HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΜελετώντας κάποιες διαθήκες της Βενετοκρατίας στη Λευκάδα

Μελετώντας κάποιες διαθήκες της Βενετοκρατίας στη Λευκάδα

Του Άγγελου  Γ. Χόρτη*

Τα νοταριακά  έγγραφα γενικώς και οι διαθήκες ειδικότερα αποτελούν ανεκτίμητες πηγές για την μελέτη της κοινωνικής και της οικονομικής ιστορίας. Τούτο οφείλεται στο ότι οι πληροφορίες τις οποίες αντλούμε από αυτά δεν επιδέχονται ουδεμία αμφισβήτηση, καθώς δεν πρόκειται για υποκειμενικές εκτιμήσεις αλλά για αντικειμενικά γεγονότα, των οποίων, ωστόσο, η ερμηνεία και οι συσχετισμοί απόκεινται στον ερευνητή. Κάποιες, λοιπόν, από τις διαθήκες στο νησί μας, της εποχής της Βενετοκρατίας, διαφόρων νοταρίων, τις οποίες θα μελετήσουμε στο κείμενο που ακολουθεί, μας οδηγούν σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα τα οποία φωτίζουν πτυχές της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας της εποχής την οποία αφορούν.

 Η πρώτη από τις διαθήκες είναι καταχωρισμένη στο 1ο πρωτόκολλο των πράξεων του νοταρίου  Ιωάννη Ξύδη, με ημερομηνία 5 Δεκεμβρίου 1717. Πρόκειται για τη διαθήκη της σιόρας Μαρίας Καλλονά, με καταγωγή από την Κέρκυρα, συζύγου του Τζανέτου Δετζώρτζη. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η οικογένεια Δετζώρτζη, καταγόμενη από την Κρήτη, με απώτερη καταγωγή, πιθανότατα, από την Βενετία, ήταν μία από τις επιφανείς οικογένειες του νησιού, στην οποία οι Βενετοί είχαν παραχωρήσει, μετά την κατάκτηση της κατεχόμενης ως τότε από τους Τούρκους Λευκάδας το 1684, πολλά κτήματα στον κάμπο της Βασιλικής και στις γειτονικές περιοχές και συγκεκριμένα 1090 ενετικά στρέμματα χωράφια (περίπου 2000 στρέμματα των 1000 τ.μ.), 1145 μεροδούλια αμπέλια και 238 ρίζες ελιές (1). Οι παραχωρήσεις οφείλονταν  στις υπηρεσίες τις οποίες η οικογένεια  είχε παράσχει στους Βενετούς κατά τους Βενετουρκικούς πολέμους του 1684-1699 και του 1714-1718. Η σιόρα Μαρία, λοιπόν, που ανήκε στο ανώτερο κοινωνικά και οικονομικά στρώμα της λευκαδίτικης κοινωνίας, την Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου του 1717 κατά το μεσημέρι , κάλεσε στο σπίτι του συζύγου της, στο χωριό Σύβρος, τον νοτάριο Γιάννη Ξύδη. Σημειώνουμε ότι και το σπίτι αυτό είχε παραχωρηθεί στον Τζανέτο από την βενετική Πολιτεία.  Εκεί, του δήλωσε ότι, επειδή ήταν ασθενής, επιθυμούσε «να διορθώσει τα παντοία της αγαθά, μηπως και έλθει θάνατος αιφνίδιος και άρει την αμαρτωλή της ψυχή».Η  «διόρθωση», όπως φαίνεται από το κείμενο της διαθήκης που ακολουθεί, δεν αφορά μόνον την τακτοποίηση των περιουσιακών και γενικώς των οικονομικών εκκρεμοτήτων της διαθέτριας αλλά και την ετοιμασία της για την μετά θάνατον ζωή, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία για την αθανασία της ψυχής, η οποία στην επίγεια διαδρομή του ανθρώπου στιγματίζεται και βαρύνεται από αμαρτίες, καθώς, «ουκ έστιν άνθρωπος ος ζήσεται και ουχ αμαρτήσει» πάντοτε σύμφωνα με τη χριστιανική αντίληψη. Η βούληση της σιόρας  Μαρίας καταγράφεται λεπτομερώς από τον νοτάριο και είναι εύγλωττη. Στην αρχή του εγγράφου,  συναισθανόμενη την αμαρτωλότητά της, ζητεί από όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς να της παράσχουν τη χριστιανική συγχώρηση, αφού και η ίδια τους παρέχει τη δική της. Είναι, όπως φαίνεται, το πρώτο βήμα για να αποκαθάρει την ψυχή της. Στη συνέχεια, προχωρεί σε εντολές για τη διάθεση των περιουσιακών της στοιχείων, τα οποία καταγράφονται, άλλοτε γενικά και άλλοτε με λεπτομέρειες. Όπως φαίνεται από την καταγραφή,  η Μαρία είχε την ακόλουθη περιουσία:

1. Μια κασέλα με ρουχισμό, χρυσαφικά και άλλα μη κατονομαζόμενα αντικείμενα στην Κέρκυρα, καθώς και ένα κατάστημα στην ίδια πόλη, 2. Τα μετρητά της προίκας της, το ύψος των οποίων δεν αναφέρεται, 3. Μια κασέλα στο σπίτι του άνδρα της, (δεν αναφέρεται αν πρόκειται για το Σύβρο ή για την Αμαξική, καθώς, όπως φαίνεται, η κηδεία της έγινε στο ναό του Αγίου Νικολάου της πόλης), με μια βέρα, δυο καμιζιόλες μεταξωτές δαμασκό (προφανώς δαμασκηνές), δυο καρπέτες δαμασκό και 12 πουκάμισα, 4. Τρία ζευγάρια σεντόνια, 5. Εφτά «λαιμούς» μαργαριτάρια, δηλαδή περιδέραια μαργαριταρένια, ένα «λαιμό» σμαράγδια, ένα ζευγάρι σκουλαρίκια μαργαριταρένια χρυσά και ένα ζευγάρι σκουλαρίκια σμαραγδένια όμοια με το σμαραγδένιο περιδέραιο.

