HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΑνδρέας Βαγενάς-Ντούσκας, Όπερας, Ριγολέτος ή Τρπύλας

Ανδρέας Βαγενάς-Ντούσκας, Όπερας, Ριγολέτος ή Τρπύλας

Γράφει ο Παναγιώτης Σκληρός

Ένας ήσυχος άνθρωπος, μια σιωπηλή φιγούρα που έσπρωχνε το κάρο του κάνοντας θελήματα κι έζησε ζωή που μόνο ο ίδιος ήξερε πόσο όμορφη ή όχι ήταν. Βρισκόταν στην παραλία όταν έφτανε το καράβι, στο ΚΤΕΛ όταν έφταναν τα λεωφορεία ή έκανε μεταφορές εμπορευμάτων σε διάφορα καταστήματα. Ήταν εκεί, στην ανατολική παραλία όταν έφταναν οι βενζίνες απ το Μεγανήσι, απ το Βλυχό ή το Νυδρί.  Ήξερε όμως να ζεί και στη μοναξιά του, να σφυρίζει τον Ριγολέττο, να τραγουδάει-σιωπηλά- την «μαντόνα ε μόμπιλε» αλλά και την Τόσκα του Πουτσίνι. Και να κρατάει το ρυθμό χτυπώντας τα δάχτυλά του ρυθμικά πάνω σ ένα άδειο χαρτοκούτι που είχε πάντα εκεί κοντά στα τιμόνια του καροτσιού του.

Συνήθιζε όταν σουρούπωνε, να κάθεται σιωπηλός στα σκαλοπάτια της φιλαρμονικής είτε στην κεντρική αγορά είτε έξω απ το κτίριό της και ν’ ακούει τις πρόβες, σιγοτραγουδώντας τις μελωδίες που έπαιζαν οι μουσικοί. Τραγουδούσε σιγανά άριες και όπερες και ήταν αλάνθαστος στο κάθε λιμπρέτο. Αντιλαμβανόταν δε τα φάλτσα ή τα λάθη των μουσικών στην πρόβα.

Στο τέλος της ζωής του άφησε το καροτσίνι και μάλλον προετοιμαζόμενος, κρατούσε τον σταυρό μπροστά από την νεκρική πομπή. Η ταπεινότητα και η σεμνότητα του Αντρέα, οδηγούσε με την ίδια αξιοπρέπεια, στο πεπρωμένο.

  Το καροτσίνι του Αντρέα βρίσκεται στο Μουσείο του Ορφέα μαζί με το χαρτοκιβώτιο και ένα τσουβάλι απ τις μεταφορές του. 

Ο επί πολλά χρόνια μαέστρος της Φιλαρμονικής αλλά και της Νέας χορωδίας Νίκος Θάνος-Μορίνας, έγραψε και δημοσίευσε ένα ποίημα για τον Αντρέα τον Βαγενά«  «…Τις όπερες τις σφύριζες στο κάρο στη δουλειά σου και με κουράγιο σκούπιζες τον τίμιο ιδρώτά σου… Την φτώχεια σου την γλένταγες με Τόσκα και Πουτσίνι κι αμέριμνος τραγούδαγες Σκαρλάτι- Παγκανίνι».

Ο Αντρέας Βαγενάς- Ντούσκας ή Ριγολέτος ή ΄Οπερας, έφυγε μια βραδιά για να συναντήσει τον ρόλο του πρωταγωνιστή στην όπερα της ζωής του.

Παναγιώτης Σκληρός

Άντλησα στοιχεία από την εφημερίδα «Λευκάς», το «Άρωμα Λευκάδας», τα «Λευκαδίτικα νέα» και από την σελίδα του Μπάμπη Λάζαρη στην ανάρτηση «των ταπεινών».

