HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΗ πόλη της Λευκάδας / Γ΄ μέρος: Δημοκρατικοί Γάλλοι – Επτάνησος Πολιτεία – Αγγλοκρατία

Η πόλη της Λευκάδας / Γ΄ μέρος: Δημοκρατικοί Γάλλοι – Επτάνησος Πολιτεία – Αγγλοκρατία

Γράφει ο Βασίλης Φίλιππας

To 1797 υπήρξε χρονιά ορόσημο για τα νησιά του Ιονίου, αφού με την κατάκτησή τους από τους δημοκρατικούς Γάλλους έληξε η μακραίωνη βενετική κυριαρχία.

Δεν επρόκειτο, όμως, για μια απλή αλλαγή κυρίαρχου, αφού οι Γάλλοι έφεραν μαζί τους μια νέα οπτική του κόσμου, που είχε γερά τις ρίζες της στη Γαλλική Επανάσταση.

Η επίδραση της γαλλικής κυριαρχίας υπήρξε μεγάλη κι επηρέασε τους Ιόνιους μακρόχρονα, αφού αφορούσε έννοιες όπως η πατρίδα, η ιονική οικογένεια, το έθνος, η ισότητα, η επαναπρόσληψη της αρχαιότητας, η δημοκρατία, αλλά και ο κοινωνικός ανταγωνισμός και η απαλλαγή από τη μάστιγα της κληρονομικής ευγένειας.

Η Λευκάδα πέρασε στις 6 Ιουλίου του 1797 στα χέρια των Γάλλων, που από την επόμενη κιόλας ημέρα, βάσει των ιδεών τους, σχημάτισαν κυβέρνηση από όλες τις κοινωνικές τάξεις και προώθησαν κάποια πρώτα μέτρα ανακούφισης των κατώτερων τάξεων, τις οποίες θεωρούσαν ως φυσικό τους σύμμαχο και στις οποίες πρόσφεραν θέση στη συνδιαχείριση της τοπικής εξουσίας. Οι ευγενείς του τόπου δεν στάθηκαν θεατές της απώλειας των εξουσιών τους, αλλά εναντιώθηκαν με όποιον τρόπο μπορούσαν, πολεμώντας —πότε ανοιχτά και πότε υπονομεύοντας— κάθε ενέργεια των Γάλλων. Οι τελευταίοι συν τω χρόνω απώλεσαν τα ερείσματά τους στην κοινωνία εξαιτίας της πολιτικής και οικονομικής τους αδυναμίας να προχωρήσουν σε ριζοσπαστικά υπέρ του λαού μέτρα. Έτσι, όταν ο ρωσοτουρκικός στόλος κινήθηκε για την κατάληψη των νησιών, οι Λευκαδίτες των κατώτερων τάξεων στράφηκαν εναντίων τους επηρεασμένοι τόσο από την ασίγαστη προπαγάνδα των ευγενών όσο και από τις εγκυκλίους του Πατριάρχη Γρηγόριου τον Ε΄, που τους καλούσε να διώξουν το γένος των Γάλλων, το «επινόημα του Σατανά, που τους εξαπατούσε με το δέλεαρ της ελευθερίας», και να συμμαχήσουν με τον βασιλικό στόλο υπό τη διαφέντευση των Οθωμανών. Την εμφάνισή του έκανε τότε στις ακτές της Ακαρνανίας και ο Αλή Πασάς με πρόθεση να καταλάβει τη Λευκάδα, αλλά οι Γάλλοι αρνήθηκαν να του την παραδώσουν.

Το κάστρο της Λευκάδας έπεσε, εν τέλει, μετά από πολιορκία στα χέρια του Ουσακώφ και του Καδίρ Μπέη τον Νοέμβριο του 1798. Τα παραπάνω, παρ’ ότι αποτελούν σημαντικά γεγονότα για τον τόπο, είναι υπόθεση άλλων παρουσιάσεων.