Σε ό,τι αφορά τη διάθεση της περιουσίας αυτής, για την κασέλα με το ρουχσμό, τα χρυσαφικά κ.λπ. της Κέρκυρας κάνει επίτροπο, δηλαδή εξουσιοδοτεί, τον αδελφό της Αντώνιο Καλλονά να μοιράσει το περιεχόμενό της σε φτωχούς, ορφανά και γενικώς αναξιοπαθούντες για τη σωτηρία της ψυχής της, ενώ στον ίδιο αφήνει το κατάστημα  που έχει στην ιδιοκτησία της. Στον σύζυγό της τον σιορ Τζανέτο Δετζώρτζη, αφήνει όλα τα μετρητά της προίκας της, το ύψος των οποίων δεν αναφέρεται, αιτιολογώντας την παραχώρηση με το γεγονός της «καλής γεροκόμησης», δηλαδή της φροντίδας του γι αυτήν, που βρισκόταν σε μεγάλη για την εποχή ηλικία, και ακόμα για τα «ξέταχτα» και τα «ψυχικά» με τα οποία αυτός επιφορτίζεται στο μέλλον.  Η αιτιολογία απαιτεί σχολιασμό. Σε ό,τι αφορά τη «γεροκόμηση», πρέπει να σημειώσουμε ότι, σε μια εποχή που η κοινωνική πρόνοια ήταν ανύπαρκτη, η φροντίδα των ηλικιωμένων, η «γεροκόμηση», ασχέτως αν  παρεχόταν από πρόσωπα του οικογενειακού περιβάλλοντος ή από ξένους, γινόταν  πάντοτε ανταποδοτικά. Έτσι, για παράδειγμα, αν τους γέροντες γονείς «γεροκομούσε» ένα από τα παιδιά τους ή τις νύφες τους, οι αναλαμβάνοντες αυτήν την υποχρέωση έπαιρναν μεγαλύτερο μερίδιο από την κληρονομιά. Τα νοταριακά έγγραφα παρέχουν πλήθος τεκμηρίων ως προς τούτο. Τα «ξέταχτα» είναι προφανώς οι δαπάνες στις  οποίες θα υποβαλλόταν ο Τζανέτος, για να εκπληρώσει τα τάματά της, ενώ τα « ψυχικά» η κηδεία, τα μνημόσυνα και οι άλλες σχετικές τελετουργίες για τη σωτηρία της ψυχής, που στο σύνολο σχεδόν των διαθηκών αναφέρονται με τον περιληπτικό όρο «τα καλά της ψυχής»  την ευθύνη για την τέλεσή των οποίων θα αναλάμβανε επίσης ο σύζυγός της.  Αλλά, πέραν αυτών, τον σύζυγό της επιφορτίζει, επίσης, να μοιράσει σε φτωχούς, ορφανά και εκκλησίες ολόκληρη την υπόλοιπη κινητή περιουσία της, δηλαδή ρουχισμό, κοσμήματα κ.λπ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η, κατά κάποιον τρόπο,  «ρήτρα» που θα εβάρυνε τόσο τον αδελφό όσο και τον σύζυγό της, αν δεν συμμορφώνονταν με τις εντολές της. Η ρήτρα αυτή δεν είναι υλική, αλλά  μεταφυσικού χαρακτήρα και αποτυπώνει τις νοοτροπίες των ανθρώπων της εποχής. Αν, λοιπόν, οι εντολοδόχοι της γίνονταν επιλήσμονες των υποχρεώσεων τις οποίες τους είχει καθορίσει, θα της έδιναν λόγο «εν ημέρα  Κρίσεως», κατά την έκφραση του εγγράφου, δηλαδή κατά την Δευτέρα Παρουσία. Και φαίνεται ότι η « ρήτρα»-απειλή ήταν τόσο ισχυρή, ώστε, όπως θα διαπιστώσουμε, να μην τολμά κανείς να την αγνοήσει.  

Η δεύτερη διαθήκη είναι καταγεγραμμένη στο 2ο πρωτόκολλο των πράξεων του νοταρίου της Αμαξικής  Αντωνίου Γαβαλά, με χρονολογία 7 Οκτωβρίου 1743. Πρόκειται για τη διαθήκη του ισχυρού οικονομικού παράγοντα της εποχής σιορ Ζήσιμου Σκιαδαρέση, ασχολούμενου με χρηματοπιστωτικές και ποικίλες ακόμα επιχειρηματικές δραστηριότητες. Η μεγάλη οικονομική επιφάνεια του Σκιαδαρέση προκύπτει από έγγραφο του νοταρίου της Αμαξικής Σπυρίδωνος Μαράτσου(2). Με βάση αυτό, οι δυο γιοί του Ζήσιμου, ο ιερομόναχος Χρύσανθος, λόγιος της εποχής, και ο Αντώνης, συμφωνούν να μοιράσουν τα «κρέδιτα», δηλαδή τα χρήματα από πιστώσεις του πατέρα τους σε διάφορους κατοίκους του νησιού, τα οποία μαζί με τους τόκους ( «κεφάλι και διάφορο», κατά τη σχετική φράση του εγγράφου)  ανέρχονταν στο εξαιρετικά υψηλό ποσόν των 2.096 τζεκινιών, που αντιστοιχούσαν σε 100.480 λίρες, καθώς το τζεκίνι αντιστοιχούσε την εποχή αυτήν σε 50 λίρες(3)

Την Παρασκευή, λοιπόν, το απόγευμα της 7ης Νοεμβρίου του 1743, ο Ζήσιμος Σκιαδαρέσης, παρότι υγιής, επισκέπτεται τον  νοτάριο Αντώνιο  Γαβαλά στο γραφείο του, για να του υπαγορεύσει τη διαθήκη του, εξαιτίας του φόβου ενδεχομένου θανάτου του, «μήπως αιφνιδίως έλθη και εύρη τον αδιόρθωτον», κατά τη σχετική έκφραση του εγγράφου. Αιτία του φόβου αυτού  ήταν η φοβερή επιδημία της πανούκλας, η οποία εκείνο το έτος είχε πλήξει το νησί και από την οποία είχαν χάσει τη ζωή τους 1800 άτομα, τα 1024 στην πόλη της Αμαξικής(4). Όπως και η σιόρα Μαρία της προηγούμενης διαθήκης, έτσι και ο Ζήσιμος επιθυμεί όχι μόνον την τακτοποίηση των οικονομικών του εκκρεμοτήτων αλλά, κυρίως και προεχόντως, την ετοιμασία του για την μετά θάνατον ζωή, μεριμνώντας ώστε η ψυχή του να αποκαθαρθεί από τις αμαρτίες του, και αυτή του η επιδίωξη διαποτίζει ολόκληρο το κείμενο της διαθήκης του, αποτελώντας τον κεντρικό της άξονα.

