HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΛευκάδα: Αστική λαογραφία – τοπικότητα. Η ένταξη της αγροτικής στην αστική κουλτούρα

Λευκάδα: Αστική λαογραφία – τοπικότητα. Η ένταξη της αγροτικής στην αστική κουλτούρα

… Μέχρι και τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα περίπου, η ευδιάκριτη κοινω­νική στρωματογραφία της πόλης [της Λευκάδας] συνεπάγεται την αυστηρή ιεράρχηση των κοινωνικών κατηγοριών και τη συνακόλουθη λειτουργία μιας ενδοταξικής επικοινωνίας, με τη δική της εθιμοτυπία σε όλες τις εκφάνσεις των επαγ­γελματικών, κοινωνικών, πνευματικών και πολιτισμικών – ψυχαγωγικών της δραστηριοτήτων.

Όστις έφερεν ξηρόν πίλον-λαιμοδέτην και κολάρα εχαιρετάτο με την φράσιν Αφέντη-Σιορ. Εις τα κέντρα της πόλεως και την Πλατείαν, ουδείς εργάτης εθεάτο. Κέντρα του λαού ήσαν τα μικρό, καφενεδάκια, τα οινοπωλεία και η εξοχή. Εις τας λέσχας εσύχναζον τότε οι αφεντάδες, οι οποίοι έπαιξον μπιλιάρδο, χαρ­τιά, τάβλι και σκάκι. Εις τας οικίας των αφεντάδων δις ή τρις της εβδομάδος και εκ περιτροπής εδίδοντο απρέ μιντί, Ζουρ-Φιξ, Εσπερίδες, Παννυχίδες και πλήθος άλλων διασκεδάσεων. Εν τη πλατεία κέντρον της Αρχοντιάς ήτο το ζαχαροπλαστείον αδελφών Καταπόδη, και εν τη εξοχή το καφενείον του Ανδρέα Ματαράγκα ή Μπερκετέλη. Πας αποκτών περιουσίαν ή χρήματα απέκτα το ει­σιτήριον εισαγωγής του εις την αφεντοκρατικήν οικογένειαν επιλεγόμενος υπό του λαού «νεόπλουτος».

Εις τας εκφοράς νεκρών εκ της τάξεως του λαού, σπανίως ηκολούθουν αφε­ντάδες. Εις δε τας εκφοράς πλουσίων νεκρών έβλεπέ τις κύμα ολόκληρον από ψηλά καπέλα να τας συνοδεύουν. Ο λαός έλεγε: Οι ψηλοκαπελαδούρες συνο­δεύουν τον όμοιόν τω. (Π. Θ. Κουνιάκης, Η σύγχρονος Λεύκάς .)

Τα δυτικά ήθη και η δυτικότροπη κουλτούρα της πόλης -στον αντίποδα της αγροτικής κουλτούρας της υπαίθρου- κληροδοτούνται στον πληθυσμό από τα χρόνια της Ενετοκρατίας και της Αγγλικής Κυριαρχίας στη συνέχεια, διαμορφώνουν την κοινωνική και πολιτισμική φυσιογνωμία του χώρου, επηρεάζουν όλες τις εκφάνσεις της ζωής – τους τρόπους ψυχαγωγίας ιδιαί­τερα. Παράλληλα, μορφοποιούν και την ιδιαίτερη ανθρωπολογική σύστα­ση του κατοίκου της πόλης, σε αντίθεση και διαχρονική αντιπαλότητα με το χωρικό της υπαίθρου.

Αυτή τη βαθιά αντίθεση ανάμεσα στις δύο διαφορετικές δημογραφικές και ανθρωπολογικές οντότητες στη Λευκάδα παρακολουθούμε τόσο στην κα­θημερινή μεταξύ τους συνάφεια, ως αίσθημα αμοιβαίας περιφρόνησης και εχθρότητας των μεν προς τους δε -στην ακραία του εκδοχή εκδηλώνεται με εγκληματικές πράξεις-, όσο και στη σατιρική τους αποτύπωση, καθώς ο σα­τιρικός λόγος αναπαράγει και αποδομεί σε μια μορφή γκροτέσκας ηθογρα­φικής χαρακτηρολογίας την πραγματική τους φύση.

Ταυτόχρονα, ανιχνεύεται μια πολιτισμική σύγκλιση ανάμεσα στα ανώτερα και στα λαϊκά στρώματα-που λειτουργούν σε πλήρη αντίθεση με τα αγροτι­κά- και μια διαταξική εγγύτητα σε ό,τι αφορά τις μορφές ψυχαγωγίας, τα μουσικά ακούσματα, τους ευρωπαϊκούς χορούς, το θέατρο, τον κινηματο­γράφο μεταγενέστερα, οπότε και επέρχεται αργά -κυρίως μετά τον πόλεμο- ο σταδιακός εκδημοκρατισμός της ζωής.