Ας ξαναγυρίσουμε στην πόλη, λοιπόν, η οποία παραδόθηκε αμαχητί στους οπλοφόρους σύμμαχους των Ρώσων όταν αποχώρησε η γαλλική φρουρά από αυτήν. Η τελευταία, εγκατέλειψε την πόλη μετά από αίτημα της Δημογεροντίας, που φοβόταν την ολοκληρωτική της καταστροφή, λόγω και των ξύλινων σπιτιών της, εάν γινόταν πεδίο μάχης. Παρά τις απειλές των Γάλλων ότι η ύψωση ρωσικής σημαίας στο Δημαρχείο θα αποτελούσε αιτία βομβαρδισμού της πόλης, όταν αυτό συνέβη δεν πραγματοποίησαν την απειλή τους, ίσως γιατί δεν είχαν εμπρηστικές βόμβες όπως μας πληροφορεί μια πηγή της εποχής:

«οι Φραντζέζοι δεν μπουμπανδάρουν τη Χώρα [πόλη] επειδή δεν έχουν μπάλες φουγάδας».

Το διάστημα της γαλλικής κατοχής ήταν βέβαια πολύ μικρό για να γίνει οποιαδήποτε αλλαγή στην πόλη, να πραγματοποιηθούν δηλαδή δημόσια έργα που θα βελτίωναν την εικόνα της και θα άφηναν το αποτύπωμά τους στον αστικό χάρτη και στις μετέπειτα γενιές. Στην κεντρική της πλατεία, όμως, πραγματοποιήθηκαν πολλές από τις δημόσιες γιορτές των Δημοκρατικών Γάλλων, οι οποίες μέσω της θεατρικότητάς τους λειτουργούσαν ως φορείς κοινωνικών συμβολισμών και νοηματοδοτούσαν τις στοχεύσεις, την ιστορία και τα επιτεύγματα της Επανάστασης ως εργαλείο προόδου. Ας δούμε, όμως, εν συντομία τρεις από αυτές.

Πρώτα, με τον ερχομό των γαλλικών δυνάμεων ο Γάλλος Επιτρόπος Γκες στο Δημαρχείο, το πρώην ενετικό Διοικητήριο δηλαδή που βρισκόταν στην κεντρική πλατεία, έβγαλε πανηγυρικό λόγο στα μέλη της Προσωρινής Διοίκησης  για τη νέα εποχή και στη συνέχεια μίλησε στα Ιταλικά από ένα παράθυρο του κτιρίου, απευθυνόμενος στο συγκεντρωμένο πλήθος των ανθρώπων των κατώτερων τάξεων.

Δεύτερο, στη γιορτή της Δημοκρατίας, με την  παρουσία όλων των κοινωνικών τάξεων, φυτεύτηκε στην πλατεία το Δέντρο της Ελευθερίας, κάηκαν οι τίτλοι ευγένειας και τα σχετικά βιβλία των προνομίων των ευγενών, ενώ γκρεμίστηκε ο κίονας και συντρίφτηκε το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου που βρισκόταν στην κορυφή του, μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα και με μεγάλη συμμετοχή των κατώτερων τάξεων.

Τέλος η τρίτη περίπτωση αφορούσε την κατάληψη της Μάλτας από τα γαλλικά στρατεύματα. Στις 18 Ιουλίου 1798 στη στολισμένη κεντρική πλατεία της πόλης η γαλλική φρουρά «κατέλαβε» ένα ομοίωμα του Κάστρου της Μάλτας υψώνοντας τη γαλλική σημαία και στήνοντας το άγαλμα της ελευθερίας, παρουσία των κατοίκων της πόλης. Ο εορτασμός είχε ξεκινήσει νωρίτερα με έναν κανονιοβολισμό και ρίψη πυροτεχνημάτων. Μετά την «κατάληψη», μια συνταγμένη πομπή διέσχισε όλο το μήκος της στολισμένης για την περίπτωση αγοράς έως τον Άγιο Μηνά και, ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο, επέστρεψε και πάλι στην πλατεία, η οποία φωταγωγήθηκε λαμπρά το βράδυ. Σε αυτήν οι ρεπουμπλικάνοι συνέχισαν τη γιορτή τους εν μέσω ζητωκραυγών και πυροτεχνημάτων, ενώ εντός του Δημαρχείου πραγματοποιούνταν συναυλία ιταλικής μουσικής.