Η παροχή της χριστιανικής συγγνώμης σε όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς και το αίτημα να τύχει και ο ίδιος συγγνώμης από αυτούς, που ακολουθεί μετά τα τυπικά προκαταρκτικά στοιχεία του κειμένου, αποτελεί τον πρώτο αναβαθμό στην πορεία αποκάθαρσης της ψυχής, για να ακολουθήσουν, όπως θα δούμε,  και άλλοι, στο πεδίο πλέον της πράξης, όπως συνέβη και με την σιόρα Μαρία της προηγούμενης διαθήκης, όπου η  χριστιανική φιλαλληλία, συνδεδεμένη με την προσδοκία τής μετά θάνατον ευδαιμονίας, εκδηλώνεται γενναιοφρόνως.  Θα ακολουθήσει ένα ερώτημα του νοταρίου προς τον διαθέτη, το οποίο συναντάμε στην μέγιστη πλειονότητα των διαθηκών της εποχής, δηλαδή αν αυτός  αφήνει κάτι από την περιουσία του σε οσπιτάλια (νοσοκομεία), σκλάβους και ορφανά. Το ερώτημα υποδηλώνει πραγματικότητες της εποχής και περισσότερο, ίσως, εποχών παλαιοτέρων από αυτήν, ώστε να έχει καταστεί τυπικό μέρος του εγγράφου. Πράγματι, οι συχνές επιδημίες και η νοσηρότητα των ανθρώπων καθιστούσαν αναγκαία τη συντήρηση νοσοκομείων, ενώ η θνησιμότητα ήταν φυσικό να αφήνει παιδιά ορφανά και απροστάτευτα, ελλείψει μάλιστα και του οποιουδήποτε, έστω και στοιχειώδους, δικτύου κοινωνικής πρόνοιας.  Σε ό,τι αφορά τους σκλάβους, είναι γνωστό ότι η πειρατεία υπήρξε μια παλαιά μάστιγα της Μεσογείου, που εντεινόταν σε περιόδους πολέμων και αστάθειας και ότι όσοι αιχμαλωτίζονταν από πειρατές έπρεπε να εξαγοραστούν με χρήματα. Ότι μάλιστα το φαινόμενο δεν είχε εξαλειφθεί προκύπτει από νοταριακό έγγραφο της εποχής(5). Σύμφωνα με αυτό, Αρβανίτες είχαν αιχμαλωτίσει τους λευκαδίτες ναυτικούς Παύλο Λεκατσά, Βασίλη Βαντώρο,, Στάθη Σφαέλλο και Γιάννη Καρίνταβα, που εμπορεύονταν στην περιοχή του Αμβρακικού. Για την εξαγορά τους απαίτησαν την πληρωμή 30 τζεκινιών για τον καθένα. Επανερχόμενοι στο κείμενο της διαθήκης, υπογραμμίζουμε την αναφορά του διαθέτη στην αμαρτωλή του ψυχή και το «πήλινό» του σώμα, η οποία  συναντάται σε όλες, σχεδόν, τις διαθήκες. Και, παρότι το στοιχείο αυτό φαίνεται τυπικό στοιχείο του κειμένου όλων των διαθηκών, έχει ιδιαίτερη σημειολογική σημασία. Το σώμα χαρακτηρίζεται εδώ πήλινο, αλλού ταπεινό κλπ. και η αναφορά σε αυτό  εξαντλείται με την έκφραση της βούλησης του εκάστοτε διαθέτη για την εκκλησία στην οποία επιθυμεί να ταφεί, όπως εδώ ο Σκιαδαρέσης δηλώνει ότι επιθυμεί να ταφεί στον ναό του Αγίου Μηνά, όπου είναι θαμμένοι και οι πρόγονοί του.  Εκεί τελειώνει η μέριμνα για το σώμα. Αντίθετα, η μέριμνα για την ψυχή, τη στιγματισμένη από την αμαρτία, είναι  η μεγάλη έγνοια όλων  και αυτό αποτυπώνεται και διαποτίζει τα κείμενα των διαθηκών.

