HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΗ γλυκιά Λευκάδα του τότε

Η γλυκιά Λευκάδα του τότε

Γράφει ο Πάνος Φέξης

Την δεκαετία του εξήντα  η κεντρική αγορά το παζάρι όπως το έλεγαν οι Λευκαδίτες, ήταν το κέντρο του εμπορίου του νησιού, ήταν η πιο μεγάλη αγορά στην περιοχή,  που εξυπηρετούσε τις ανάγκες των κατοίκων  όχι μόνο του νησιού, αλλά και των κατοίκων  των χωριών του Ξηρομέρου,  Παλιάμπελα,  Βόνιτσα, Άγιο Νικόλαο,  Ζαβέρδα, Πογωνιά, Μύτικα, τα νησιά  Κάλαμο, Μεγανήσι και τα γειτονικά μας μικρά  χωριά της Περατιάς και της Πλαγιάς .

Το παζάρι δεν είχε πεζοδρόμια  και ο κεντρικός δρόμος του  ήταν χωμάτινος όπως και όλα τα στενά της πόλης και της Νεάπολης.  Πολλά μαγαζιά  ακόμα χρησιμοποιούσαν για φωτισμό   ασετιλίνη και λάμπες πετρελαίου.   Λίγα ήταν αυτά που είχαν ηλεκτρικό ρεύμα που παραγόντανε στο εργοστάσιο της ηλεκτρικής εταιρίας που ήταν στην γειτονιά του  Αη Δημήτρη. 

Η παραγωγή πολλών αγαθών ήταν πολύ δύσκολη και ειδικά όταν χρειαζόντανε η χρήση φωτιάς και ψύξης. Ένα από τα επαγγέλματα  αυτά ήταν και το επάγγελμα του ζαχαροπλάστη.

Δεν υπήρχαν ζαχαροπλαστεία  που  έφτιαχναν τούρτες και πάστες με κρέμες και σοκολάτες. Στα σπίτια οι νοικοκυρές  εκτός από τα γλυκά του ταψιού που έφτιαχναν στις γιορτές, πάντα έφτιαχναν γλυκά του κουταλιού από φρούτα εποχής για να έχουν κάτι να κεράσουν κάποιον επισκέπτη, αλλά και  για τα  παιδιά που τους ζητούσαν  κάτι γλυκό να φάνε  τα απογεύματα του χειμώνα.   Αυτά ευτυχισμένα με  κατακόκκινα τα μάγουλά τους από το παιχνίδι  έκοβαν μεγάλες μπουκιές από μια  μεγάλη φέτα ψωμί,   που είχαν στα χέρια τους αλειμμένη με γλυκό σταφύλι, κυδώνι, λάδι με ζάχαρη και πολλές φορές ψωμί  βρεγμένο με νερό πασπαλισμένο με πολλή ζάχαρη.


Γλυκές λιχουδιές οι καραμέλες στο περίπτερο  της Μαριγούλας του  Ταμπάκη. Κάθε φορά που πήγαινα να πάρω τσιγάρα του πατέρα μου αλλά και σε θελήματα των ψαράδων του μόλου, όταν μου  έλεγαν τα ρέστα δικά σου,  αγόραζα μ΄αυτά μια γεμιστή καραμέλα αστακό,  μαλακά  λουκουμάτα  μαντζούνια,  καραμέλες γάλακτος τυλιγμένες σε χρυσόχαρτο,  μια γλυκιά κόκκινη μαστίχα,   μικρές  κόκκινες  καραμέλες με γεύση τριαντάφυλλου και πράσινες με γεύση μέντας.

Στην κεντρική αγορά λίγο πιο πάνω από τη εκκλησιά του Παντοκράτορα ήταν το γαλακτοπωλείο του Παντελή του Φασόλια.  Εκτός από το γάλα που πουλούσε, σερβίριζε και γάλα ζεστό  σε γυάλινο ποτήρι, γιαουρτάκια με φρυγανιά, ρυζόγαλο πασπαλισμένο με πολλή κανέλλα και γλυκά ταψιού.  Περίφημος ο μπακλαβάς και το κανταΐφι του.  Η μάνα του η κυρά Γιαννούλα ήταν μεγάλη μαστόρισσα και στο εργαστήριό της που ήταν στο πίσω μέρος του μαγαζιού, ετοίμαζε  τα ταψιά με  γλυκά και τα έστελνε για ψήσιμο στον φούρνο της γειτονιάς του κυρ Αντρέα του Μπελέλη.  Λαμποκοπούσε από καθαριότητα το εργαστήρι της κυρά Γιαννούλας και στον αέρα μια μοσχοβολιά γαργαλούσε τα ρουθούνια από κανέλλα, βανίλια, ζεστό γάλα και βούτυρο.  Σε μια μεγάλη ξύλινη ντουλάπα τα γιαούρτια το ένα δίπλα στο άλλο στα ράφια ωρίμαζαν με την βοήθεια ενός μαγκαλιού  που ήταν στο Κέντρο της ντουλάπας.  