Παρόλο που λειτουργούν αυστηρά τα ενδοταξικά στεγανά, εντούτοις η δυτική κουλτούρα πρώιμα έχει διεισδύσει και έχει επηρεάσει την έκφραση της κοινωνικότητας των λαϊκών στρωμάτων, όπως και τις ανθρωπολογικές και τις αξιακές τους ποιότητες. Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα:  είχαν ιδρυθεί χορευτικά κέντρα και οικογενειακά γκρουπ, ένθα εδιδάσκοντο οι τότε ευρωπαϊκοί χοροί Πόλκα, Μαζούρκα, Πα-ντε-κατρ, Πα-ντε-Πατινέρ, Πα-ντε-Σπαν. Το αγαπητό «Μποστόν», τετράχορδα, Λάνσερ, Κοντιζιόν. Τοιαύτα κέντρα διηύθυναν ο Κ. Τούμπας, ο ζωγράφος, ο Ιωάννης Κομηνιώτης και άλλοι και η χορομανία είχε κατακτήσει όλους και όλας εν Λευκάδι επί σει­ράν ετών.

Οι χώροι ψυχαγωγίας, ωστόσο, της ανώτερης τάξης, σε μια ενδοταξική, διαφυλική επικοινωνία παραμένουν στεγανοί, τα αρχοντικά, οι εξοχικές επαύλεις, οι Λέσχες:

Π. Θ. Κουνιάκης,  αναφέρει ότι το χορό στις λαϊκές τάξεις είχε εισαγάγει ο εκ Ζακύνθου χωροφύλαξ Αναστάσιος Ζωγράφος και ο Κωνσταντίνος Τού­μπας. Ίδρυσαν, όπως φαίνεται, και κέντρα χορού στις αρχές του αιώνα και δίδασκαν τους ευρωπαϊκούς χορούς οι: Κ. Τούμπας, Α. Ζωγράφος, Ιωάννης Λαυράνος, Παύλος Κομη­νιώτης, Κουλκουνιώτης κ.ά

 Εξοχικές επαύλεις διατηρούσαν έξω από την πόλη οι οικογένειες: Σέρβου, Μαχαιρά, Τσαρλαμπά (Ευαγγέλου και Σπύρου), Σπυρίδωνος Σταύρου, Σταματόπουλου, Βαλαωρίτου, Πέτρου Σικελιανού, Αγγέλου Καλ- κάνη, Ευσταθίου Τρύφου, Σουμίλα, Θωμά Βεντούρα, Βερυκίου, Σουλαϊδόπουλου, Καρί- νταβα, Σκιαδαρέση, Γιαλινά, Πέτρου Δετζώρτζη, Ψυλλιανού, Ζουλίνου, Καλογερά, Πή- λικα, Σπυρ. Πολίτη, Ν. Καρύδη κ.ά.

Η μετοχική λέσχη «Ομόνοια» ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και στεγάστηκε αρχικά στην οικία Θεριανού, αργότερα στο οίκημα Π. Θερμού, στην Κεντρική Πλατεία. Η λέσχη του Κατωπόδη, εντευκτήριο των Βαλαωριτικών, και η «Συγκομιδή» των φίλων του Σέρβου -Τσαρλαμπά.

Στα παραπάνω, υπάρχει μία εξαίρεση: οι μέρες της Αποκριάς. Στις λαμπρές χοροεσπερίδες των αρχοντικών και αστικών οικογενειών, οι πόρτες των εύ­πορων σπιτιών τους είναι ανοιχτές στους προσωπιδοφόρους «Μασκαράδες» των λαϊκών συνοικιών, που διασκεδάζουν αφάνταστα τους συνδαιτημόνες με το σατιρικό, ευφυολόγο πνεύμα τους και τις γκροτέσκ αμφιέσεις τους – στον αντίποδα της αναπαραστατικής δικής τους δεύτερης αριστοκρατικότητας.

Οι αφεντάδες ήνοιγον διάπλατα τας αιθούσας των, διέθετον όργανα (κλειδο- κύμβαλον, έγχορδα) και εδέχοντο τους προσωπιδοφόρους «Μασκαράδες» ους επεριποιούντο ποικιλοτρόπως. Έκαστος ηδύνατο τότε να διασκεδάση ολό­κληρον την νύκτα, χορεύων, πίνων, τρώγων γλυκίσματα… Οι οικοδεσπόται και αι οικοδέσποιναι των αρχοντικών οικογενειών εθεώρουν τιμήν των να δέχωνται και να περιποιώνται τον λαόν. Ο λαός διά παραστάσεων, εικόνων, αρ­χαίων γάμων, μορφών, τύπων και άλλων απομιμήσεων προσήρχετο εις τα «σαλόνια» και διεσκέδαζεμέχρι πρωίας. [Βλ. Π. Κοντομίχη, Το Νεοελληνικό Θέατρο στη Λευκάδα (1800-1990), ό.π., σ. 142-143).

