσαμε δεν υπάρχει πια. H κοινότητα αξιών, έπαψε. Στέρεψαν οι ευλογημένες ώρες του Θεριστή, του Αλωνάρη, του Τρυγητή, όπου οι άνθρωποι αμόλευτοι σχεδόν από την υπεροψία του χρήματος, συνεργάζονταν στις δυσκολίες της ζωής, έλυναν ειρηνικά τα νιτερέσα τους, τιμούσαν τον ιδρώτα τους, αλλά κι εκείνον του συγχωριανού τους. Ντόπιοι και  ξενωτικοί, έγιναν ακρίδες που ρημάζουν τον τόπο. Χάθηκε για πάντα ο κόσμος των απλών ανθρώπων, το αρχαϊκό στοιχείο του τόπου, η φορεσιά της παλιάς Λευκαδίτισσας, τα αρχαία ονόματα, οι ανδρικές μορφές σκαμμένες από τον αγώνα της επιβίωσης. Κατάπεσε ο κουρνιαχτός  που σήκωσε η παλιά ζωή.

 Τα ουρλιαχτά της θάλασσας, σκόρπισαν στους τέσσερις ανέμους. Ημέρεψε θαρρείς κι αυτή με το πέρασμα του χρόνου. Μια καινούργια πραγματικότητα διαμορφώθηκε, από νέα ήθη και συνήθειες που εξοστράκισαν τις παλιές. Νέες αντιλήψεις πλέον, επιβλήθηκαν στην παραδοσιακή αισθητική του περιβάλλοντος. Ο τουρισμός, ένα ταξίδι προσωρινής φυγής και αναζήτησης του διαφορετικού, πήρε σε τούτα τα μέρη διαστάσεις πρωτοφανείς. Μαζί με τα πρώτα σημάδια της τουριστικής ανάπτυξης, που έφεραν μια αισθητική ευτέλεια, άλλαξαν και οι σχέσεις των ανθρώπων. Σμιλεύονται με το συμφέρον και το κέρδος από τον τουρίστα.

Τα σπίτια και τα χωράφια πωλούνται στον πρώτο τυχόντα, χωρίς να ερωτούνται οι πρόγονοι, ούτε να λογαριάζονται οι θυσίες και οι κόποι τους. Νέα οικοδομήματα εισβάλλουν βίαια κι αγκαλιάζουν με τον όγκο τους το τοπίο. Η ζωή, που την χαρακτήριζε μια απλότητα, ένα πνεύμα συνεργασίας, μια αμοιβαιότητα, ένας σεβασμός, έγινε ανταγωνιστική, γεμάτη ιδιοτέλεια και πρόκληση. O τόπος των παππούδων και των γονιών μας, καταποντίστηκε μέσα μας. Οι συγγενείς, μολεύτηκαν απ’ το συμφέρον και την αμνησία.

Βαρδαραμέϊκο κονάκι

Κλειστά παράθυρα-κλεισμένα μάτια                                                                                          
Κλειστά παράθυρα-κλεισμένα μάτια
κλεισμένη εξώθυρα-στόμα κλειστό.                                                                                        
Για χρόνια απάτητα τα σκαλοπάτια,
έρμες οι κάμαρες-το φως σβηστό

 Ό,τι απέμεινε απ’ τη συγγένεια της νιότης τους, αποπνέει μια μυρωδιά απελπισίας και μια γεύση πίκρας. Το χρήμα, έσβησε το αίμα. Οι άνθρωποι αλλάζουν, με το πέρασμα του χρόνου. Η φύση κι αυτή, αλλάζει όταν εγκαταλείπεται, όταν χάνονται οι άνθρωποι. Ο κύκλος ζωής μιας μακροχρόνιας παράδοσης αιώνων, μοιάζει να κλείνει με βιαιότητα και το τοπίο  να εξαφανίζεται. Η χέρσα ή κτισμένη φύση πλάι σ’ έναν δρόμο, δεν είναι πλέον η αρχέγονη φύση, αλλά μια φύση περιθωριακή που την προσπερνάμε με ταχύτητα, μέσα από το διερχόμενο αυτοκίνητο, σ’ ένα δρόμο που τα όριά του καθορίζονται από τις πινακίδες προσανατολισμού και τις επιγραφές των διαφημίσεων. Οι άνθρωποι της παλιάς εποχής, λίγοι, όσοι γλίτωσαν ακόμη απ’ το σπαθί του μακελλάρη χρόνου. Κάποιοι έφυγαν έγκαιρα, λίγο πριν φτάσουν οι ξένοι λαοί που ήρθαν να τρυγήσουν το κέρδος απ’ τον τουρισμό.