Προηγουμενο αρθρο
Στις κάλπες το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ για ένα ανοιχτό κόμμα
Επομενο αρθρο
Κορωνοϊός: Η επιδημιολογική κατάσταση την Τετάρτη 27 Απριλίου

2 Σχόλια

  1. Αναγνώστης
    29 Απριλίου 2022 at 19:10 — Απάντηση

    Και αυτό το κείμενο του κ. Σκληρού ,αφήνει ένα βαθύ νοσταλγικό αποτύπωμα μιας άλλης γενιάς μιας άλλης εποχής με πληθωρικά στοιχεία. Μιας εποχής με δύσκολη καθημερινότητα ,με μια κοινωνία που έπρεπε να δημιουργεί το καθετί με βάσανα, μόχθο και ιδρώτα ακόμη και για τα ελάχιστα που σήμερα μας φαίνονται αυτονόητα. Μιας εποχής όμως που οι άνθρωποι νοιάζονταν, που το ατομικό και το συλλογικό ήταν ένα, όχι μόνο γιατί έτσι όριζε η ανάγκη, μα πιο πολύ γιατί έτσι ήθελε η καρδιά.
    Οι μεγαλύτεροι από εμάς τη γνώρισαν από τα παιδικά τους χρόνια κι οι νεότεροι από τις ασπρόμαυρες ταινίες, μα όλοι γοητευτήκαμε απ’ την απλότητα και την αθωότητά της.
    Δρόμοι, γειτονιές-συνοικίες ονείρων και άνθρωποι που έχουν πια χαθεί… ήρωες της βιοπάλης, που μοιάζουν τόσο μακρινοί, μα και τόσο γνώριμοι, τόσο αγαπημένοι . Ήταν η γενιά που έλαμψε εκεί γύρω στα 60s. Οι άνθρωποι που πάσχισαν πολύ, που έμαθαν να χαίρονται τη νιότη και τη ζωή και τελικά έκαναν ένα άλμα δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τις προηγούμενες. Τόσο μεγάλο που εμείς οι σημερινοί μεσήλικες, μόλις που πήραμε χαμπάρι τον κόπο που απαιτήθηκε για να ζούμε όπως ζούσαμε. Σεπτές και σεμνές μορφές, γλυκύτατες προσωπικότητες που άγγιζαν.
    Όσο για το κείμενο, αυτό καθ αυτό … για τους αφανείς ήρωες που δεν τους αποδόθηκε ποτέ καμία τιμή, δεν εκφωνήθηκε κανένας λόγος, για την επίτευξη του ακατόρθωτου στόχου τους…. θαρρώ ανάγκη εσωτερική… με μαγεία του λόγου και των λέξεων… Και είναι ευλογία να διατυπώνεις τις απόψεις σου με τεχνικό τρόπο και μέσα από τον τρόπο σου αφενός να ενεργοποιείς ευεργετικά τη μνήμη και τη νοσταλγία στους αναγνώστες, αλλά παράλληλα να αποδίδεις τιμή και σεβασμό στην προσωπικότητα που μνημονεύεις.

  2. Σπύρος Ι. Φλογαΐτης
    28 Απριλίου 2022 at 23:03 — Απάντηση

    Αγαπητέ Παναγιώτη, διάβασα και αυτή τη φορά το ωραίο σου αφήγημα και μου άρεσε πολύ. Όχι μόνο για τον ωραίο τρόπο γραφής και αφήγησης που έχεις πλέον κατακτήσει, αλλά και διότι αναδεικνύεις έναν ακόμη απλό άνθρωπο της απελθούσης λευκαδίτικης κοινωνίας που αξίζει να μην ξεχασθεί. Πρέπει νομίζω πάντοτε να θυμόμαστε και να τιμούμε εκείνους που παρότι παρέμειναν απλοί στη ζωή τους είχαν κάτι το εξαιρετικό στο οποίο πίστευαν και το έκαναν ταυτότητά τους, καθόσον μάλιστα μας θυμίζει τί θα μπορούσαν να γίνουν οι άνθρωποι αυτοί εάν οι κοινωνικές συνθήκες δεν τους είχαν περιορίσει την ανάπτυξη και καλλιέργεια των ανησυχιών που τους χαρακτήριζαν. Θα ήθελα να κλείσω τις παρατηρήσεις αυτές σημειώνοντας ότι εκείνη η λευκαδίτικη κοινωνία ενέτασε τους ανθρώπους αυτούς στα σπλάχνα της, δεν τους περιθωριοποιούσε, οι άνθρωποι αυτοί συναποτελούσαν με τους κατεστημένους από κοινού την ταυτότητα της κοινωνίας μας. Και όπως έχω γράψει επανειλημένα, προσωπικά χρωστώ πολλά κατά τη διαμόρφωσή μου σε αρκετούς απλούς ανθρώπους της λευκαδίτικης κοινωνίας μας που με αγάπησαν όταν ήμουν νέος.

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.