Π. Θ. Κουνιάκης, ό.π., σ. 34. Επίσης, Δ. Μαλακάσης, «Το Λευκαδίτικο Καρναβάλι απ’ το 1880 μέχρι το 1939», εφ. Λευκαδίτικες Σελίδες, αρ. φ. 10,26 Μαρτίου 1962· Σ. Βρεττός, «Λαϊκό θέατρο στη Λευκάδα – Κωμικά δρώμενα», Πρακτικά Α’ Συμποσίου Εταιρείας Λευκαδικων Μελετων, Αθηνα,1997]

Τα μέλη των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων -που κάποτε φοιτούσαν στη Φι­λαρμονική για να μάθουν κάποιο όργανο- δεν εμφανίζονταν ποτέ με τη Φιλαρμονική να παίξουν σε υπαίθριο χώρο για το κοινό. Μόνο στις «Εσπερίδες» της Φιλαρμονικής ή της λέσχης «Ομόνοια», όπου έπαιζαν μόνο τα ευγενή όργανα της τάξης τους πιάνο και βιολί. Για τα πιο «λαϊκά» όργανα, κλαρίνο, κορνέτα, τρομπόνι, φλάουτο, μαντολίνο, κιθά­ρα, βιολοντσέλο, καλούνταν στις «Εσπερίδες» νέοι των λαϊκότερων τάξεων που έπαιζαν αυτά τα όργανα και συμπλήρωναν την ορχήστρα της μουσικοχορευτικής βραδιάς. [Π. Κοντομίχη, το Νεολελληνικο Θεατρο στη Λευκαδα (1800-1990)]

Αυτές τις -εθιμικά επαναλαμβανόμενες- χειρονομίες, που σβήνουν την επόμενη μέρα με το τέλος της γιορτής, φαίνεται να συντηρεί η αναζήτηση στη φύση και στην «απλή» λαϊκή πραγματικότητα. Άλλωστε, η ζωή των αρχοντικών και αστικών οικογενειών στις εξοχικές επαύλεις περιβάλλεται από τη διαρκή εμπειρία αλληλοδιείσδυσης του ανθρώπου και της φύσης, μια εμπειρία που τη βιώνουν καλλιτεχνικά μέσω της ευρωπαϊκής ποίησης και της μουσικής .  

Παράλληλα, μετέχουν στην ευωχία των υλικών αγαθών, των ειδών διατρο­φής που κατακλύζουν τα αγορεία της πόλης, με γνωστότερο τον «Μάρκά» όπου συντίθεται και η κοινωνικότητα μιας διαταξικής επικοινωνίας της αγοράς: η συμπληρωματική συνάντηση παραγωγού – καταναλωτή. Όψεις της λαϊκής ζωής και της λαϊκής ανθρωπολογίας: ευφυολόγοι έμποροι, ευρη­ματικοί διαφημιστές της πραμάτειας τους, χαρισματικοί στην κοινωνικότητά τους «κουμπάροι» και «συμπεθέρες» συναντώνται με ευγενείς ευπατρί­δες, αστούς καλοπορεμένους και λαϊκούς προμηθευτές των φτωχών νοικο­κυριών τους, χωρικοί με ντόπιους, ψηφοφόροι με ισχυρούς πολιτευτές.

Εις το αγορείον αυτό καθ’ εκάστην πρωίαν συνέρρεον όλοι σχεδόν οι ευπατρίδαι του άστεως διά να ψωνίσουν τα τρόφιμά των. Και πράγματι η εποχή εκείνη υπήρξεν ασύγκριτος. Κρεάτων πλήθος, όγκοι ιχθύων εκλεκτών, κόφινοι πλή­ρεις οπωρικών, δέομαι λαχανικών παντός είδους, και πυραμίδες εσπεριδοειδών και άλλων κηπευτικών προϊόντων εν πλησμονή προσήλκυον εκεί τους λουκούλους… Μόσχοι σιτευτοί, βόες παχείς, αμνοί λευκάζοντες και τρυφεροί, τσιπούρες, λιθρίνια, γόφοι, λαύρακες, κοκκινόγοφοι, φαγκριά, μελανούρες, κολεοί, στράδια και πλήθος άλλων ιχθύων εξετίθεντο εκεί και εκορέννυτο ο οφθαλμός να βλέπη ύλην εκείνην την αφθονίαν και την ποικιλίαν των οψωνίων, αλλά συγχρόνως και τας παραστατικός μορφάς των τότε φαγάδων, τον αρειμάνιον Πέτρον Δετζώρτζην, ευπατρίδην, τον Άγγελον Σουλαϊδόπουλον, τον Σπυρίδωνα Άτσαν, αλλά και τους ευπαρουσιάστους κρεοπώλας, τον Σαράντην Βλάχον ή Παππάν, το γέρο Αναστάση τον Μπαλωμένο, το γέρο Γαρουφαλή, τον Μιχαήλ Χάρτη, το γέρο Φρεμεντίτη, χαριεντιζόμενους με τους αφεντάδες για το κοσέτο νεφραμιά, καπάκι, ψαρονέφρι, φάλτζες πριτζόλες, κοντοπλεύρια, καφά…( Π. Θ. Κουνιάκης).

