HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΔιεθνές Φεστιβάλ Φολκλόρ Λευκάδας: λίγο πριν τη μεγάλη γιορτή

Διεθνές Φεστιβάλ Φολκλόρ Λευκάδας: λίγο πριν τη μεγάλη γιορτή

Διεθνές Φεστιβάλ Φολκλόρ Λευκάδας: Ένα ταξίδι στο παρελθόνΜέρος Β’

Γράφει ο Πάνος Φέξης

Αύγουστος, ντάλα καλοκαίρι  στο κάστρο της  Αγίας Μαύρας , η Μαριάννα δεν προλάβαινε να σερβίρει στους διψασμένους ταξιδιώτες πορτοκαλάδες και λεμονάδες «Ζενίθ» και «Γκλόρια» στα σαγρέ μπουκάλια που πάγωναν μέσα σε ένα μεγάλο βαρέλι έξω στη μικρή της αυλή, κάτω από την κληματαριά του γραφικού της καφενείου.

Καλοκαίρι κι όλοι περίμεναν στην ουρά  για να περάσουν απέναντι.
Ο Μανώλης ο Μόσχος  αυστηρός  με ύφος στρατηγού φυσώντας συνέχεια την σφυρίχτρα του έκανε νόημα με τα χεριά του στους οδηγούς να μπαίνουν ένας ένας  στο πέραμα.

«Καλώς ήρθατε» ήταν οι πρώτες λέξεις που έλεγαν χαμογελώντας στους οδηγούς οι καλοσυνάτοι εργάτες του περάματος ο Χιονίστρας και ο Λευτέρης ο Δοξαράς και φρόντιζαν να μπαίνει το ένα αμάξι δίπλα στο άλλο… «Πάμε», φώναζε ο Χιονίστρας  και χτυπούσε την  μικρή μπρούτζινη καμπάνα  δυνατά καθώς γύριζε με το χέρι το βαρούλκο που τέντωνε  το συρματόσκοινο και  σηκωνόταν η πόρτα.

 Οι βαριές γέρικες αλυσίδες κουρασμένες κι αυτές  απ’ τα χρόνια έτρεχαν  πάνω στις μεταλλικές τροχαλίες σέρνοντας μαζί τους φύκια και στάζοντας αλμύρα και μόχθο  κι ο εκκωφαντικός τους θόρυβος έσκιζε τον αέρα  καθώς τις ελευθέρωνε από το μηχανοστάσιο ο Κώστας ο Καγκελάρης που αγέρωχος με ένα τσιγάρο μόνιμα αναμμένο στο χέρι χαμογελούσε χαιρετώντας τους βαρκάρηδες που διάβαιναν με τα πλεούμενα τους  γεμάτα  κόσμο που μετέφεραν  από τη παραλία στο κάστρο για μπάνιο.

 «Κάτω τα κεφάλια», φώναζε ο Αργύρης, έχοντας το χέρι του στο γκάζι της μηχανής και το ποδάρι του στην μακριά γέκα του τιμονιού  κάθε φορά που πλησίαζε η βάρκα του το συρματόσκοινο του περάματος.

Στην πλατεία  οι εργασίες συνέχιζαν πυρετωδώς,  το μεγάλο πατάρι είχε στηθεί και είχε βαφτεί και στο πίσω μέρος του, ένα τεράστιο σκηνικό που έφτανε ίσαμε το  επάνω μπαλκόνι του κτηρίου του Μονόκωλου ήταν έτοιμο.

Οι ηλεκτρολόγοι της ΔΕΗ ο Θανάσης  και ο Νικηφόρος στο στενό του Πούλου έφτιαχναν τον πίνακα με τα καλώδια και τις ασφάλειες που θα έδινε ρεύμα σε όλη τη πλατεία και ο Γιώργος ο Λευκαδίτης έκανε τις τελευταίες ενώσεις σε όλα τα  φωτιστικά σώματα.