Σε άλλη μεριά του εργαστηρίου   μια γκαζιέρα ζέσταινε μια κατσαρόλα  μεγάλη γεμάτη με  γάλα  που η θεία Γιαννούλα ανακάτευε με μια μεγάλη κουτάλα για να μην κολλήσει το γάλα. Πρόσθετε ζάχαρη, βρασμένο ρύζι, χτυπημένα αυγά, βανίλιες, έβαζε  λίγο γάλα κρύο, κορν φλάουρ,  ανακάτευε καλά και τα έριχνε μέσα στην κατσαρόλα και σε λίγο γινόταν μια βελούδινη κρέμα. Με μια μεγάλη κουτάλα κένωνε το ρυζόγαλο σε κεσεδάκια που ήταν πάνω σε ένα κατάλευκο μάρμαρο και τα άφηνε να κρυώσουν. Ο Παντελής με την λευκή του ποδιά   άλειφε  με βούτυρο τα φύλλα και το κανταΐφι πάνω στο μάρμαρο και τα γέμιζε με αμύγδαλα,  κανελλογαρύφαλλα  και τα ράντιζε με ζεστό βούτυρο.

 Στο μαγαζί έξω  ένας  ξύλινος πάγκος ήταν η βιτρίνα για τα ταψιά με τα γλυκά. Όσο διάσημα ήταν τα γλυκά του, τόσο διάσημο ήταν και το παγωτό που έφτιαχνε το καλοκαίρι.  Μια συνταγή που μόνο η κυρά Γιαννούλα ήξερε.  Έφτιαχνε το παγωτό ψύχοντας τα υλικά με πάγο και τα ανακάτευε  δυνατά με ξύλινη κουτάλα για να αφρατέψει  και να  μην κρυσταλλώσει η κρέμα. Κάθε εποχή είχε την δική της γεύση.


Το φθινόπωρο ήταν οι λουκουμάδες, οι ανεπανάληπτοι λουκουμάδες του Παντελή του Φασόλια. Με τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου τα απογεύματα όταν άναβαν τα φώτα στην  βιτρίνα  του γαλακτοπωλείου, που είχε αποσπώμενο τζάμι, υπήρχε  μια μεγάλη μεταλλική λεκάνη που ξεχείλιζε με φουσκωμένη ζύμη για λουκουμάδες.  Ο Παντελής με το δεξί του χέρι κρατούσε ένα κουταλάκι του γλυκού που πρώτα το βουτούσε σε νερό και μετά έκοβε τον λουκουμά, που έβγαινε μέσα από την κλειστή παλάμη του σαν ένα μπαλάκι και το πετούσε στο ζεστό λάδι.  Τους χάιδευε με τον κεψέ, μέχρι να πάρουν εκείνο το χρυσοκόκκινο χρώμα,  τους άδειαζε σε ένα μεγάλο ταψί, έκανε ένα χωνί από λαδόκολλα, έβαζε μέσα τους λουκουμάδες και  με  ένα κουτάλι  έριχνε πάνω τους  πηχτό θυμαρίσιο μελί και κανέλλα. Θυμάμαι ακόμα τον τελευταίο λουκουμά να τον κόβω σε κομματάκια να τα βουτάω στο μέλι και στο τέλος  να σκουπίζω  με την γλώσσα μου το μέλι από την λαδόκολλα.