Όψεις της ευμάρειας των ανώτερων στρωμάτων αναδεικνυουν -εκτός από την εξευρωπαϊσμένη κουζίνα τους- και τα αντικείμενα της καθημερινής ζωής και των μεγάλων, επίσημων ημερών τους, που ενέχουν το χαρακτήρα του κοσμοπολιτισμού και των διαπολιτισμικών εμπειριών των κατόχων τους: έπιπλα, μικροαντικείμενα – μπιμπελό, είδη ένδυσης, σκεύη, κοσμή­ματα και τιμαλφή….

Ο πολεοδομικός σχεδιασμός της πόλης, οι ελεύθεροι κοινόχρηστοι χώροι, πλατείες, πάρκα, ανθώνες -παρά την ταξική τους ιδιαιτερότητα και τις  ασυμμετρίες που φιλοξενούν-, αναδεικνύουν, εντούτοις, την πολιτισμική – ανθρωπογεωγραφική της ανάγνωση. Μουσικές και ποιητικές βραδιές και διοργανώσεις χορευτικές στον Ανθώνα της παραλίας και στον Ανθώνα προ του Νοσοκομείου, θεάματα και ακροάματα καταρχήν προορίζονται για τα ανώτερα στρώματα της πόλης, ενώ ο λαός παρακολουθεί όρθιος και από απόσταση. Σταδιακά, μέσω της Φιλαρμονικής και της φιλολαϊκής πολι­τικής τοπικών πολιτευτών, και καθώς απομακρυνόμαστε από τον 19ο αιώ­να, θα επέλθει διεύρυνση προς τα λαϊκότερα στρώματα, που με σεβασμό και προσήλωση θα μετέχουν στις μουσικές χορευτικές εκδηλώσεις.

αριστερά το Μποσκέτο

Μουσική έξαρση σημειώνεται όταν το 1894 προσλαμβάνεται ως Αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής ο Ιταλός Φραγκίσκο Νικολίνι. Έπαιζε βιολί και παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές όλων των κοινωνικών βαθμιδών, στο πιάνο, φλάουτο, βιολί, μαντο­λίνο, κιθάρα. Διοργάνωνε λαμπρές ενετικές γιορτές και συναυλίες, στον Ανθώνα της Παραλίας, στην Κουζούντελη.

Ο Π. Θ. Κουνιάκης αναφέρεται σε εκδήλωση στο Μποσκέτο «μίαν αλησμόνητον φωτόλουστον παννυχίδα προ χιλίων ακροατών», όπου ο Νικολίνι από ένα δέντρο εμιμούνταν το αηδόνι με το βιολί του. Ο ίδιος είχε γράψει και τον ύμνο της Φιλαρμονικής (Βλ. Π. Θ. Κουνιάκη)

Φαίνεται ότι ο Νικολίνι ήρθε ξανά στη Λευκάδα ως Αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής το 1903, οπότε και έγινε στο δημαρχείο μεγάλη χοροεσπερίδα. Οι αρχόντοι παραβρέθηκαν «en frac»  Μεγάλη επιτυχία είχε η πόλκα του Νικολίνι «Penelopa», αφιερωμένη στην πιανί­στα δίδα Πηνελόπη Στεφανίτση (πρώτη εξαδέλφη του Αγγέλου Σικελιανού), κόρη του δικηγόρου Γεωργίου Στεφανίτση. (Βλ. Α. Π. Φίλιππα).

Στα υπαίθρια θεάματα (στον Δημοτικό Ανθώνα – το Μποσκέτο της Πα­ραλίας, στον μεταγενέστερο Ανθώνα της «Καινούριας Χώρας», στην Κε­ντρική Πλατεία), ο λαός παρακολουθούσε για πολλές δεκαετίες -όρθιος τις περισσότερες φορές- τα μουσικά ακροάματα της Φιλαρμονικής: Καβαλλερία Ρονστικάνα, Ισπανική ραψωδία, Τζιοκόντα, Αΐντα, Εσθήρ, Παληάτσοι, Λουγκρέτσια κ.λπ., και από τα «καταπεπτωκότα» πολιτισμικά προϊόντα των ανώτερων στρωμάτων καλλιεργούσε τη δική του λαϊκή ευαισθησία στην τέ­χνη: η μύηση ήταν εκπληκτική, καθώς έφτανε μέχρι του σημείου να απο­στηθίζει ολόκληρα αποσπάσματα από όπερες και να τα τραγουδάει στη δου­λειά του.