Σε ό,τι αφορά την περιουσία του, ο Σκιαδαρέσης ορίζει ως κληρονόμους του κατά τα 2/3 τόσο της κινητής όσο και της ακίνητης τους δύο γιούς του, τον ιερομόναχο Χρύσανθο και τον Αντώνη. Το ενδιαφέρον όμως έγκειται στις εντολές του για τη διάθεση του υπολοίπου 1/3 της περιουσίας του. Σύμφωνα, λοιπόν, με το υπό μελέτη έγγραφο, ορίζει να δοθούν ανά δύο  τζεκίνια στους 30 ναούς των ισάριθμων οικισμών της υπαίθρου του νησιού, οι οποίοι λειτουργούνταν Σαββατοκύριακο, και ακόμα στα μοναστήρια του Αγίου Γεωργίου στο Μαραντοχώρι, του Αγίου Ιωάννου στο Ροδάκι, της Κόκκινης Εκκλησιάς, του Αγίου Ιωάννου στο Λιβάδι και του Αγίου Γεωργίου στους Σκάρους, καθώς και στις εκκλησίες της Αμαξικής Άγιο Χαράλαμπο, Άγιο Ιωάννη Θεολόγο, Άγιο Δημήτριο, Άγιο Νικόλαο, Παντοκράτορα, Παναγία του Σίκουλα (Εισόδια), Άγιο Μηνά, Ευαγγελίστρια, Αγίους Αναργύρους, Παναγία του Μπαρμπαρίγου ( η Παναγία των Ξένων), Αγία Παρασκευή, Άγιο Σπυρίδωνα, Άγιο Παντελεήμονα και Άγιο Γεώργιο, με τον όρο να γραφούν τα ονόματα του ίδιου και του πατέρα του στην Πρόθεση, ώστε να μνημονεύονται αιωνίως. Ιδιαίτερο, ωστόσο, βάρος και σημασία έχει η παράκληση και εντολή του στους επιτρόπους πέντε συναδελφικών ναών της Αμαξικής «αδελφάτων» όπως τους ονομάζει.  Σημειώνουμε ότι οι συναδελφικοί ναοί ιδρύονταν από ομάδες ατόμων, με δεσμούς μεταξύ τους, επαγγελματικούς ,συγγενικούς ή αλλους, που αναλάμβαναν και τη διαχείρισή τους(6) Η παράκληση συνίστατο στο να επιλέξουν ανά 4 ορφανές κορασίδες, δηλαδή 20 συνολικά, και να προικοδοτήσουν με 10 χρυσά  τζεκίνια  κάθε μία από αυτές, για μνημόσυνο της ψυχής του ίδιου και του πατέρα του. Όμως δεν μένει εκεί. Ορίζει ότι, σε περίπτωση που δεν θα βρίσκονταν ορφανές, τα χρήματα, κατά συγκατάβαση, έπρεπε να δοθούν σε «αμαρτωλές» («ας είναι και αμαρτωλές» διαβάζουμε στη διαθήκη), με σκοπό να απομακρυνθούν από την αμαρτία. Φανταζόμαστε ποια εντύπωση θα είχε προκαλέσει στην κοινωνία της εποχής η απόφαση του Σκιαδαρέση και σε  ποιο βαθμό αυτός είχε ενστερνισθεί τη βαθύτερη ουσία της χριστιανικής αγάπης και μεγαθυμίας.  Ανεξαρτήτως της νομικής υποχρέωσης των κληρονόμων και εκτελεστών της διαθήκης του πατέρα τους να υλοποιήσουν τις εντολές του, ο Σκιαδαρέσης τους δεσμεύει  και με τις εξής, κατά κάποιο τρόπο, «ρήτρες». Προτρέπει πρώτα- πρώτα τους εφημερίους, τους ηγουμένους και τις ορφανές και υποδεικνύει σ αυτούς να προσφύγουν στη δικαιοσύνη, αν οι κληρονόμοι του δεν εφάρμοζαν τις εντολές του. Ωστόσο, η σοβαρότερη «ρήτρα» δεν ήταν η προσφυγή στην ανθρώπινη αλλά στη Θεία Δικαιοσύνη.  Αν, δηλαδή  οι κληρονόμοι του γίνονταν επιλήσμονες των εντολών του, τους απειλεί ότι θα του δώσουν λόγο εν «ημέρα Κρίσεως» Ο φόβος, της Θείας τιμωρίας, λοιπόν, ήταν τόσο ισχυρός, ώστε οι γιοι του έσπευσαν να συμμορφωθούν με την πατρική βούληση, όπως προκύπτει από το έγγραφο του Σπυρίδωνος Μαράτσου του 1754, το οποίο έχει ήδη αναφερθεί. Και είναι χαρακτηριστικό ότι οι προαναφερθείσες δωρεές χαρακτηρίζονται από τον Σκιαδαρέση και καταγράφονται στο κείμενο, με έμφαση, ως «μερδικό δικό μου», σα να επρόκειτο να συνεχίσει τη ζωή του μετά τον θάνατο. Είναι, βέβαια, ευνόητο ποια είναι η σημασία της φράσης, αφού η υλική ύπαρξη του ανθρώπου τερματίζεται, όταν αποβιώσει. Αλλά η μέριμνα για τη σωτηρία της ψυχής δεν εξαντλείται με τις  δωρεές. Πρέπει, ακόμα, να γίνουν χριστιανοπρεπώς η κηδεία και  «τα καλά της ψυχής»  για τα οποία επιφορτίζει τον γιο του Χρύσανθο. 

Ο λοκληρώνοντας την αναφορά στη διαθήκη του Ζήσιμου Σκιαδαρέση, σημειώνω ότι η κατοικία του ξεχώριζε από τις συνηθισμένες απλές ισόγειες κατοικίες  της πλειονότητας του πληθυσμού, καθώς επρόκειτο  για κατοικία διώροφη, της οποίας η αξία ανερχόταν στο υψηλό ποσόν των 300  τζεκινιών και ακόμα ότι η δεύτερη σύζυγός του Χριστίνα κατείχε κοσμήματα, μη αναγραφόμενα λεπτομερώς αλλά πάντως όχι αμελητέας αξίας, αφού ο σύζυγός της ορίζει, επί  ποινή αφορισμού, ότι έπρεπε να τα επιστρέψει στους γιους του. Υποθέτω ότι θα επρόκειτο για  οικογενειακά κοσμήματα, τα οποία δεν της ανήκαν, αφού είναι γνωστό ότι  η γυναίκα της εποχής μπορούσε να διαθέσει αυτοβούλως μόνον ό,τι περιελάμβανε το  «λιγατοχάρτι» της, δηλαδή την προίκα της, επί της οποίας είχε πλήρη κυριότητα.

Η  τρίτη διαθήκη είναι καταχωρισμένη στο 4ο πρωτόκολλο των πράξεων του παπά Γιάννη Δεσαλέρμου, με χρονολογία 3 Απριλίου 1749. Πρόκειται για τη διαθήκη του Αναστάση Μεσσήνη, κατοίκου του οικισμού Χορτάτων του χωριού Διαμιλιανίου. Ο Αναστάσης περιλαμβάνεται στη μεγάλη πλειονότητα του αγροτικού πληθυσμού του νησιού και συντηρεί την οικογένειά του με την καλλιέργεια των κτημάτων του και την οικόσιτη κτηνοτροφία, η οποία συμπληρώνει την κάλυψη των οικογενειακών του αναγκών. Την οικογένεια του Αναστάση αποτελούσαν ο ίδιος, η γυναίκα του Τριανταφύλλω και τα παιδιά του Θοδωρής και Ακριβή. 