Στην μέση της αγοράς κοντά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου είχε το ζαχαροπλαστείο του ο Κώστας ο Κατσής, καλλιτέχνης  ζαχαροπλάστης αλλά και λαϊκός ζωγράφος. Πάντα περπατούσε γρήγορα. Με μικρά βήματα το περπάτημά του θύμιζε περπάτημα Τσάρλι Τσάπλιν, έτσι που κρατούσε το μαύρο του μπαστούνι. Ένα μικρό λευκό μούσι στόλιζε το πιγούνι του. Η γραμμή του θύμιζε τον Ντ΄Αρτανιάν στους τρεις σωματοφύλακες.  Το μαγαζί είχε πολύ μεγάλο βάθος. Το ξύλινο πάτωμα έτριζε καθώς περπατούσες. Οι  βιτρίνες ήταν   γεμάτες με ταψιά μπακλαβάδες, κανταΐφι, γαλακτομπούρεκο. Σε ένα σταντ που έγραφε μπισκότα Παπαδοπούλου, έξι  μεγάλα τενεκεδένια κουτιά με γυάλινο σκέπασμα  ήταν γεμάτα με μπισκότα που τα αγοράζαμε με το κομμάτι. Τα βάζα γυάλιζαν γεμάτα με καραμέλες, φρουί ζελέ,  φρουί γλασέ, μεγάλα γλειφιτζούρια, ζαχαράτα, αμυγδαλωτά  και κουραμπιέδες. Υπήρχαν δίσκοι γεμάτοι με την σπεσιαλιτέ του ζαχαροπλαστείου,  ρόδες, μεγάλα  τραγανά   χρυσαφένια στρογγυλά μπισκότα  ζυμωμένα  με αλεύρι καλαμποκιού, βούτυρο, βανίλια, σπασμένα αμύγδαλα, γεμιστά με μαρμελάδα ροδάκινο.


Υπομονετικά περίμενε ο κόσμος ο ένας πίσω από τον άλλο  στο μικρό ζαχαροπλαστείο του μπάρμπα Ανδρέα.  Καράνιαζαν οι έξω  να περιμένουν πότε θα  τέλειωναν  το γλυκό τους οι μέσα, για να μπούνε, να φάνε την δική τους ποικιλία στα μικρά τραπεζάκια του μικρού ζαχαροπλαστείου. Ο μπάρμπα Ανδρέας    με ένα μεγάλο μαχαίρι   έκοβε με μαεστρία  σε  μικρά κομμάτια λίγο από όλα τα γλυκά που είχε μέσα στα ταψιά και αφού τα περιέχυνε με σιρόπι που μάζευε με το μεγάλο μαχαίρι   τα τύλιγε σε μια λαδόκολλα προσεκτικά να μην χυθούν τα σιρόπια.  Ο Ντίνος ο βοηθός  έτρεχε να σερβίρει  τους  πελάτες στα τραπεζάκια την θεϊκή ποικιλία του μπάρμπα Ανδρέα  σε ένα  γυάλινο  πιατέλο και  δίπλα του  ένα ποτήρι με νερό.  Οι πελάτες πριν φύγουν από το μαγαζί   δεν ξεχνούσαν  έτσι για την λιγούρα να πάρουν στο χέρι μια τραγανή ρόδα γεμιστή με μαρμελάδα ροδάκινο.

Στην πλατεία ήταν το μικρό ζαχαροπλαστείο    του Γούρμου.   Καταπληκτικό  το γαλακτομπούρεκό του όπως και όλα τα άλλα γλυκά που έφτιαχνε με μεγάλη μαστοριά.  Κέντρο διερχομένων το μικρό μαγαζάκι, εδώ μαζευόντανε οι Λευκαδίτες κάνοντας μεγάλες συζητήσεις και πολλές πλάκες,  ανάμεσα στις καραμέλες και τις σοκολάτες.

Στην κεντρική πλατεία  δέσποζε το μεγάλο ζαχαροπλαστείο του κυρ Λάμπρου και της κυρίας Βιολέτας. Ζαχαροπλαστείο  ΛΑΜΠΡΟΥ έγραφε η ταμπέλα πάνω από το μαγαζί. Πρεβεζάνο τον έλεγαν οι Λευκαδίτες λόγω της καταγωγής του  από την διπλανή Πρέβεζα. Ονομαστά και ξακουστά τα μπωλ  του Λάμπρου (γυάλινα βαθιά μπωλ με κομμάτια από πάστες και καρυδόπιτα. με πολύ κρέμα σαντιγί, από πάνω  λιωμένη σοκολάτα σκέτη κόλαση, μπουκιά και συχώριο.  Όλα τα παιδιά εδώ ακουμπούσαν το πενιχρό χαρτζιλίκι τους. Το μαγαζί ήταν πολύ μεγάλο. Γύρω  στους τοίχους  τα ράφια γεμάτα με μπουκάλια  βυσσινάδες, πορτοκαλάδες, μπουκάλια με ποτά και  κουτιά  με ποτά για δώρα METAXA, VERMOYT, TZINZANO, KAIR, BALADAIN  και πολλά λικέρ,  μεγάλες  φανταχτερές εορταστικές κασετίνες πολυτελείας  με γεμιστά  σοκολατάκια,  φρουι γλασέ,  μεγάλες σοκολάτες σε μεγάλα κουτιά.