Ανθώνας

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του γιατρού Ευσταθίου Βερροιώτη, ο οποίος εκλέχτηκε δήμαρχος Λευκαδίων από το 1899-1903 και από το 1903-1907. Ο Π. Θ. Κου­νιάκης σημειώνει: «Η πρώτη δημοτική περίοδος του Βερροιώτη εσημείωσε διά την πόλιν της Λευκάδος έκδηλον την τάσιν της εκλαϊκεύσεως των αξιωμάτων. Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου εξελέγη ο υποδηματοποιός Σταύρος Κυπριώτης και εις την δευτέραν ο Φίλιππος Καββαδίας, οινέμπορος. Κατά τας απόκρεω του 1897 ο Βερροιώτης διοργάνωσε τον πρώτον δημόσιον λαϊκόν μάλλον χορόν εις τας αιθούσας του Δημαρχείου… Γυναικούλες του λαού και πλήθη άλλα πολιτών εθεώντο τα γενόμενα…».

Και ο Τ. Λ. Μαμαλούκας γράφει για τα κουρεία και τους κουρείς της εποχής: «Τα πα­λιά κουρεία ήτανε και καλλιτεχνικά στέκια της εποχής. Σ’ αυτά πρωτοφάνηκε στη Λευ­κάδα το… μπουζούκι. Οι κουρείς της εποχής εκείνης παίζανε το μπουζούκι από μεράκι, όπως παίζανε κι άλλα όργανα, κιθάρα, φυσαρμόνικα, μανδολίνο κι αρμόνιο. Με συνο­δεία των οργάνων τους τραγουδούσανε αναλόγως από αμανέδες, ταξίμια και γιαρέλια, μέχρι ερωτικά τραγούδια, καντάδες, ακόμα και όπερες. Ονομαστοί μπουζουξήδες ήταν ο Μηνάς ο Ραπανής, ο Σπύρος ο Κοκίνης, ο Κώστας ο Κανιός. Ο Ρόμπολας έπαιζε φυσαρ­μόνικα ενώ τον συνόδευε ο Αργελάκιας, μ’ ένα σιδερένιο τρίγωνο που χτυπούσε με μια σιδερένια βέργα. Μάλιστα ο Κανιός με το μπουζούκι του ακομπανιάριζε τη γυναίκα του, που τραγουδούσε υπέροχα». (Βλ. Τ. Λ. Μαμαλούκα, Λαογραφικά της Λευκάδας),

Τομή στην πολιτισμική πραγματικότητα των Λευκαδίων, τόσο από την άπο­ψη του περιεχομένου και της προέλευσης των θεαμάτων – ακροαμάτων όσο και από την άποψη της διαταξικής επικοινωνίας, θα αποτελέσει η ίδρυση του «Πανεργατικού Κέντρου» το 1912 και η δημιουργία από αυτό του «Ομίλου Ερασιτεχνών» «προς ψυχαγωγίαν των μελών του». Υποχωρεί το δυτικό ρεπερτόριο με τα ιταλικά μελοδράματα, τα οποία παρακολουθούν   από τον προηγούμενο αιώνα στην ιταλική γλώσσα τα αρχοντικά στρώματα, για να παραχωρήσουν τη θέση τους σε λαϊκότερες και εθνικού περιεχομέ­νου παραστάσεις, που φιλοξενεί το Δημοτικό Θέατρο: Εσμέ, Τόσκα, Κυρά- Φροσύνη του Βαλαωρίτη, Χριστίνα του Σ. Ζαμπελίου, Γαλάτεια του Βασιλειάδη · και κωμωδίες: Ζητείται υπηρέτης, Μαύρη παρηγοριά, Σιδηρουργός – στο  τε­λευταίο είχε λάβει μέρος ο γερο-σιδηρουργός Γιάννης Αναπολιτάνος ή Μπριέλας.

Η συμμετοχή του κόσμου σ’ αυτές -στις οποίες πρωταγωνιστούν και γυναί­κες- υπήρξε πρωτοφανής. Προσήρχετο αθρόα η πόλις εν συναγερμώ. Τις πα­ραστάσεις αυτές εποίκιλαν και με κινηματογραφικές προβολες -θα γράψει ο Π. Κοντομίχης- και ο φτωχόκοσμος της πόλης διασκέδαζε συν γυναιξί και τέκνοις με εισιτήριο 50 λεπτών.

Στους ίδιους χώρους πραγματοποιούνται και λαϊκότερα θεάματα και η συμ­μετοχή των λαϊκών στρωμάτων είναι μαζική: Ιπποδρομίες, που πραγματο­ποιούσαν ιταλικοί θίασοι διερχόμενοι από τη Λευκάδα – «Ιπποδρόμια και βαριετέ Γερμανίδων με σχοινοβάτας και άλλας θεαματικός εμφανίσεις», Θέατρο Σκιών. Το θέατρο θα εξακολουθήσει, ωστόσο, να συνιστά την πε­ρισσότερο προσφιλή μορφή ψυχαγωγίας των κατοίκων της πόλης μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Π. Κοντομίχης:  Παραστάσεις ιπποδρομιών γίνονταν και μέσα στο «Γυμναστήριον» του Γυμνασίου, κοντά στο Δημοτικό Θέατρο, αναφέρει ο Π. Κοντομί­χης. Υπαίθριες παραστάσεις, εκτός από τις πλατείες και τους ανθώνες, γίνονταν και στον περίβολο των αποθηκών των αδελφών Μαυροειδή και στον περίβολο του σπιτιού του Μηνά Λουπέτη.