  Τη Δευτέρα, λοιπόν, 3 Απριλίου του 1749 ο Αναστάσης, κάτω από το φόβο του θανάτου, λόγω αιφνιδίας ασθενείας του, καλεί το νοτάριο στο σπίτι του, για να του υπαγορεύσει τη διαθήκη του, η οποία είναι συνταγμένη με βάση την τυπική φόρμα των διαθηκών.  Αφού αρχικά δηλώνει ότι το  «ταπεινόν» του σώμα επιθυμεί να ταφεί στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, απαντά αρνητικά στην ερώτηση του νοταρίου αν αφήνει «ψυχικόν» σε οσπιτάλια, σκλάβους και φυλακισμένους, με την αιτιολογία ότι δεν έχει. Ωστόσο, η μέριμνα για την ψυχή του, ακοίμητη, εκδηλώνεται με άλλο τρόπο, στο μέτρο πάντοτε ή και πάνω από τις οικονομικές του δυνατοτητες, και μας προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση. Ο Αναστάσης, δηλαδή, αφήνει  στους εφημερίους του οικισμού των Χορτάτων ένα χωράφι που είχε αγοράσει από τον Φίλιππο Χόρτη έναντι  πέντε και μισό ριαλιών, για να του διαβάσουν ενός έτους Σαββατιάτικα και, ακόμα, τους δίνει τρεις γίδες  γεννημένες, για να του διαβάσουν ένα  Σαραντάρι, «ζήσει-πεθάνει». Πέραν αυτών,  επιφορτίζει τη γυναίκα του να του κάμει την κηδεία  με έξι ιερείς, καθώς και όλα τα «ταχτά» του, «κατά την τάξιν των χριστιανών». Η γενναιοδωρία αυτή του Αναστάση, που αποτελεί  ουσιαστικά  οικονομική υπέρβαση και θυσία, έχει,  ωστόσο, την εξήγησή της  και  πρέπει να συνεκτιμηθεί με το γεγονός ότι έχει δανειστεί  έξι ριάλια από τον σιορ Γιάννη Λάζαρη, με υποθήκη χωράφι του στην τοποθεσία Λαρισάτα, και με το γεγονός ότι αφήνει ένα ασήμαντο σχετικά περιουσιακό του στοιχείο,  δηλαδή  το 1/3 από 2 καροπούλες (μικρές καρυδιές) στην Παναγιά, που έχει αμοίραστες με τα αδέρφια του, στα παιδιά του.  Τούτο σημαίνει ότι η δωρεά  τόσο πολύτιμων για τη διαβίωση της οικογένειάς του περιουσιακών στοιχείων εξυπηρετεί υπέρτερο σκοπό, που δεν είναι άλλος από τη σωτηρία της ψυχής του δωρητή και τούτο αποτελεί ένα γενικευμένο φαινόμενο για την εποχή. Σε ό,τι αφορά την περιουσία του, αφήνει στην γυναίκα του χωράφια στα Σφακίδια, στα Μακρυχώρια και στο Μελιό, καθώς και όσα ζώα «χοντρά» και  «λιανά» έχει,  για να «κυβερνιέται», δηλαδή να καλύπτει τις ανάγκες της,  και να  «ζωοτροφίζεται», εκτός από 2 γίδες με τα κατσίκια τους που αφήνει στον Θοδωρή.  Το σπίτι θα μένει στην γυναίκα του και, μετά το θάνατό της, στον Θοδωρή, ενώ όλα τα κτήματα, αμπέλια και χωράφια, θα μοιραστούν εξ ημισείας ανάμεσα στα δυο παιδιά του, εκτός από το χωράφι στις Απιδιές που θα μείνει στον Θοδωρή. Στο κείμενο δεν αναφέρονται λεπτομερώς τα αμπέλια και τα χωράφια του Αναστάση. Αναφέρονται μόνον τα κτήματα που είχε από κοινού με τα αδέρφια του στις Καρυές, Πολεμικό , Παλιάμπελα,αλλά και αυτά αορίστως, δηλαδή χωρίς προσδιορισμό αν ήταν αμπέλια ή χωράφια και ποια ήταν η έκτασή τους. Τέλος, στη γυναίκα του και στον γιο του αναθέτει την ευθύνη να παντρέψουν τη θυγατέρα του, με προίκα τα κτήματα που της αφήνει.  Όπως φαίνεται από τη διαθήκη, οι ρόλοι, οι ευθύνες και τα δικαιώματα των μελών  μιας οικογένειας της εποχής  είναι σαφή, αποτυπώνονται καθαρά και υποδηλώνουν σχετικές νοοτροπίες, στις οποίες θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Εκείνο, ακόμα, το οποίο πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι η αναφορά σε χρήμα, στη διαθήκη που εξετάζουμε, είναι εξαιρετικά περιορισμένη.  Ο Αναστάσης έχει αγοράσει ένα χωράφι έναντι πέντε και μισό ριαλιών και έχει δανειστεί, με υποθήκη χωράφι του, 6 ριάλια. Το γεγονός ότι  θα αμείψει τους ιερείς με φυσικά αγαθά (χωράφι, γίδες) και όχι με χρήματα, καθώς και το γεγονός ότι η σύζυγός του θα καλύπτει τις ανάγκες της από την παραγωγή της γης και τα εκτρεφόμενα ζώα, σε συνδυασμό με το ότι δεν αφήνει στους κληρονόμους του χρήματα  οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αγροτική κοινωνία της εποχής ήταν μια κοινωνία αυτάρκειας, που είχε ελάχιστη επαφή με την αγορά.

Η τελευταία διαθήκη στην οποία θα αναφερθούμε είναι  η διαθήκη του γέρο Αναστάση Χόρτη του ποτέ Αθανάση, η οποία είναι καταγεγραμμένη στο 4ο επίσης πρωτόκολλο των πράξεων του νοταρίου παπά Γιάννη Δεσαλέρμου, με χρονολογία 18 Ιουνίου 1749.   Ο Αναστάσης είχε τρεις γιους, τον Ανδριά, τον Γιωργουλά και τον Αποστόλη  και τέσσαρες θυγατέρες, την Καλογριά, τη Σταμούλα, την Κατέρω και την Ακριβή,  όλες παντρεμένες. Η γυναίκα του φαίνεται ότι έχει πεθάνει, αφού δεν μνημονεύεται στη διαθήκη, η οποία και αυτή είναι συνταγμένη, σύμφωνα με τη γνωστή τυπική φόρμα. Την Κυριακή, λοιπόν, της 18ης Ιουνίου του 1749, λίγο μετά το μεσημέρι, ο νοτάριος επισκέπτεται τον ασθενούντα Αναστάση ,για να καταγράψει τις τελευταίες του επιθυμίες.  Στην αρχή του κειμένου ο διαθέτης εκφράζει τη βούλησή του να ταφεί το «ταπεινό» του σώμα στο ναό του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, στο μνήμα  που ήταν θαμμένος και ο πατέρας του. Στη συνέχεια, αφού αφήνει συγχώρηση σε όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς και απαντά αρνητικά στην ερώτηση του νοταρίου αν αφήνει κάτι σε οσπιτάλια, σκλάβους και φυλακισμένους,       αναθέτει στους τρεις γιους του την υποχρέωση να πληρώσουν τους ιερείς του οικισμού, ώστε να του κάμουν «τα καλά της ψυχής του», δηλαδή την κηδεία και  τα  συνηθισμένα  μνημόσυνα, καθώς και ενός έτους Σαββατιάτικα και ένα Σαραντάρι, «κατά την τάξιν των Χριστιανών».  Ο τρόπος πληρωμής των ιερέων δεν αναφέρεται, αλλά πιθανώς θα γινόταν σε φυσικές αξίες.  Αν κάποιος από τους γιους του δεν κατέβαλε το μερίδιο που του αναλογούσε για την πληρωμή των ιερέων, καθώς και για την αποπληρωμή των χρεών που είχε ο πατέρας τους, δεν θα κληρονομούσε από την πατρική περιουσία παρά μόνον  «πράμα» αξίας 5 ριαλιών. Σημειώνουμε ότι το χρηματικό ισοδύναμο ενός περιουσιακού στοιχείου ήταν εύκολο να υπολογισθεί, καθώς, όπως βλέπουμε σε δικαιοπραξίες που αφορούν αγοραπωλησίες κτημάτων, πρακτικοί εκτιμητές καθόριζαν  την αξία των πωλουμένων κτημάτων(7), ενώ και τα κινητά αντικείμενα είχαν τη δική τους, εύκολα υπολογίσιμη, αξία. Η  απειλή ήταν σοβαρή,  και, εικάζουμε, αποτελεσματική, αφού η επιβίωση των ανθρώπων στις αγροτικές κοινότητες εξαρτιόταν από τη γη και το ζωικό κεφάλαιο που αυτοί διέθεταν.

 Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά στα «λειψοπροίκια», δηλαδή στις οφειλές του Αναστάση προς τις θυγατέρες του για μέρος της προίκας που είχε συμφωνηθεί να τους δώσει. Έτσι,  ομολογεί ότι στην Καλογριά χρωστά ένα στρώμα, μια προσκεφαλάδα και δυο προσκέφαλα διπλαρένια (όλα αυτά κατασκευάζονταν στον αργαλειό, ήταν δηλαδή είδη οικοτεχνίας, στο πλαίσιο εξασφάλισης της αυτάρκειας), 1 κακάβι και μια κασέλα αλπεδένια. Της χρωστά ακόμα μια δαμάλα, έναντι της οποίας όμως της έχει δώσει χωράφι στη Λαγκαδιά του Βλαντή. Για λειψοπροίκι της Σταμούλας έχει δώσει στον άντρα της 22 και μισή λίρες και ακόμα  τυρί και 1 μιλιόρι (νέο πρόβατο) αξίας 5 λιρών και 18 σολδιών (η λίρα είχε 20 σολδιά), καθώς  και 1 φόρτωμα σμιγό  (ανάμεικτο σιτάρι και κριθάρι). Στην Κατέρω αφήνει για λειψοπροίκι το χωράφι στις Αλογομάντρες. Η μόνη στην οποία  δεν χρωστούσε κάτι ήταν η Ακριβή. Από τα παραπάνω συνάγουμε το συμπέρασμα ότι γεωργία,  κτηνοτροφία  και οικιακή βιοτεχνία  αποτελούσαν τις δραστηριότητες, μέσω των οποίων οι αγροτικές οικογένειες εξασφάλιζαν την αυτάρκεια, και αυτό ίσχυε και για την οικογένεια του γέρο Αναστάση. Ένα άλλο συμπέρασμα είναι ότι η χορήγηση της προίκας την οποία κάποιος υποσχόταν, όταν πάντρευε την θυγατέρα ή την αδελφή του, ήταν δεσμευτική και  χωρίς καμία έκπτωση. Τούτο μας οδηγεί στη σκέψη ότι οι ανάγκες κάθε νοικοκυριού ήταν τόσο πιεστικές και οριακές, ώστε να μην επιτρέπουν οποιαδήποτε ανοχή, ακόμα και απέναντι σε στενούς συγγενείς.  Μία άλλη αναφορά είναι επίσης εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική και αφορά την παραχώρηση στη νύφη του, την Κυριάκω,  ενός χωραφιού στις Γούρνες «για την καλήν γεροκόμησιν οπού μου κάνει», κατά τη σχετική φράση του εγγράφου. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η φροντίδα για τους γέροντες της οικογένειας συνεπαγόταν και την σχετική ανταπόδοση σε όποιους την προσέφεραν.

Πέραν των όσων έχουν αναφερθεί, μία, διαχειριστικής φύσεως, εκκρεμότητα  του γέρο Αναστάση που καταγράφεται  στη διαθήκη του είναι εξόχως αποκαλυπτική, καθώς φωτίζει το ζήτημα των ανελαστικών αναγκών των κατοίκων, δηλαδή των αναγκών που αυτοί δεν μπορούσαν να αποφύγουν, σε χρήμα. Πρόκειται για την πληρωμή από τον Αναστάση στον εισπράκτορα του Δημοσίου, κάποιον καπετάν Πίκολη, 50 ριαλιών  που μαζεύτηκαν από τους κατοίκους για την πληρωμή του soprapiu (σοπραπιού) του οικισμού. Με τον όρο soprapiu (επιπλέον)  χαρακτηρίζονται  τα καταπατημένα από τους χωρικούς, μετά την κατάκτηση του νησιού από τους Ενετούς, τουρκικά κτήματα, τα οποία, βέβαια, ανήκαν στο Δημόσιο. Αυτά τα κτήματα, που ανέρχονταν σε 96,5 ενετικά στρέμματα χωράφια (περίπου 390 στρέμματα των 1000τ.μ.), σε ολόκληρη την περιοχή του Διαμιλιανίου,  η ενετική Διοίκηση, τα παραχώρησε, σε κάποια φάση, στις κοινότητες  με ενοίκιο (8).  Ο φόρος, όπως φαίνεται,  που κατέβαλαν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι κάτοικοι των Χορτάτων, χωρίς να αναφέρεται για πόσο διάστημα, ήταν 50 ριάλια. Ο Αναστάσης, πιθανότατα προεστός του χωριού τότε, έδωσε την απόδειξη στον νέο προεστό Θεοτόκη Βουκελάτο, για να την παρουσιάσει και να την καταγράψουν στο Δημόσιο Ταμείο, αλλά αυτός δεν την επέστρεψε ποτέ. Ανεξαρτήτως αυτού,  οι κάτοικοι, όπως φαίνεται,  έπρεπε να έχουν οπωσδήποτε το χρηματικό ποσόν που απαιτούνταν για την κάλυψη των φορολογικών τους υποχρεώσεων, δεδομένου ότι, εκτός από το σοπραπιού, και οι φόροι του κρασιού  αλλά και των ζώων ήταν φόροι εκχρηματισμένοι, δηλαδή έπρεπε να καταβληθούν σε χρήμα (9), πράγμα καθόλου εύκολο. Είδαμε, βέβαια, ότι ο Αναστάσης είχε πληρώσει για λειψοπροίκι 22,5 λίρες, αλλά αυτό δεν πρέπει να μας οδηγήσει στην εσφαλμένη εντύπωση  ότι διέθετε ή, εν πάση περιπτώσει, μπορούσε να εξοικονομήσει εύκολα χρήματα, καθώς, κατά τη σύνταξη της διαθήκης του, χρωστούσε στον σιορ Θοδωρή Γάλο 2,5 ή τρία ριάλια και στον σιορ  Ιωάννη Λάζαρη (10) 2 ριάλια, δηλαδή συνολικά 45 ή 50 λίρες.  Δεν είναι, λοιπόν απίθανο το ποσόν που κατέβαλε στον γαμπρό του να προερχόταν απο  δάνειο. Όπως φαίνεται, τόσο ο Αναστάσης Χόρτης όσο  και ο Αναστάσης Μεσσήνης, αν και πρέπει να περιλαμβάνονταν στους  «νοικοκυραίους» του χωριού, αφού μπορούσαν να καλέσουν και συνεπώς να πληρώσουν νοτάριο, είχαν δυσκολη πρόσβαση στο χρήμα και αντιμετώπιζαν μεγαλύτερες ή μικρότερες δυσκολίες, αναγκαζόμενοι  να δανείζονται για να καλύψουν ανάγκες τους.