Με την εκδίωξη των Γάλλων ακολούθησε μεταβατική περίοδος κατά την οποία οι Ρωσότουρκοι παλινόρθωσαν τους ευγενείς και επανέφεραν τη βενετική νομοθεσία. Προϊόν των έντονων διαπραγματεύσεων που ακολούθησαν μεταξύ Οθωμανών και Ρώσων, υπήρξε η σύσταση, το 1800, της Επτανήσου Πολιτείας, ενός ημιανεξάρτητου κρατιδίου, που ήταν φόρου υποτελές στην Τουρκία.

Το σύνταγμα της Επτανήσου Πολιτείας έδινε όλες τις εξουσίες στους ευγενείς και η σημαία της —ο βενετικός λέοντας— δήλωνε τη σύνδεσή της με το παλαιό καθεστώς. Πρωτοστάτης στις κινήσεις αυτές υπήρξε ο Βενετός στην καταγωγή κόμης Άγγελος Όριο, κάτοικος Λευκάδας και παντρεμένος με Λευκαδίτισσα. Η Επτάνησος Πολιτεία είχε βραχύ βίο, μόλις 7 ετών, από το 1800 έως το 1807.

Όσον αφορά την πόλη μας, τώρα, κι όπως μας πληροφορεί ο Π. Ροντογιάννης, στα χρόνια της Επτανήσου Πολιτείας επιδιορθώθηκαν το 1803 οι βρύσες που βρισκόταν σε κακή κατάσταση και το ίδιο έτος κατατέθηκαν προτάσεις για μια ευρύτερη εξυγίανση, οι οποίες όμως ποτέ δεν έγιναν πράξη. Το 1804 αποφασίστηκε ο φωτισμός της πόλης με την τοποθέτηση φαναριών και το 1806 η εκβάθυνση του στενού καναλιού που ξεκινούσε από το Κάστρο, ώστε να μπορούν να προσεγγίζουν την πόλη μικρά πλοία, καθώς και η ίδρυση ασύλου για τα νόθα παιδιά. Την ίδια χρονιά λειτούργησε στη Λευκάδα το πρώτο δημόσιο σχολείο, το τριτάξιο Προκαταρκτικό. Η ίδρυσή του, που χρηματοδοτήθηκε με τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων κάποιων μονών, υπήρξε καίριας σημασίας για την ιστορία του τόπου. Σε αυτό δίδαξαν Ελληνικά, Ιταλικά, Λατινικά, θρησκευτικά, φιλοσοφία, ρητορική κ.ά. σπουδαίοι δάσκαλοι και απ’ αυτό αποφοίτησαν μαθητές που έπαιξαν συν τω χρόνω ρόλο στην πολιτική και πολιτιστική ζωή του τόπου. Μελανό σημείο υπήρξε η ανικανότητα της Πολιτείας να εξασφαλίσει κατάλληλο χώρο για διδακτήριο, αλλά και να φροντίσει την καλή διαβίωση των διδασκόντων.

Την περίοδο αυτή σημάδεψαν την ιστορία της πόλης τα γεγονότα της Ονοράδας το 1802 και της πολιορκίας της από τον Αλή Πασά το 1807.