Π. Θ. Κουνιάκης, Αρχές του αιώνα, το 1903, άφησε εποχή το πέρασμα από την πόλη της Λευκάδας του παλαιστή Παναγή Κουταλιανού. «Κατά το έτος τούτο (1903) επεσκέφθη την πόλιν της Λευκάδος ο Παναγής Κουταλιανός, παλαιστής και παγκοσμίου φήμης γίγας Έλλην. Εις το μικρό θεατράκι της πόλεώς μας έδωσε τρεις παραστάσεις άρσεως βαρών – θλάσεως σιδηρών ελασμάτων εις τους μυς των χειρών και εκπυρσοκρότησιν πυροβόλου τοποθετούμενου επί του ώμου αυ­τού.

Το Δημοτικό Θέατρο Λευκάδας στα 1905, όπως απεικονίσθηκε σε φωτογραφία της εποχής εκείνης. Δεξιά, όπως δείχνει το βέλος, είναι το Θέατρο -πίσω του, το παλαιό Γυμνάσιο – αριστερά, σπίτια της «Καινούριας Χώρας»

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σημαντική είναι η θεατρική δραστηριοποίηση του «Ορφέα». Το 1949 ανέβασε το θεατρικό σκετς του Σπύρου Φίλιππα-Πανάγου Σεισμός και ανοικοδόμηση,  το 1951 τη Δράκαινα του Δημήτρη Μπόγρη· το 1953 απόσπασμα από την Κυρά-Φροσύνη του Α. Βαλαωρίτη· στις 25 Μαρτίου του 1953 τον Υψηλάντη του Βασιλειάδη· το 1954 τον Χορό του Ζαλόγγου, όπου πρωταγωνίστησαν οι Ηλίας Λογοθέτης και Πί­τσα Παπακωνσταντίνου, μαθητές τότε του Γυμνασίου κ.λπ.

 (Γ. Φ. Περδικάρη). και Π. Κοντομίχη, Το Νεοελληνικό Θέατρο στη Λευκάδα,

Στη θεατρική αγωγή του λαού της Λευκάδας σημαντική είναι και η προσφορά του Γυμνασίου Λευκά­δας, με τις θεατρικές παραστάσεις που διοργάνωνε. Αξίζει να αναφερθεί η παράσταση του 1926, στη «Λέσχη» της Πλατείας, με το έργο Υψηλάντης του Βασιλειάδη και πρωτα­γωνιστές τον Νίκο Σβορώνο στο ρόλο του Υψηλάντη και τον Παναγή Λεκατσά στο ρόλο του Καποδίστρια. Το 1948 η παράσταση του έργου Παπαφλέσσας του Σπ. Μελά, με την εντυπωσιακή ερμηνεία της Τζένης Τζεβελέκη στο ρόλο της Μαντώς Μαυρογένους.

Το λαϊκό κοινό μετέχει πάντοτε συναισθηματικά στα δρώμενα, ταυτίζε­ται με τους ήρωες και τα πάθη τους, ενώ παράγει, εγκιβωτίζοντας ενεργητι­κά στα δρώμενα, δευτερογενείς θεατρικές δράσεις:

 Μίαν νύκτα, ότε εδιδάσκετο από σκηνής το δράμα «Ο Άγγελος Τύραννος τον Παταυΐου», σε κάποια πολύ επιτυχημένη τραγική σκηνή, καθ’ ην ο θαλαμηπό­λος του προδιδομένον συζύγου δωροδοκημένος εισήρχετο να προσφέρη ύδωρ εις τον ασθενούντα αυθέντην του, ρίπτων συγχρόνως σκενασίαν δηλητηρίου εντός του ύδατος και εγένετο αντιληπτός, εξηφανίσθη ο εις το Α’ θεωρείον ευ­ρισκόμενος Θεόδωρος Θερμός εφώναξε: «Πιάστε τον, πιάστε τον!διότι έκαμε έγκλημα!», και κατά την παράσταση του έργου «Η Γκόλφω» του Περεσιάδη καθ’ ην στιγμήν ώρμησεν ο ηθοποιός Οθωμανός να απαγάγη την Γκόλφω διά να την εξισλαμίση, ο θεατής μάγειρος Νικόλαος εξεσφενδόνισε τεράστιον λί­θον κατά του απαγωγέως νομίσας ως πραγματικά τα συμβαίνοντα. Ευτυχώς ηστόχησεν ο λίθος και η απόπειρα του Νικόλα φωνάζοντος «παλιόσκυλε» κ.λπ. διεσκεδάσθη…