Οι τέσσαρες διαθήκες που έχουν καταγραφεί εικονογραφούν όψεις της κοινωνίας, της οικονομίας και των νοοτροπιών των ανθρώπων της εποχής κατά την οποία συντάχθηκαν. Οι δύο πρώτες της σιόρας Μαρίας Καλλονά και του σιορ Ζήσιμου Σκιαδαρέση αναφέρονται σε πρόσωπα που ανήκαν στα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας του νησιού. Οι δύο τελευταίες, του κυρ Αναστάση Μεσσήνη και του γέρο Αναστάση Χόρτη, αφορούν εκπροσώπους της αγροτικής κοινωνίας της εποχής. Η διάκριση  γίνεται σαφής, αν παρατηρήσουμε τη σημειολογία της γλώσσας και συγκεκριμένα τις προσωνυμίες των προσώπων των οποίων οι νοτάριοι καταγράφουν τις τελευταίες  θελήσεις. Η Μαρία Καλλονά είναι η σιόρα Μαρία και ο Ζήσιμος Σκιαδαρέσης ο σιορ Ζήσιμος, προσωνυμίες που τους  διαφοροποιούν  από τους πολλούς και, μέσω της γλώσσας, υποδηλώνουν την κοινωνική τους υπεροχή, παγιωμένη στην συνείδηση των συγχρόνων τους.  Κριτήριο αυτής της υπεροχής είναι ο πλούτος, καθώς, όπως είδαμε, η μεν Μαρία είναι σύζυγος του μεγαλοκτηματία και, πιθανότατα, μεγαλεμπόρου Τζανέτου Δετζώρτζη, ενώ ο  Σκιαδαρέσης αντλεί τον πλούτο του από χρηματοπιστωτικές και άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Αντίθετα, η προσωνυμία του Αναστάση Μεσσήνη , όπως και όλων όσων ανήκουν στις αγροτικές κοινωνίες της υπαίθρου και ζουν καλλιεργώντας τα κτήματά τους και ακόμα όσων ανήκουν στα λαικά στρώματα της πόλης, (επαγγελματίες, ναυτικοί κ.λπ.), είναι κυρ.  Η προσωνυμία του Αναστάση Χόρτη, δηλωτική της ηλικίας του, είναι γέρο Αναστάσης, ενώ, αν ήταν νεότερος, θα ήταν και η δική του κυρ. Προσωνυμία, ωστόσο, γέρο δεν συναντάμε προκειμένου για  εκπροσώπους  των ανωτέρων στρωμάτων. Ο Σκιαδαρέσης  π.χ. θα αποκαλείται σιορ μέχρι το τέλος της ζωής του. 

Υπάρχουν όμως και άλλα στοιχεία, τα οποία διαφοροποιούν επίσης τους ανθρώπους των ανωτέρων στρωμάτων της κοινωνίας από τη μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων. Πρόκειται για την κατοικία, την ενδυμασία κ.λπ. Σε ό,τι αφορά την κατοικία, όπως προκύπτει από τη διαθήκη του Σκιαδαρέση, οι οικονομικά ισχυροί και κοινωνικά προβεβλημένοι δεν κατοικούσαν σε ισόγειες κατοικίες, όπως η μεγάλη μάζα των ανθρώπων, αλλά σε σπίτια που ξεχώριζαν και των οποίων η αξία ήταν πολλαπλάσια της αξίας των ταπεινών κατοικιών των ανθρώπων της εποχής. Η κατοικία του Σκιαδαρέση π.χ. ήταν διώροφη και η αξία της έφτανε τα 300 τζεκίνια, ποσόν εξαιρετικά υψηλό. Σε νοταριακά, ωστόσο, έγγραφα υπάρχουν δικαιοπραξίες πωλήσεως κοινών κατοικιών έναντι 50 ή 60 ριαλιών, δηλαδή κατοικιών των οποίων η αξία ήταν μικρότερη από το 1/20 της αξίας της οικίας του Σκιαδαρέση. Τούτο σημαίνει ότι οι πλούσιοι επιδίωκαν να προβάλλουν την κοινωνική τους  υπεροχή  και μέσω των κατοικιών τους. Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με την ενδυμασία. Μπορεί, βέβαια, να μην έχουμε σχετική  περιγραφή στις διαθήκες, αλλά  μπορούμε να προχωρήσουμε σε συμπεράσματα, συνεκτιμώντας τις πληροφορίες και τα στοιχεία που αντλούμε από αυτές. Η πληροφορία από τη διαθήκη της σιόρας Μαρίας ότι διέθετε καρπέτες δαμασκό,  καθώς και καμιζιόλες μεταξωτές δαμασκό φανερώνει ότι για το ρουχισμό αλλά και για την οικοσκευή της, γενικότερα,  χρησιμοποιούσε εκλεκτά υφάσματα από το εμπόριο και όχι προιόντα οικοτεχνίας, όπως συνέβαινε με τα μέλη των αγροτικών κοινοτήτων.  Όπως φαίνεται, τα υφάσματα αυτά εισάγονταν από τη Βενετία αλλά  και κάποια από τη Σμύρνη (11) και τα πολυτελέστερα   αγοράζονταν  από τους οικονομικά ισχυρούς. Όπως είδαμε, τόσο η Καλλονά όσο και ο Σκιαδαρέσης, σε αντίθεση με τον Μεσσήνη και τον  Χόρτη, μπορούσαν να διαθέσουν χρήματα για να καλύψουν οποιαδήποτε ανάγκη τους. Η προίκα της σιόρας Μαρίας ήταν  σε μετρητά, ενώ η  χρηματική περιουσία του Σκιαδαρέση  ήταν εξαιρετικά μεγάλη. Έτσι, τόσο η σιόρα Μαρία, όσο και ο  σιορ Ζησιμος δεν έχουν καμία δυσκολία να επενδύσουν κάποια χρήματα σε αγορά κοσμημάτων. Η αναφορά σε  περιδέραια και σκουλαρίκια μαργαριταρένια, σμαραγδένια και χρυσά τονίζει την απόσταση ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα. Όλα αυτά διαμορφώνουν τις σχετικές νοοτροπίες της εποχής: ΟΙ οικονομικά ισχυροί επιδιώκουν να αναδείξουν την υπεροχή τους, μέσω της ενδυμασίας, της κατοικίας κ.λπ., ενώ  στη συνείδηση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων η υπεροχή αυτή αποτυπώνεται στις προσωνυμίες που δίνονται σ αυτούς (σιορ, αλλού ευγενής κ.λπ.)

