HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΒιβή Κοψιδά-Βρεττού: Μονόλογος με έναν ποιητή*

Βιβή Κοψιδά-Βρεττού: Μονόλογος με έναν ποιητή*

Θα ‘θελα να δω το πρόσωπό σου. Πώς είναι το πρόσωπό σου, ποιητή; Με ξεγελούν, πιστεύω, οι προσωπογραφίες του σχολικού μου βιβλίου. Μ’εξαπατά, νομίζω, η ανάλυση των δασκάλων και των ειδικών της ποίησης. Θέλω να δω το πρόσωπό σου όταν ονειρεύεσαι την πληγή του κόσμου. Μα πού τις βρίσκεις τόσες πληγές να  πολιορκούν το όνειρό μας; Τα όνειρα όλων των ανθρώπων της γης. Πού βρίσκεις τόση ομορφιά να καραδοκεί πίσω από την ασχήμια μας; Είσαι τάχα αλαφροΐσκιωτος; Κοιμάσαι τις μέρες και τις νύχτες βγάζεις περίπατο τα όνειρά σου; Γιατί δεν μιλάς στον περίπατό σου; Κι όταν κλείνεσαι πάλι στον κόσμο σου, μέρες ολόκληρες ερημιά, γιατί η λέξη που μας πέταξες δεν μοιάζει με τις δικές μας-της αγοράς, του δρόμου, της παρέας; Είναι η λέξη που σκάβει η ρίζα του φυτού στον κήπο μας για να την κάμει ζωή. Κι η λέξη που αναρριχάται στα πλοκάμια του αέρα καθώς στροβιλίζει το νόμισμα της άνοιξης. Κι η άλλη λέξη που σφυρίζεις πάνω από την αιώρα του αθώου ροδάκινου. 

Είσαι μήπως σαν τα παιδιά; Που «ανυπάκουα» στο δάσκαλο φωνάζουν λάθος τη μητέρα «μανουλία»;  Α, οι λέξεις οι δικές σου, ποιητή, δεν φυλακίζονται στα λεξικά. Καμία λέξη σου δεν μαντρώνεται. Δραπέτες κακής φυλακής, ξέρουν, τις έμαθες καλά να παραλλάζουν το πρόσωπό τους, να κάνουν πορσελάνη το σώμα τους, χάος την απεραντοσύνη τους, τις έμαθες να φεύγουν. Και κάποτε να μας παίρνουν μαζί τους. Κάποτε. Δεν εξαρτάται απ’αυτές. Ούτε από σένα. Εσύ δεν διαλέγεις τους συνοδοιπόρους σου. Όλους τους θέλεις, εσύ, ποιητή. Ή μάλλον δεν σκέφτεσαι όταν σμιλεύεις το όχημά σου. Πολλοί, όλοι, κανένας… Απ’αυτούς εξαρτάται. Από μας, δηλαδή. Πόσο θέλουμε το ταξίδι με τη λέξη σου, πόσο εξαγοράζουμε λίγη αθωότητα, λίγη ελευθερία; Και για πόσο χρόνο;

Θα ‘θελα τα ρούχα σου να δω, ποιητή. Χιτώνες, άμφια, πουκάμισα λαϊκά ιδρωμένα –ανθρώπων που πλάγιασαν με τη γη; Αυτά είναι τα ρούχα σου; Ή τα κοντά παντελονάκια που μέσα τους κρύβει το χαμίνι την ορφάνια του; Και το λευκό τσαλακωμένο φουστανάκι του κοριτσιού που πουλάει αναπτήρες, χαρτομάντιλα κι αρωματικά κεράκια και πακετάκια βροχής αξημέρωτα Χριστούγεννα; Μήπως τα ρούχα σου είναι τα μεταχειρισμένα πανωφόρια τυχερού μετανάστη έξω από τον κάδο απορριμάτων, εκεί που αναζητάει μια ελεήμονα λέξη σου; 