 Άλλο περιστατικό αναφέρει, επίσης, ο Π. Θ. Κου­νιάκης με την προβολή ταινίας που είχε θέμα τον Ισπανοαμερικανικό πόλεμο: «Προ­βλήθηκαν διάφορα κινηματογραφικά έργα και τα γεγονότα του Ισπανοαμερικανικού πο­λέμου και την καταστροφήν του Θερβέρα, κατά δε την παράστασιν ταύτην, εν ώρα σκό­τους, έθραυσαν την μεσημβρινήν θύραν του θεάτρου πλείστοι τσαμπατζήδες και εισώρ- μησαν εις την αίθουσαν: εκ του θορύβου ήναψε τα φώτα ο κινηματογραφιστής και ιδών αυτούς η ρώτησε: Ποιοι είναι αυτοί; Τω εδόθη η απάντησις: Πρόσφυγες εξ Ισπανίας!».

Ψυχαγωγικές στιγμές, ωστόσο, προσφέρουν στα λαϊκά στρώματα και ποικί­λες εθιμικές εκδηλώσεις (πανηγύρια, τ’ Άη Γιαννιού τα Λάμπαρδα), εκδη­λώσεις της κοινωνικής ζωής -γάμοι, βαφτίσια κ.λπ.- όταν ιδιαίτερα τροφοδοτούν το σε κάθε περίσταση αυθόρμητα εκδηλούμενο σατιρικό πνεύμα τους. Πρόκειται για την «πράξη» μιας ιδιαίτερης ανθρωπολογίας, όπου η σάτιρα επιτίθεται ως μηχανισμός γέλιου ανελέητος στην ενδοταξική του, προπάντων, λειτουργία:

 Μίαν νύκτα εις τον ναόν Αγίου Δημητρίου της πόλεως Λευκάδος ετελούντο οι ευτυχείς γόμοι ενός φτωχού παπλωματά… Ολόκληρος σχεδόν η πόλις είχε συρρεύσει εις τον ναόν, όχι βέβαια από ενδιαφέρον, αλλά από διασκέδασι… Τα ουρλιάσματα και ο γενόμενος θόρυβος των παρανύμφων εκάλυπτον την φωνήν του ιερέως, και καθ’ ην στιγμήν ήρχισαν οι νυμφίοι τον χορόν του μεγαλοφωνοτάτου Ησαΐου, εξέσπασε μία θύελλα φωνών, ποδοκροτημάτων, αντί μυριό­στομων ευχών εκ μέρους του πλήθους. Μαινόμενον το πλήθος συνόδευε τους νυμφίους εις τον οίκον του γαμβρού. Διήρχοντο μίαν του άστεως οδόν εις την οποίαν η Δημοτική Αργή είχε ρίψει ολόκληρα κάρρα χαλιά από το Βάρδα. Και οι συνοδεύοντες εχρησιμοποίησαν τον χαλιάν για κομφέτα και κατά φουχτιές, εξαπέλυον επί των κεφαλών των νεονύμφων. Μια φούχτα χαλιά έπεσεν εις το καλλιμαύχειον του πρεσβύτου ιερέως!… Και εις τας φωνάς του ιερέως επενέβη ο ακολουθών διά την τάξιν παιδονόμος. Π. Θ. Κου­νιάκης.

Όλο τον 19ο και έως την τρίτη περίπου δεκαετία του 20ού αιώνα, η πόλη υψώ­νει τα διαταξικά τείχη της ανάμεσα στα αρχοντικά, τα ανώτερα αστικά, μετέπειτα, στρώματα και τα λαϊκά. Στις πνευματικές, πολιτιστικές, κοινωνικές και ψυχαγωγικές τους ανάγκες οι πρώτοι έχουν απόλυτη, σχεδόν, αυτοτέλεια, την οποία ασκούν είτε σε μια στεγανή ενδοοικιακή κοινωνικότητα -τα σπίτια τους είναι ανοιχτά σε κάθε ενδοταξική κοσμικότητα-, σε ταξικά διαρθρωμέ­νες υποδομές (λέσχες), είτε σε κλειστούς και υπαίθριους χώρους, όπου λει­τουργεί το «άβατον» για τις λαϊκές τάξεις. Οι λαϊκές τάξεις μετέχουν στο πε­ριθώριο των δρώμενων.

Μετάβαση σε μια άλλη πραγματικότητα-κοινωνι­κή, οικονομική, πολιτιστική-θα φέρει το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ο τραγικός επίλογος του ελληνικού Εμφυλίου. Η πανελλήνια δημογραφική αναστάτωση -μαζικές μετακινήσεις του αγροτικού πληθυσμού προς τις πό­λεις της ενδοχώρας και τα μεγάλα αστικά συγκροτήματα του εξωτερικού θα πλήξει και τη Λευκάδα. Τα χωριά, ιδιαίτερα στα μεσόγεια και ορεινά ση­μεία του νησιού, θα γνωρίσουν μια προϊούσα δημογραφική αποψίλωση, κα­θώς η μεταπολεμική ανασυγκρότηση αναδιατάσσει τις δομές και τα υπάρ­χοντα ανθρωπογεωγραφικά συστήματα.