Ο δε Βαλέριος Χατζηγεωργίου, σπουδαίος ραδιοτεχνίτης και αγαπητός σε όλο το νησί ετοίμαζε τον χώρο του αλλά και τον χώρο  των εκφωνητών  που ήταν  στα δεξιά του παταριού και έστηνε τα ηχητικά συστήματα του. Είχε απλώσει   καλώδια σε όλη την πλατεία, τοποθετούσε τα μεγάφωνα, κρεμούσε τις μεταλλικές κόρνες στις κολόνες και στα μπαλκόνια δοκιμάζοντας  τα μικρόφωνα, «ένα δύο ένα δύο, πως με ακούς», ρωτούσε τον φίλο και  βοηθό του Βασίλη Καλυβιώτη που και αυτός είχε σπουδάσει ηλεκτρονικός τότε στη Ιταλία.  

Γιορτές Λόγου και τέχνης 1971 στο μικρόφωνο ο Γιάννης Αθηνιώτης, δίπλα του ο Βαλέριος Χατζηγεωργίου

Ένα τεράστιο τραπέζι που έπιανε την μια πλευρά του παταριού αποτελούσε το κέντρο ελέγχου του ήχου και του φωτισμού που διηύθυνε ο ίδιος ο Βαλέριος. Οι εκφωνητές  που θα παρουσίαζαν το πρόγραμμα ήταν ο Γιάννης ο Αθηνιώτης, η Ζωή η Γράψα, εκφωνήτρια τότε στον  ραδιοφωνικό σταθμό του Ορφέα που ανήκε στο δίκτυο της Ε.Ι.Ρ ο Πάνος ο Δήμου καθηγητής Αγγλικών στο Γυμνάσιο και η Νίκη η Μελά.

Το  τραπέζι ήταν γεμάτο με καλώδια πρίζες και διακόπτες, δυο πορτατίφ ένας  ενισχυτής Dual με λυχνίες, δυο μικρόφωνα, ένα μεγάλο μαγνητόφωνο Grundig με μπομπίνες που μ΄αυτό ηχογραφούσε όλο το πρόγραμμα και ένα πικάπ που  έπαιζε μουσική  τόσο στην αρχή όσο και στα διαλλείματα στην αλλαγή των συγκροτημάτων.

Κάτω στις πλάκες  της πλατείας, εργάτες  με τις οδηγίες του Χρήστου του Τετράδη  που ήταν ο υπεύθυνος για τα εισιτήρια έβαζαν γράμματα  και μετρούσαν τις αποστάσεις. Μ’ αυτό τον τρόπο αριθμούσαν  τις σειρές των καθισμάτων σύμφωνα με το πλάνο που υπήρχε στα εκδοτήρια των εισιτηρίων  για να μπορούν οι ταξιθέτες να τοποθετούν ανάλογα με το εισιτήριο τους θεατές.

 Με κόκκινο πλαστικό χρώμα πάνω στις πλάκες της πλατείας σχεδίαζαν  τους διαδρόμους που χώριζαν τις σειρές των καθισμάτων και με μαύρο χρώμα γράφοντας αλφαβητικά και αριθμητικά σύμβολα  έφτιαχναν  τις σειρές που  θα έβαζαν τα καθίσματα.

Η πλατεία είχε χωριστεί σε πέντε σειρές, στην πρώτη σειρά μπροστά στο πατάρι  ήταν τα πρώτα αριθμημένα καθίσματα  για τους καλεσμένους και πίσω τους ακριβώς ήταν τα καθίσματα για όσους είχαν τα εισιτήρια διάρκειας τα λεγόμενα α μπονέ.

Κάθε είσοδος είχε την δική της σειρά και τα εισιτήρια  την ανάλογη τιμή βέβαια, ήταν σημαντικό να πουληθούν πολλά εισιτήρια γιατί με αυτές τις εισπράξεις έπρεπε να πληρωθούν οι αμοιβές των συγκροτημάτων, οι ταβέρνες, τα εστιατόρια τα υλικά για τις κατασκευές, οι φύλακες και οι καθαρίστριες των σχολείων και πολλά άλλα.