Ποιος είναι ο χρόνος σου, ποιητή; Ο καλός ή ο κακός χρόνος σου; Τι λιπαίνει το γιασεμί στο πέτο σου; Τι μουντζουρώνει τη φωνή και το χρώμα σου; Αλήθεια, είσαι,ποιητή. Το ψέμα δεν είναι υλικό σου. Μένεις στην αποικία των παιδιών. Φεύγεις άτσαλα την πολιτεία της απάτης. Ο χειρότερος αιώνας σου. Ο αιώνας που «τιμούν» σε αίθουσες τους ποιητές χωρίς να τους διαβάζουν… Απάτη. Και κέρδος και εκμετάλλευση. Δεν συμφωνείς. Γιατί δεν είσαι η λέξη σου. Γιατί η λέξη σου δεν αιχμαλωτίζεται με τιμές και εμβατήρια. Η λέξη σου είναι γυμνή, φεύγει τις τιμές και τις παρελάσεις. Μονάχα στην αθωότητα έρχεται ακάλεστη. Δεν ντρέπεται. Δεν φοβάται. Τι γενναίες που είναι οι λέξεις των ποιητών. Οι ίδιες λέξεις οι δικές μας, οι δειλές. Οι ατάλαντες. Οι πληκτικές. Οι ίδιες λέξεις των πολιτικών. Οι δειλές, οι κούφες. Οι δολερές.  

Η λέξη σου, ποιητή, τρυπώνει στον μίσχο της τριανταφυλιάς, στον κόρφο του ανυμέναιου κοριτσιού, στην άσπιλη εντολή: Γεννηθήτω! Μόνον εσένα διατάζει η λέξη, ποιητή. Μονάχα εσένα εμπιστεύεται. Να στολίσεις το σχήμα της, να ντύσεις την ομορφιά της. Να τονώσεις το θάρρος της, να χτίσεις τη συντροφιά της. Α, τι ωραία που χτίζεις τις παρέες των λέξεων, ποιητή. Και πόσο αρμονικά τις βγάζεις στο σεργιάνι. Η εξαίσια μουσική τους, δική σου. Τι ταιριαστή αρματωσιά! Περπατούν στον ρυθμό σου. Στροβιλίζονται. Πειθαρχούν στην οδύνη σου. Σε αμείβουν με τη χαρά τους. 

Είσαι ευχαριστημένος, ποιητή. Για μια φορά, ακόμη. Σε λίγο ξημερώνει. Τα μαγαζιά ανοίγουν. Οι λέξεις σου πιάνουν θέση στις χριστουγεννιάτικες προθήκες. Βουίζουν. Ενοχλούν τους περαστικούς. Κραδαίνουν τη Βίβλο τους: Προς την αιώνια αθωότητα της επανάστασης. Ή Προς την επανάσταση της αιώνιας αθωότητας. Και συ, ποιητή, ξημέρωμα. Το αλαφροπάτημα τέλειωσε. Ως την άλλη νύχτα, ως την άλλη λέξη. Μπορεί την άλλη βδομάδα. Που θα παίξεις με το μοναδικό ψέμα, το μοναδικά αληθινό σου ψέμα. Εκείνο το δρομολόγιο με την κόκκινη στολή και τον κόκκινο σκούφο πάνω στο έλκηθρο. Με τα πιο αληθινά δώρα σου: Αγάπη, Ειρήνη, Δικαιοσύνη… Κάνε ν’απλώσουμε το χέρι μας σ’αυτά, κάνε να τα κουρνιάσουμε στις ψυχές μας. 

Και τώρα, πες μου δυο στίχους σου για να σε θυμάμαι… δυο στίχους για το γιορτινό μας τραπέζι…

Αν δεν μου’δινες την ποίηση, Κύριε,/ δε θα’χα τίποτα για να ζήσω

…………………………………………………………

Γιατί θα’ρθει το βράδυ μου. Γιατί φτάνει όπου να’ναι

Το βράδι μου, Κύριε, και πρέπει

Να ΄χω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά

Για τους τσοπάνηδες της αγάπης.

*Πρώτη δημοσίευση: Diastixo, 17-12-2023     

  1. Νικηφόρος Βρεττάκος,  Αν δεν μου ‘δινες την ποίηση, Κύριε
Προηγουμενο αρθρο
Αποτελέσματα εκλογών του συνδέσμου   Φιλολόγων Λευκάδας
Επομενο αρθρο
Χριστουγεννιάτικος χορός Απόλλωνα Καρυάς

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.