 
Βουνά ήταν οι κουραμπιέδες, δυο μεγάλα ψυγεία γεμάτα με πάστες σοκολάτα,  αμυγδάλου, κασετίνες,  θεϊκό κορμό κρέμα σοκολάτα, τούρτες και στο πάνω μέρος των ψυγείων ταψιά με γαλακτομπούρεκα, μπακλαβάδες, κανταΐφι, καρυδόπιτες. Δυο γκαρσόνια εξυπηρετούσαν και σερβίριζαν τα γλυκά σε πιάτο στους πελάτες,  που γέμιζαν  τα πολλά τραπέζια της σάλας του ζαχαροπλαστείου. Στον πάγκο που ήταν το ταμείο καθόντανε πάντα η Αλέκα η κόρη του Λάμπρου, ένα γλυκό χαρούμενο κορίτσι που κάθε φορά που γελούσε, τα μάτια της έλαμπαν από καλοσύνη. Η μάνα της η κυρά Βιολέτα ήταν στην εξυπηρέτηση των πελατών. Δεν σταματούσε να ζυγίζει και  να τυλίγει  για δώρα, τούρτες , δίσκους με γλυκά,  κουτιά με σοκολατάκια που τα τύλιγε  με κόκκινα κίτρινα πράσινα και διάφανα  σελοφάν,   με κόκκινες κορδέλες,  κάνοντας όμορφους  φιόγκους.

 Μόλις έπεφτε ο ήλιος ένας- ένας έφταναν οι πελάτες.  Το μαγαζί γέμιζε ασφυκτικά με κόσμο, σκέτο πανηγύρι, δύσκολα έβρισκες καρέκλα να κάτσεις και γκαρσόνι να εξυπηρετηθείς. Ήταν το μοναδικό μαγαζί  που είχε ασπρόμαυρη τηλεόραση. Ο Λάμπρος ήταν από τους πρώτους στην Λευκάδα που είχε αγοράσει τηλεόραση και έτσι όλοι έτρεχαν να δουν σήριαλ, εκπομπές, αγώνες ποδόσφαιρου. Κάθε Κυριακή επικρατούσε το αδιαχώρητο από φιλάθλους να παρακολουθήσουν  την αθλητική Κυριακή της ΕΡΤ. Όλοι έδιναν ραντεβού για λουκουμάδες και τηλεόραση.  Από νωρίς το απόγευμα ξεκινούσε να φτιάχνει τους  νόστιμους τραγανούς ζεστούς λουκουμάδες με ζαχαρόμελο, φτιαγμένο από σιρόπι ζάχαρης,   λίγο θυμαρίσιο μέλι για το άρωμα και την γεύση και πολλή κανέλλα.

Ζαχαροπλαστείο είχαν  τα αδέρφια Θανάσης και Κώστας Χαλικιάς στην αγορά απέναντι από το βιβλιοπωλείο του Κονιδάρη.  Γεμάτη ήταν πάντα η σάλα του και ο Θανάσης με τη γυναίκα του ακούραστοι σέρβιραν  τα γλυκά που έφτιαχνε ο αδερφός του ο Κώστας, που είχε έρθει από την Αθήνα με πολλές γνώσεις που  απέκτησε δουλεύοντας σε μεγάλα εργαστήρια ζαχαροπλαστικής.

Τα μεγάλα ψυγεία  ήταν γεμάτα με τούρτες,  πάστες, κασετίνες με σοκολάτα, σοκολατένιους κορμούς και τα αγαπημένα της νεολαίας   μπωλ,  που τις Κυριακές τα παιδιά  σε μικρές παρέες μετά την βόλτα στην αγορά  γεμίζαμε  τα τραπέζια του ζαχαροπλαστείου.  Μια φορά θυμάμαι Κυριακή πρωί  είχαμε πάει για γλυκό εγώ με την παρέα μου, τον Τάκη, τον Μάρκο και τον Κώστα. Όλοι παραγγείλαμε μπωλ και δίπλα μας ο Μάκης ένα φτωχό παιδί φίλος μας, που δεν είχε χρήματα έφτυσε μέσα στο μπωλ του Μάρκου επίτηδες και αφού ο Μάρκος  τσαντισμένος παράγγειλε νέο μπωλ, ο Μάκης το απόλαυσε   χαμογελώντας πονηρά. 