Μουτουλού (Πόρτο Κατσίκι), 1966, φωτογραφία: Fritz Berger

Μια παλιά βαλκανική παροιμία, λέει «Καλύτερα να χαθεί το χωριό,παρά τα έθιμα του χωριού». To παλιό Αθάνι σβήνει σταδιακά, και το καινούργιο διώχνει τους ανθρώπους από τα χώματα που τους ανήκουν. Οι νέοι καιροί, έπαψαν να είναι μυθικοί. Το δίδαγμα του παρελθόντος, χάνεται μέσα στην κραιπάλη του καινούργιου. H τιμή, η ειλικρίνεια και ο σεβασμός για τον άλλον, αυτό που προσδιορίζει το φιλότιμο, πολύτιμο συστατικό που ενσταλάχτηκε από γενιά σε γενιά, είναι πια δυσεύρετα. Όλα έχουν αλλάξει. Τίποτα δεν έμεινε το ίδιο. Στη νέκρα του Χειμώνα, στοιχειώνουν οι μνήμες μας. Στη λαιμητόμο του Καλοκαιριού, θυσιάζονται. Νικήσαμε τη φτώχεια μας, μα νικηθήκαμε απ’ τον εαυτό μας. Άδικα πια γυρεύουμε το δρόμο μέσα από τ’ αμπέλια ή τον κατήφορο στον απέραντο γιαλό του καλοκαιριού. Μόνο τα όνειρά μας, σαν φυσάει αεράκι απογευματινό, κατεβαίνουν στους παρατημένους κήπους της παιδικής μας αθωότητας, στη χαμένη Εδέμ των παιδικών μας χρόνων, κοντά στα στοιχειωμένα πηγάδια με τα ορθάνοιχτα στόματα και τις αυλακωμένες χαρακιές από τον μόχθο της άντλησης του νερού, με τις απουσίες των αγαπημένων μας να αιωρούνται τριγύρω. Σιωπηλές σκιές που στροβιλίζονται ανάμεσα στις ελιές· μέσα στη ψυχή μας τους νιώθουμε να τρυπώνουν· τη μνήμη μας να κεντρίζουν, αυστηροί παραστάτες της διαγωγής μας, που ελέγχουν την κάθε κίνησή μας.


Kι έπειτα είναι κι εκείνος ο εφιάλτης, που σκίζει τους βράχους και γκρεμίζει τα σπίτια. Ματώνει κάθε τόσο τούτος ο τόπος από τον εφιάλτη του, που κανείς δεν ξέρει πότε θα κάνει την εμφάνισή του. Τον Νοέμβρη του 2015, την εφήμερη αίσθηση της φύσης μας βιώσαμε άλλη μια φορά, με τραγικό τρόπο, σ’ εκείνον τον φοβερό σεισμό που κράτησε μέρες. Οι εκκλησιές της Παναγίας και της Αγίας Παρασκευής με τα κοιμητήρια τους, καταστράφηκαν. Το ενταφιασμένο παρελθόν μας, αποκαλύφθηκε. Οι εστίες ιερότητας των σπιτιών μας, λύγισαν. Το χωριό αποτύπωσε τα συντρίμμια του, μέτρησε τις πληγές του και πήρε πάλι τον ανήφορο. Ο σεισμός, γύρισε την σελίδα της ιστορίας του τόπου μας. Ένα μεγάλο μάθημα της ανθρώπινης αδυναμίας ήτανε. Την ανθρώπινη ματαιότητα μας δίδαξε, έστω και προσωρινά. Έδειξε πως η αιωνιότητα, δεν οικοδομείται με πέτρες, σίδερο και τσιμέντο, παρά μόνο με τ’ ανθρώπινα αισθήματα. Ό,τι έφυγε, δεν έρχεται πάλι πίσω. Γεννά το καινούργιο. Κατά τον ποιητή: «Χάσμα σεισμού που βγάζει ανθούς και τρέμουν στον αγέρα…». Αυτό είναι και η παρηγοριά μας για το κακό κι εκείνο που συμβιβάζει και αδελφοποιεί τον τόπο με το φαινόμενο του σεισμού, αφού πάνω στο θάνατο οικοδομείται η ζωή.


Στο ξεκίνημα του νέου αιώνα, παρά το αποτύπωμα που άφησε μέσα μας αυτή η καταστροφή, κουράγιο οφείλουμε να πάρουμε, από ένα θαύμα που γεννιέται στην άκρη του τόπου μέσα απ’ τη χόβολη της εγκατάλειψης. Μια πίστη ξυπνάει εκεί πρώτη απ’ όλους, μέσα σε μια ορθόδοξη μοναξιά. Η αναγέννηση του ξεχασμένου μοναστηριού της Νιράς, γύρισε μια νέα σελίδα στην ιστορία του τόπου. Βλογάει εδώ ο Χριστός το πρόσφορο την Κυριακή και το μοιράζει για να στυλωθεί η ψυχή μας. Άγιοι, με πρόσωπα ρυτιδωμένα από τις αγρυπνίες των αιώνων, μας γνέφουν με συγκατάβαση. Τώρα που αναστήθηκε ένας πεθαμένος παράδεισος, ο φόβος του θανάτου ξεπεράστηκε πλέον από την αυτάρκεια της ψυχής.     