Τα λεωφορεία με τα συγκροτήματα έφταναν  το ένα  μετά το άλλο στο νησί οι οδηγοί των λεωφορείων πατούσαν το κλάξον από το πέραμα μέχρι να φτάσουν στην παραλία αναγγέλλοντας  έτσι την άφιξη τους.

Η ομάδα υποδοχής  με αρχηγό τον Αντώνη τον Τζεβελέκη τους καλωσόριζε ντυμένος όπως πάντα συνήθιζε στα λευκά, μαζί του και  ο Βούλης ο Βρεττός, υπεύθυνος για την διαμονή τους  στα σχολεία, στολισμένος με τα διακριτικά του, τις  αγαπημένες  του μεταλλικές κονκάρδες, οι διερμηνείς που θα αναλάμβαναν την ξενάγηση τους  και πρώτος και καλύτερος  ο Νιόνιος ο δικέφαλος φορώντας στο λαιμό του ένα κόκκινο μαντήλι.

Χαρούμενα πρόσωπα, χαιρετούρες, φιλιά  και ένα  ένα τα συγκροτήματα   βολεύονταν στα σχολειά, χοροί και τραγούδια στις αυλές των σχολείων τα βράδια.

 Στο δημαρχείο, όλοι ανέφεραν τα ενδεχόμενα προβλήματα  στον δήμαρχο Θοδωρή Ζωιτά  και αυτός με την σειρά του τα έλυνε και διόρθωνε όλα τα κακώς κείμενα.

Στυλοβάτης των γιορτών που έχαιρε της εμπιστοσύνης όλων των συνεργατών της, η γραμματέας του η Ευαγγέλια η Γουργαριώτη, ακούραστη ήταν πάντα δίπλα του ακόμα και τις ώρες που δεν είχε υπηρεσία.

Ο ληξίαρχος ο Χρήστος ο Τετράδης είχε αναλάβει την πώληση των εισιτηρίων, ο Βασίλης ο Θερμός, υπάλληλος του ΟΤΕ είχε αναλάβει  τον τομέα της επικοινωνίας στα τηλεγραφήματα και μαζί με τις τηλεφωνήτριες περνούσαν ασταμάτητα τηλεφωνικές γραμμές τόσο στο δημαρχείο όσο και στα ξενοδοχεία και στα μαγαζιά  της πόλης.

 Η Ντίνα, η Ευανθία, η Έλλη η Μπία, η Μαρία, η Ρούλα  με τα ακουστικά στα αυτιά  δεν προλάβαιναν να βάζουν και να βγάζουν τα βύσματα από την κονσόλα και να μοιράζουν γραμμές. Δεν ξεχνούσαν όμως  να ρίχνουν και μια ματιά στην κίνηση της αγοράς από τα  ανοιχτά παράθυρα του επιβλητικού κτηρίου της αγοράς, ενημερώνοντας για ότι συνέβαινε  τους ενδιαφερομένους.

Τα δύο εκδοτήρια, το  ένα στην πλατεία, δίπλα στο περίπτερο του Μάκη του Κοκόλια και άλλο στον  Παντοκράτορα δεν προλάβαιναν να κόβουν εισιτήρια, πόλεμος για την απόκτηση του μαγικού χαρτιού, πόλεμος για την καλύτερη θέση  μέχρι και μέσον έβαζαν για την απόκτηση του!

Συνεχίζεται.

Διαβάστε το Α’ Μέρος: ΕΔΩ

Προηγουμενο αρθρο
Άλλη μια φωλιά με χελωνάκια καρέτα καρέτα «άνοιξε»
Επομενο αρθρο
Ολοκληρώθηκε η τιμητική ανοιχτή έκθεση ζωγραφικής της Τέττας Κούρτη Πελεκούδα

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.