 Γεμάτα ήταν  τα ράφια από κουτιά με σοκολατάκια πολυτελείας και ποτά.  Στις μεγάλες γιορτές  ο Κώστας Κουτσάφτης  Μανιόρος δεν προλάβαινε να μοιράζει στα σπίτια τούρτες,  τυλιγμένες με πολύχρωμα σελοφάν και πάνω καρφιτσωμένες κάρτες με τις  ευχές  των πελατών που τις είχαν παραγγείλει.


Στον Άγιο Μηνά το ζαχαροπλαστείο του κυρίου Διονύση  Σταύρακα γεμάτο πάντα από πελάτες που αγόραζαν  πάστες αμυγδάλου και σοκολάτες, τούρτες,  αμυγδαλωτά,  κουραμπιέδες και τα περίφημα μοναδικά  μεγάλα  κωκ.  Ο κύριος Διονύσης πάντα ευγενικός και γελαστός εξυπηρετούσε τους πελάτες χωρίς ποτέ να ξεχνάει να τρατάρει ένα σοκολατάκι μαργαρίτα  όποιον έφευγε από το ταμείο.

Στο ζαχαροπλαστείο των αδερφών Καπότη   στην αγορά  στο νέο κτήριο του Ιώβ Μαλακάση  κάτω από την λέσχη της Αεροπορίας αρχιμάστορας ήταν ο Ηλίας με βοηθό τον Λάμπρο και ο Βαγγέλης στην μικρή σάλα σερβίριζε τους πελάτες.


Και το τελευταίο ζαχαροπλαστείο εκείνης της εποχής  στον δρόμο της οδού Βερροιώτη  των αδελφών Παπαδόπουλου, του Ντίνου και του Στάθη Κουμπουριέλου που συνέχιζαν την παράδοση των γλυκών ταψιού του μπάρμπα Ανδρέα. Ο Ντίνος από μικρό παιδί ήταν ο βοηθός  του και είχε μάθει  να εκτελεί με ευλάβεια όλες τις μυστικές συνταγές του μεγάλου ζαχαροπλάστη, χρησιμοποιώντας τα καλύτερα υλικά που χάριζαν αυτή την μοναδική γεύση που ακόμα και σήμερα έχουμε στην μνήμη μας.

Έτσι πεθαίνουν τα αστέρια με λάμψη και αστερόσκονη. Ό,τι αφήνουμε πίσω μας είναι αυτό που είμαστε σήμερα, οι σκέψεις που μένουν μέσα μας είναι αυτές που μας κάνουν να ζούμε το όμορφο  χθες. Όλα κάποτε τελειώνουν για να αρχίσει κάτι καινούργιο.

Προηγουμενο αρθρο
Ζητείται καμαριέρα για ενοικιαζόμενα δωμάτια στον Άγιο Νικήτα Λευκάδας
Επομενο αρθρο
Μήνυμα Σεβασμιωτάτου κ. Θεοφίλου για την Αιμοδοσία - 11 Φεβρουαρίου 2024

1 Σχόλιο

  1. ΦΑΙΔΡΑ
    14 Φεβρουαρίου 2024 at 01:08 — Απάντηση

    Διαβάζοντας το εξόχως παραστατικό κείμενο, για τους “γλυκύτατους” ανθρώπους της “γλυκιάς” Λευκάδας βρίσκομαι μπροστά σε ένα ταξίδι με αναμνήσεις γεύσεων που χαρτογραφούνται μέσα μας με εικόνες, όπως αυτές στους άτλαντες των πρώτων χαρτογράφων.
    Αναμνήσεις –εικόνες από το χθες που φωλιάζουν πίσω από τη βιτρίνα ρετρό ζαχαροπλαστείων και σε πλημμυρίζουν χαρά στο λεπτό, εν είδει κατάβασης σε σκηνές από παρελθόν άφθαρτης παιδικότητας. Την ώρα που όλα μοιάζουν να τρέχουν καλπάζοντας, δημιουργώντας μια χαοτική αίσθηση, είναι σπουδαίο να παραμένουμε πιστοί στα δικά μας καταφύγια όπου ο χρόνος σταματά-ή παλινδρομεί σε εποχές όπου η αθωότητα ανήγαγε και το πιο απλό βίωμα σε εμπειρία αλησμόνητη μετατρέποντας την σε ανατροφοδότηση ψυχής.

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.