Απ’ την άλλη μεριά, στον αρχαίο οικισμό που ήρθε στο φως, έξω από το ξωκλήσι του Αγίου Κηρύκου -που αυτή τη φορά άντεξε το σεισμό,- αναζητείται ο αμφορέας μιας αρχαίας μνήμης και μιας μακρινής καταγωγής. Θλιβερά λείψανα ενός αρχαίου πολιτισμού, ανακαλύφθηκαν εδώ πρόσφατα, που διακόπηκαν βίαια και σκεπάστηκαν με προσχώσεις μέσα στους αιώνες, δίνοντας μια καινούργια ιστορική διάσταση στον τόπο μας. Το χριστιανικό πνεύμα με την ειδωλολατρική ψυχή, σ’ έναν σφιχτό εναγκαλισμό. Πέτρες ριζιμιές, τυλιγμένες στην αρχαία τέφρα της λήθης που ανύποπτες περπατούσαν οι γενιές πάνω τους, συγγενεύουν με πέτρες χριστιανικές.

Αρχαίος κόσμος και χριστιανικός, πιασμένοι απ’ το χέρι, οδηγούν τη μοίρα μας μέσα στην ιστορία και το χωριό, κρεμασμένο πάντα στον αστερισμό των λογισμών του, αγναντεύει το πέλαγος των οριζόντων, με μιαν άλλη ματιά. Εκτός από τα ρήγματα που άφησαν οι σεισμοί, στην αρχή της τρίτης χιλιετίας, πιο πολύ βαθαίνουν τα ρήγματα στις σχέσεις των ανθρώπων που τις κυβερνά η ιδιοτέλεια και το συμφέρον, μετά την έκρηξη του τουρισμού και την εκτόξευση της αξίας της γης. Η φιλοξενία, αντικαταστάθηκε από τις εμπορικές σχέσεις μ’ ένα ποικιλόμορφο εθνολογικά κοινό που αναζητά εδώ κάτι το ξεχωριστό. Ανάποδα γυρίζει ο κόσμος μας κι εμεις στην άκρη των ρηγμάτων μας, αποξενωμένοι  πλέον από τους παλιούς δεσμούς, έτοιμοι να πέσουμε μέσα, κάνουμε πως τάχα δεν τρομάζουμε ή πως δεν βλέπουμε το λάκκο που μας περιμένει.

 
Οι γενιές των ανθρώπων του τόπου που άλλαζαν μεταξύ τους τη σκυτάλη της ζωής, σαν τα φύλλα της Άνοιξης που ανανεώνονται μέσα από το λήθαργο του Χειμώνα, ανακατεύονται με τους ξενόφερτους σ’ ένα αταίριαστο κοκτέιλ χαρακτήρων και συνηθειών που απειλεί να εκβαρβαρώσει την διαχρονική σταθερότητα των αιώνων. Οι γκρίζες σκιές του χθες και τα νέα συμφέροντα του σήμερα, ρούφηξαν το μέλι της ζωής και τρύπησαν τα σωθικά των ανθρώπων με το κεντρί της αδιαφορίας και καμιά φορά του φθόνου που καιροφυλακτεί παραδίπλα απειλητικός.

Η επική περιπέτεια του χωριού, με τους ανθρώπους του, τη φύση του, τις συνήθειες και τη γλώσσα του, φαίνεται ότι τελειώνει, παρά την επιμονή της. Η εξαφάνιση του παραδοσιακού προφορικού ιδιώματος, που αποτελεί τη γλωσσική του αυτοβιογραφία, θα είναι και η εξαφάνιση του πολιτισμού του. Αυτό που θα μείνει στο τέλος, είναι ό,τι είδε και κατέγραψε ο φωτογραφικός φακός. Η τοπική ποικιλομορφία της ζωής του χωριού. Άνθρωποι την ώρα της δουλειάς και την ώρα της αναψυχής, προσωπογραφίες και τοπιογραφίες που αποτυπώνουν μέσα από ασπρόμαυρες κυρίως φωτογραφίες, την καθημερινότητα μιας πένθιμης, ελεγειακής, αλλά και περήφανης ζωής, χαμένης για πάντα. Οι νεκροί μόνο σηκώνονται πάντα τα βράδια,κάθονται στις πλάκες των τάφων και προσπαθούν μάταια να διασπάσουν την διαχωριστική γραμμή των δύο κόσμων, για να συνεχίσουν την ζωή όπως εκείνοι την ξέρανε. Τίποτα όμως δεν κατορθώνουν. Οι νύχτες, συνεχίζουν ακόμη να είναι χριστιανικές και οι μέρες ειδωλολάτρισσες.  

Λ.Κατσιγιάννης

Από το βιβλίο  ΑΘΑΝΙ-ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

Προηγουμενο αρθρο
Καταργούνται 37 Πανεπιστημιακά Τμήματα  και της Λευκάδας -βρίσκονταν σε αναστολή λειτουργίας
Επομενο αρθρο
Από ελικόπτερο έγινε η διάσωση του χειριστή παραπέντε στο Κομηλιό

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.