Η Ονοράδα ήταν μια επιτροπή που εκπροσωπούσε τις κατώτερες τάξεις της Κέρκυρας, οι οποίες βρίσκονταν σε επαναστατικό αναβρασμό λόγω του Συντάγματος που παραχωρούσε εκ νέου όλες τις εξουσίες στους ευγενείς και του οποίου απαιτούσαν την κατάργηση. Η Ονοράδα συνέταξε δικό της Σύνταγμα τον Οκτώβριο του 1801 και τον Νοέμβριο ανέλαβε την διακυβέρνηση της Κέρκυρας, εναντιούμενη στις αποφάσεις των «μεγάλων προστατριών δυνάμεων». Οι κάτοικοι της Λευκάδας —πόλης κι εξοχής— που βρίσκονταν σε παρόμοιο αναβρασμό, επιχείρησαν τον Ιανουάριο του 1802 να ακολουθήσουν κι αυτοί το Σύνταγμα της Ονοράδας. Η προσπάθειά τους, όμως, δεν στέφθηκε από επιτυχία, αφού λίγο αργότερα ο αγγλικός στρατός επέβαλε και πάλι τους ευγενείς στην Κέρκυρα, ενώ οι Λευκαδίτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν λόγω της παρουσίας του ρωσικού στόλου στα νερά του νησιού τους και της κοινοποίησης σε αυτούς ενός απειλητικού σουλτανικού φιρμανιού. Ο αναβρασμός όμως αναζωπυρώθηκε τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους, καθώς ένοπλοι χωρικοί εισήλθαν στην πόλη, ενώθηκαν με τους ένοπλους των κατώτερων τάξεων και όλοι μαζί απαίτησαν από τους ευγενείς να τους φέρονται με σεβασμό και να απελευθερώσουν ανθρώπους των τάξεών τους που είχαν φυλακιστεί. Παρ’ ότι οι ευγενείς υποχρεώθηκαν να συμφωνήσουν, και μάλιστα γραπτά, με τους όρους που τους τέθηκαν, η κοινωνική αναταραχή συνεχίστηκε επί μήνες, μέχρι που τελικά επεβλήθη το Σύνταγμα της Επτανήσου Πολιτείας.

Τα παραπάνω, τα παραθέτω εδώ όχι μόνο γιατί αναδεικνύουν τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς της εποχής, αλλά και για να σημειώσω εδώ ένα γεγονός που δεν έχει γραφτεί αλλού: Σε όλες τις εξεγέρσεις των χωρικών από το 1801 έως και το 1935, ανεξάρτητα από την αφορμή, οι κάτοικοι των κατώτερων τάξεων της πόλης, δηλαδή η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού της, στάθηκαν πάντα στο πλευρό των εξεγερμένων. Η στάση τους, μάλιστα, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, εάν ιδωθεί μέσα από το πρίσμα των τεράστιων αντιθέσεων άστεως και υπαίθρου στο Ιόνιο και τη συχνά υποτιμητική συμπεριφορά των κατοίκων των επτανησιακών πόλεων στους χωρικούς, η οποία επέζησε μάλιστα μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.

Η πολιορκία της Λευκάδας από τον Αλή Πασά είναι ένα γεγονός με διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες από την ίδια, λόγω της εμπλοκής του Καποδίστρια ως υποδειγματικού οργανωτή των αμυνόμενων αλλά και ως γεγονός που συνδέθηκε με την επανάσταση του 1821. Ο Αλή Πασάς, που καραδοκούσε επί μια δεκαετία επιδιώκοντας να καταλάβει τη Λευκάδα, συγκέντρωσε τον Γενάρη του 1807 τα στρατεύματά του απέναντι από το νησί κι άρχισε να κατασκευάζει τα φρούρια του Τεκέ και του Αγίου Γεωργίου, καθώς και άλλα μικρότερα οχυρά, ενώ συγχρόνως ναυπηγούσε αποβατικά σκάφη κατάλληλα για τη ρηχή λιμνοθάλασσα. Οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν με συνεχείς βομβαρδισμούς των οχυρών του διαύλου και κυρίως του Αλεξάνδρου, με σκοπό —μετά την καταστροφή τους— να ακολουθήσει απόβαση. Για την άμυνα της πόλης κινητοποιήθηκε σύσσωμος ο πληθυσμός του νησιού, όσο και στρατιώτες της Επτανήσου Πολιτείας αλλά και εθελοντές από τα υπόλοιπα νησιά του Ιονίου καθώς και Ηπειρώτες και Ακαρνάνες οπλαρχηγοί. Το πέρασμα του χρόνου, εντέλει, λειτούργησε αρνητικά για τον Αλή Πασά, ο οποίος τελικά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πολιορκία και η Λευκάδα γλύτωσε από την καταστροφή…