Η πόλη της Λευκάδας θα δεχτεί τη δυναμική τώρα «επίθεση» του λευκαδίτικου χωριού, με τη ζωτικότητα, ωστόσο, και την εσωτερικευμένη διάθεση της παρέμβασης στον κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό της χάρτη. Η διαχρονία της δημογραφικής – ανθρωπολογικής αντιπαλότητας χωριού – πόλεως αναγιγνώσκεται στην κοινωνιολογικά φορτισμένη επωνυμία αυτής της συγκυρίας, που καταγρά­φεται στην τοπική της εκδοχή ως «Η κάθοδος των Κάφρων».

 Κύμα αγορα­πωλησιών κτημάτων και σπιτιών, με αγοραστές τους νεόφερτους στην πόλη χωρικούς, μορφοποιούν τον νέο κοινωνικό και δημογραφικό χάρτη της πό­λης, έχοντας ταυτόχρονα -από τη δεκαετία του ’50 και μετά- μορφοποιήσει και τις προϋποθέσεις μιας γενικότερης κοινωνικής συνδιαλλαγής. Η έντα­ξη του σφριγηλού αγροτικού πληθυσμού στην πόλη της Λευκάδας, η παρέμ­βασή του στις εμποροοικονομικές της δραστηριότητες -ο Άγιος Μηνάς εί­ναι το οικονομικό κέντρο ανάδυσης της νέας κοινωνικής τάξης εμπόρων λαδιού με διευρυμένο κύκλο δραστηριοτήτων σε ολόκληρη την επικρά­τεια- επιβάλλει και μια νέα «τάξη» πολιτισμικών ποιοτήτων και χαρακτη­ριστικών στη ζωή και τις πολιτισμικές εκφράσεις της πόλης,  ενώ ταυτό­χρονα εγκαταλείπει το χωριό στη νοσταλγική ανάκληση του μοναχικού μο­νόλογου.

Οι ηλικιωμένοι καταθέτουν στις προφορικές τους ιστορίες απομνημειωμένη τη ζωή και τα «σημεία» της, και δέχονται από τη δεκαετία του 70 και μετά τις βραχύβιες επιστροφές των ξενιτεμένων κατοίκων τους. Τότε, θα γεννηθεί ο «folklorismus» – η θεατροποιημένη αναπαράσταση της παραδοσιακής ζωής, καθώς η εθιμική τους τελετουργία συμφιλιώνει τώ­ρα το συναισθηματισμό του ιδανικευμένου αγροτικού παρελθόντος… Πολιτιστικοί σύλλογοι των χωριών εγκιβωτίζουν και αναπαρά­γουν -πόσο αυθεντικά;- το ένυλο περιεχόμενο των αγροτικών εκδηλώσεων: στη δουλειά, στη διασκέδαση, στις κοινωνικές περιστάσεις, μεταγλωττίζο­ντας το συναίσθημα και τη λειτουργικότητα της πρώτης ζωής σε εθνογραφι­κό εξωτισμό μιας δεύτερης ετεροχρονισμένης αναπαράστασής της – αντι­κείμενο κι αυτή λαογραφικής προσέγγισης και ερμηνείας.

 Το αλώνισμα, το θέρισμα, ο χωριάτικος γάμος εκφεύγουν από την εθιμική τους λειτουργικό­τητα και την υπερβατική τους σημειολογία και προτείνονται ως η αποσπα­σμένη από τα συμφραζόμενα του περιβάλλοντος της χειρονομία δευτερογε­νούς μέθεξης στη θεατροποιημένη «βιογραφία» της αγροτικής κουλτού­ρας. Πρόκειται για την ψυχική και συναισθηματική έκφραση μιας παλίνδρομης κίνησης από τη μηχανιστική στην οργανική θεώρηση του κόσμου και της ζωής…

(Αποσπάσματα από την εργασία της  Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού: «Αστική Λαογραφία -Τοπικότητα. Η ένταξη της αγροτικής στην αστική κουλτούρα. Όρια και πολιτισμικές τονικότητες.» Πρακτικά ΙΓ’ συμποσίου, Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, 2009.)

Προηγουμενο αρθρο
Δασικοί Χάρτες: Δεκτή η εισήγηση του Θανάση Καββαδά για επιστροφή τέλους σε πρόδηλα σφάλματα που δικαιώνονται στις Επιτροπές Αντιρρήσεων
Επομενο αρθρο
Διαδρομές ιστορίας και τέχνης στη Λευκάδα - 1η και 2η συνάντηση - videos

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.