Η κατάσταση πολιορκίας επέδρασε, όπως ήταν φυσικό, στην ψυχική κατάσταση των κατοίκων της πόλης, οι οποίοι βιώσαν τον κίνδυνο με αισθήματα, αγωνίας, τρόμου, ελπίδας αλλά και αποφασιστικότητας. Στα σπίτια τους φιλοξένησαν εθελοντικά ή υποχρεωτικά οπλαρχηγούς, αξιωματούχους και στρατιώτες, επάνδρωσαν τα σημεία άμυνας, δούλεψαν με αυταπάρνηση στα αμυντικά έργα, είδαν στις ικανότητες του Καποδίστρια τη σωτηρία τους και, για μία ακόμη φορά, ανατράπηκε η κοινωνική και οικονομική ζωή τους. Όσον αφορά την πόλη, για την άμυνά της τοποθετήθηκαν στην περιοχή της Ντουγάνας κανονιοστοιχίες, ενώ η περιοχή του Αγίου Μηνά ορίστηκε ως σημείο συγκέντρωσης στρατιωτικών δυνάμεων. Τον Φλεβάρη του 1807, για να προστατευθεί η πόλη από τυχόν επίθεση των Τουρκαλβανών από την πλευρά του κάμπου, διανοίχτηκε μια μεγάλη τάφρος που ξεκινούσε από τη λιμνοθάλασσα και κατέληγε στις Αλυκές (τη σημερινή Μαρίνα), ενώ τότε ανεγέρθηκε και οχυρωματικός περίβολος με κύρια πύλη του αυτήν του Άγιου Μηνά (Porta de la Citta) και μία δευτερεύουσα που βρισκόταν στο ύψος περίπου των σημερινών οδών Βαλαωρίτη και Στράτου (η τελευταία έδωσε και το μικροτοπωνύμιο Μπρούτζι που διατηρήθηκε ως τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες). Η τάφρος παρέμεινε ανοιχτή για μεγάλο μέρος του 19ου αιώνα και μέχρι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, δίνοντας στην περιοχή μεταξύ του Αγίου Μηνά και της λιμνοθάλασσας το τοπωνύμιο Χαντάκι. Η τάφρος έγινε με τον καιρό εστία μόλυνσης κι έμεινε στη μνήμη των φανατικών Μπουρανέλων ως η στιγμή που επιτέλους η πόλη χωρίστηκε από την ύπαιθρο και περιβαλλόταν ολόγυρα από νερό.

Το τέλος της Επτανήσου Πολιτείας έφεραν οι αυτοκρατορικοί Γάλλοι, με την κατάληψη των Επτανήσων ως μέρος των ευρύτερων σχεδιασμών τους για την περιοχή. Στη Λευκάδα έφτασαν τον Νοέμβριο του 1807 και στην κεντρική Πλατεία της πόλης έγιναν οι ανάλογες πανηγυρικές τελετές, όπου εκφωνήθηκαν λόγοι πομπώδεις, όπως και σε κάθε αλλαγή κυρίαρχου. Δεν έμειναν όμως κι αυτοί πολύ και, επίσης, δεν άφησαν κάποιο έργο στην πόλη.

Τον Απρίλιο του 1810 το νησί πέρασε στην κυριαρχία των Άγγλων, μετά την κατάληψη του Κάστρου του τον Απρίλιο του 1810. Οι κάτοικοι της πόλης έγιναν και πάλι, χωρίς τη θέλησή τους, θεατές των πολεμικών γεγονότων της πολιορκίας, που κράτησε έναν περίπου μήνα και, για μια ακόμη φορά, αναστάτωσε την οικονομική και την κοινωνική τους ζωή.

Με την κατάληψη της Κέρκυρας από τους Άγγλους το 1814 και τη συνθήκη των Παρισίων του 1815, τα Επτάνησα ανακηρύχθηκαν ανεξάρτητο Κράτος υπό την Προστασία της Μεγάλης Βρετανίας — μα μόνο τέτοιο δεν υπήρξε.

Το Σύνταγμα του 1817 το συνέταξε ο ίδιος ο Βρετανός Μέγας Λόρδος Αρμοστής που ήταν και ο πραγματικός κυβερνήτης των νησιών. Ο ίδιος διόρισε τους Τοποτηρητές του κάθε νησιού, που με τη σειρά τους ήταν και οι πραγματικοί κυβερνήτες τους.

Με τον ερχομό τους κιόλας, το 1810, οι Βρετανοί διοίκησαν τη Λευκάδα διορίζοντας Προσωρινή Κυβέρνηση και Επαρχιακή Επιτροπή αποτελούμενες από ευγενείς που συνεδρίαζαν υπό την προεδρία του Άγγλου διοικητή, ο οποίος ενέκρινε και τις αποφάσεις τους. Το 1823 η πόλη χωρίζεται από τους Βρετανούς σε 6 «σεστιέρι» και 18 «κοντράδες» και γίνεται απογραφή των οικογενειών της βάσει μιας εικοσάβαθμης οικονομικής κλίμακας χωριζόμενης σε τέσσερις τάξεις. Η απογραφή δείχνει ανάγλυφα την ταξικότατη διάρθρωση της κοινωνικής πυραμίδας, όπου ελάχιστες οικογένειες κατέχουν το σύνολο σχεδόν της οικονομικής και πολιτικής δύναμης.

Η πολυσύνθετη οικονομία της πόλης αντανακλάται στα πολυάριθμα επαγγέλματα με τα οποία απασχολούνται οι κάτοικοί της. Την ίδια περίοδο που σε αυτή καταγράφονται 70 επαγγέλματα στα χωριά καταγράφεται μόνο αυτό του του γεωργού.

Όσον αφορά τη φορεσιά της περιόδου, οι αρχοντικές και μεγαλοαστικές οικογένειες ακολουθούν την τρέχουσα ευρωπαϊκή μόδα, ενώ στις λαϊκές τάξεις οι μεν γυναίκες φορούν τα «ρωμαίικα», που συν τω χρόνω θα γίνουν φορεσιά του γυναικείου πληθυσμού όλου του νησιού, ενώ η πλειοψηφία των ανδρών συνεχίζει να φορά τη χαρακτηριστική λευκαδίτικη βράκα.

Την ίδια χρονιά καταγράφεται προσπάθεια φωτισμού της πόλης και το πρώτο μεγάλο έργο αυτής της περιόδου: Η κατασκευή του παραλιακού κρηπιδώματος, που από το λιμάνι κατέληγε περίπου στο σημερινό Πνευματικό Κέντρο κι αποτέλεσε τον πρόγονο του σημερινού δρόμου της Δυτικής παραλίας.

Στις πρώτες δεκαετίες της Προστασίας κάποιοι από τους οικονομικά ισχυρούς άρχοντες, όπως, π.χ., οι Βαλαωριταίοι το 1817, προχώρησαν με έγκριση των Αρχών και με δικά τους έξοδα στο μπάζωμα ασταθών παραθαλάσσιων εδαφών της πόλης, στα οποία στη συνέχεια ανέγειραν οικοδομήματα.

Τα έργα διάνοιξης της διώρυγας της Λευκάδας ξεκίνησαν το 1818 και η επιπλέον φορολόγηση που επιβλήθηκε για τη χρηματοδότησή τους, έγινε αφορμή ή αιτία για την εξέγερση των χωρικών του 1819, η οποία συγκλόνισε το νησί.

Το χρονικό της εξέγερσης όσο και οι κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές της προεκτάσεις, έχουν ήδη κατατεθεί σε άλλες μελέτες.

Στην πόλη, τώρα, οι ευγενείς προσπάθησαν ανεπιτυχώς να δημιουργήσουν ένα σώμα διακοσίων ανδρών για να προστατευτούν από ενδεχόμενη επίθεση των χωρικών, με τη στρατολόγηση ανθρώπων των κατώτερων τάξεων, δηλαδή ποπολάρων, μα κανείς από τους τελευταίους δεν δέχθηκε να ενταχθεί σε αυτό.

Οι Βρετανοί στρατιώτες έλαβαν θέση μάχης στις οχυρώσεις της πόλης, που βρισκόταν στα σύνορά της με τον κάμπο και τοποθέτησαν κανόνια στην αρχή της Αγοράς, στον Άγιο Μηνά. Οι χωρικοί, μετά από μάχη, κατέλαβαν την κανονιοστοιχία και εισέβαλαν στην πόλη, αναγκάζοντας τόσο την αγγλική φρουρά όσο και τους πανικοβλημένους άρχοντες να καταφύγουν στο κάστρο. Στην πόλη δεν σημειώθηκαν λεηλασίες και καταστροφές, πέρα από τον εμπρησμό ενός μαγαζιού ιδιοκτησίας του Δημογέροντα Γεωργίας, που βρισκόταν στην Αγορά.

Μετά την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης οι Άγγλοι κρέμασαν ως πρωταίτιους δύο ιερείς, τους Θεόκλητο Στραβοσκιάδη και Φίλιππο Κολυβά, καθώς και τους Βασίλειο Πάλμο και Σπύρο Ασπρογέρακα. Τα σώματά τους, αφού τα έκλεισαν σε κλουβιά, τα κρέμασαν προς παραδειγματισμό των κατοίκων στις εισόδους της πόλης.

Η Λευκάδα συμμετείχε ποικιλότροπα στην Επανάσταση του 1821. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω τη συγκέντρωση των οπλαρχηγών και των ντόπιων Φιλικών για τον σχεδιασμό της επανάστασης στην Ανατολική Στερεά, καθώς και την ενίσχυσή των επαναστατημένων με χρήματα, εφόδια και πληροφορίες. Το ίδιο το νησί έγινε καταφύγιο των κυνηγημένων. Με την έναρξή της Επανάστασης, εκατοντάδες Λευκαδίτες διεκπεραιώθηκαν στις τουρκοκρατούμενες περιοχές και πολέμησαν σε μάχες και πολιορκίες. Αρκετοί από αυτούς ήταν κάτοικοι της πόλης, κάποιοι μάλιστα ευγενείς.

Οι Βρετανοί, για να μην διασαλευθούν οι σχέσεις τους με την Οθωμανική αυτοκρατορία, προσπάθησαν με κάθε μέσο να εμποδίσουν τη συμμετοχή των Επτανησίων στην Επανάσταση, κηρύσσοντας στρατιωτικό νόμο και δημεύοντας τις περιουσίες όσων διεκπεραιώνονταν στις επαναστατημένες περιοχές για να πολεμήσουν.

Ειδικότερα, για να εμποδίσουν το πέρασμα επαναστατών και εφοδίων στις απέναντι ακτές, εγκατέστησαν φρουρές στις ακτές της Λευκάδας και παράταξαν κατά μήκος της διώρυγας πλοιάρια με στρατιώτες. Κοντά στις ακτές της Πλαγιάς έστησαν, επίσης, μία αγχόνη στην οποία κρεμούσαν όσους συνελάμβαναν, για παραδειγματισμό τόσο των Λευκαδιτών όσο και των απέναντι συγκεντρωμένων επαναστατών.

Ο αντίκτυπος της επανάστασης υπήρξε μεγάλος σε κάθε τομέα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της πόλης. Στην παραλία έστησαν οι Βρετανοί πολυβόλα, για να χτυπήσουν όποιον αποτολμούσε τη διάσχιση του διαύλου, ενώ κάθε βράδυ συγκέντρωναν όλα τα πλοιάρια και τα μονόξυλα στον περίβολο του Λιμεναρχείου, ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν γι’ αυτό τον σκοπό.

Ο πολέμιος της Επανάστασης Αρμοστής Θωμάς Μέτλαντ πέρασε, μάλιστα, στο τοπικό ιδίωμα της πόλης ως απειλή σε μικρά παιδιά: «φάε να μη σε φάει ο Μέτελας» και ως παράδειγμα κώφευσης σε αιτήματα, «τα παράπονά σου στο Μέτελα»…

Η πόλη, όμως, είχε να αντιμετωπίσει και τον δικό της μόνιμο, μεγάλο εφιάλτη: Τον σεισμό, ο οποίος τη χτύπησε τον Φεβρουάριο του 1820, αφήνοντας πίσω του ερείπια. Οι εκκλησίες και οι πετρόκτιστες οικίες κατέρρευσαν και η κεντρική της πλατεία υπέστη καθίζηση. Μέσα σε 57 ημέρες σημειώθηκαν 424 δονήσεις. Ο σεισμός αυτός θεωρήθηκε από τους κατοίκους ως θεϊκή τιμωρία για τον απαγχονισμό των ιερέων δύο χρόνια νωρίτερα.

Δεν πέρασαν ούτε πέντε χρόνια κι ο σεισμός χτύπησε και πάλι την πόλη τον Ιανουάριο του 1825, μετατρέποντας σε ερείπια το 85% των κτιρίων της. O Άγιος Αθανάσιος δίπλα από τη Μητρόπολη δεν ανοικοδομήθηκε ποτέ και η Άσπιλη Σύλληψη, η εκκλησία των Καθολικών, μεταφέρθηκε στην παραλία της Λευκάδας δίνοντας στην πλατεία τη σημερινή της έκταση. Ο σεισμός αυτός διέγραψε οριστικά από το σώμα της πόλης τα κτίρια της βενετοκρατίας στερώντας μας τις απτές πληροφορίες για την αστική αρχιτεκτονική της περιόδου. Από τον σεισμό κατέπεσε και πάλι η οθωμανική γέφυρα, η οποία εγκαταλείφθηκε οριστικά και ο δρόμος της σταμάτησε να λειτουργεί.

Ο καταστρεπτικός σεισμός οδήγησε τον Τοποτηρητή Τεμπλ να επιβάλλει τοπικό αυστηρό αντισεισμικό κανονισμό και παράλληλα να συντάξει ένα νέο τοπογραφικό σχέδιο με πολλές παρεμβάσεις στον αστικό ιστό, με τις οποίες θα άλλαζε ριζικά προς το καλύτερο τόσο η όψη όσο και η υγιεινή της πόλης. Από τα έργα αυτά πραγματοποιήθηκε συν τω χρόνω μόνο ένα μέρος, λόγω της έλλειψης των απαραίτητων κονδυλίων, αλλά και των αντιδράσεων των οικονομικά και πολιτικά ισχυρών ενάντια σε όσες από τις αλλαγές δεν εξυπηρετούσαν τα δικά τους μικροσυμφέροντα.

Ο αντισεισμικός κανονισμός της Λευκάδας που δημοσιεύθηκε στην Gazzeta delle Isole delli Stati Uniti Jonie το 1827 ανάμεσα σε άλλα απαγόρευσε και την οικοδόμηση πέτρινων τοίχων πέραν του ισογείου. Ας σημειωθεί ότι ήδη από το 1819 οι Λευκαδίτες, όπως και οι υπόλοιποι Επτανήσιοι, δεν μπορούσαν να κάνουν αλλαγές στις οικίες τους ή να χτίσουν νέες χωρίς τη σχετική οικοδομική άδεια των αρμόδιων αρχών που προϋπόθετε την κατάθεση των ανάλογων σχεδίων.

Διαβάστε το Α΄ μέρος : Η πόλη της Λευκάδας / Βυζάντιο – Φραγκοκρατία – Τουρκοκρατία
Διαβάστε το Β΄ μέρος: Η πόλη της Λευκάδας / Βενετοκρατία

Προηγουμενο αρθρο
Παιγνίδια του Ήλιου με τα σύννεφα στον ορίζοντα της Λευκάδας
Επομενο αρθρο
Οι παραλίες της Δυτικής Λευκάδας – Ωδή στο απέραντο γαλάζιο

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.