Υπάρχουν, ωστόσο, νοοτροπίες οι οποίες διαπερνούν και χαρακτηρίζουν ολόκληρο το κοινωνικό σώμα. Πρόκειται για τις θρησκευτικές νοοτροπίες, οι οποίες σχετίζονται με τη στάση των ανθρώπων απέναντι στο γεγονός του θανάτου. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για πάγιες αντιλήψεις που οδηγούν σε σταθερές συμπεριφορές. Όλοι, με λίγα λόγια, οι άνθρωποι της εποχής, πλούσιοι ή φτωχοί, κοινωνικά καταξιωμένοι ή άσημοι, νέοι ή γέροντες, αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο την προοπτική του θανάτου. Η έγνοια τους  εστιάζεται στην μετά θάνατον ζωή και στη σωτηρία της ψυχής τους. Όλοι δέχονται ότι το σώμα τους είναι ευτελές και φθαρτό και το χαρακτηρίζουν πήλινο ή ταπεινό. Όλοι, επίσης, έχουν συνείδηση της αμαρτωλότητας της ψυχής τους και πιστεύουν ότι πρέπει να επιδιώξουν, πριν εγκαταλείψουν τα γήινα, να την αποκαθάρουν από τις αμαρτίες, ώστε να τη σώσουν και να απολαύσουν την μετά θάνατον ευδαιμονία. Ποιοι όμως είναι οι δρόμοι για τη σωτηρία της; Για το ζήτημα δεν έχουν καμία αμφιβολία ή σκεπτικισμό. Ο πρώτος δρόμος είναι η μετάνοια. Για τον λόγο αυτόν, σε όλες τις διαθήκες, όταν ο άνθρωπος έρχεται ενώπιος ενωπίω με το πεπρωμένο του θανάτου,  η μετάνοια εκφράζεται με την παροχή συγγνώμης σε  όλους τους ορθοδόξους χριστιανούς.  Ο δεύτερος δρόμος είναι οι αγαθοεργίες.  Όμως, αυτές αφορούν τους οικονομικά ισχυρούς, οι οποιοι μπορούν να διαθέσουν μέρος της περιουσίας τους, για να βοηθήσουν  φτωχούς, ορφανά και γενικά ανθρώπους αναξιοπαθούντες.  Και, όπως είδαμε, η ακλόνητη χριστιανική πίστη για τη σωτηρία της ψυχής, μέσω της έμπρακτης αγάπης προς τον πλησίον, οδηγεί σε συγκινητικές πράξεις χριστιανικής φιλαλληλίας, όπως είναι η πράξη του Ζήσιμου Σκιαδαρέση, που, ξεπερνώντας ακόμα και τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής, αφήνει μέρος της περιουσίας του σε ορφανές κορασίδες, ακόμα και αν αυτές είναι «αμαρτωλές»!  Αλλά στη συνείδηση των ανθρώπων η σωτηρία της ψυχής είναι αδιανόητη, αν δεν γίνουν «τα καλά της ψυχής» του θανόντος, δηλαδή η κηδεία, τα μνημόσυνα και οι σχετικές θρησκευτικές  τελετουργίες. Και είναι τόσο ισχυρή η πεποίθηση αυτή, ώστε όλοι να διαθέτουν, ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες, ένα μέρος από τα αγαθά τους για τον σκοπό αυτόν. Από άλλη άποψη, οι εκτελεστές των διαθηκών, διαποτισμένοι από το φόβο της Θείας τιμωρίας, δεν διανοούνται να αγνοήσουν τις εντολές των διαθετών, κάτω από την απειλή  της λογοδοσίας τους  «εν ημέρα Κρίσεως». Με τα δεδομένα αυτά, θα μπορούσαμε να πούμε  ότι η ορθόδοξη χριστιανική πίστη είναι η  ενοποιός δύναμη  πάνω στην οποία στηρίχτηκε η κοινωνική συνοχή,  αναγκαία προυπόθεση συντήρησης της εθνικής συνείδησης του ελληνισμού σε δύσκολες εποχές.  

Σημειώσεις

  1. Άγγελος Γ. Χόρτης, Συμβολή στην οικονομική ιστορία της Λευκάδας, σ. 22
  2. Αtti Spiridion Marazzo,  2  Σεπτεμβρίου 1754
  3. Atti papa Giovanni Dessalermo  22  Δεκεμβρίου 1752
  4. Π.Γ.Ροντογιάννης, Ιστορία της νήσου Λευκάδος,Ε.Λ.Μ. Αθήνα 1980.τ. Α,  σ. 526
  5. Atti Spiridion Marazzo, 23 φεβρουαρίου 1753
  6. Καρύδης Σπύρος Χ.,  Ορθόδοξες αδελφότητες και συναδελφικοί ναοί στην Κέρκυρα, 15ος-19ος αιώνας. Σταμούλης
  7. Atti papa Giovanni Dessalermo,22 δεκεμβριου 1752
  8. Αγγελος Γ. Χόρτης, όπ.π. σς. 7-8, 131-133
  9. Άγγελος Γ. Χόρτης, όπ.π. σς. 105-107
  10. ΆγγελοςΓ. Χόρτης,, όπ.π., σ. 22 Ο Ιωάννης Λάζαρης είχε πολλά κτήματα παραχωρημένα από τους Ενετούς.
  11. Άγγελος Γ. Χόρτης, οπ. π., σς.204-205

*Ο Άγγελος Γ. Χόρτης είναι διδάκτωρ Ιστορίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πτυχιούχος των τμημάτων Ιστορικού- Αρχαιολογικού και Βυζαντινού Νεοελληνικού της ίδιας Σχολής, πτυχιούχος του Διδασκαλείου Μέσης Εκπαιδεύσεως και Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων. Έχει διδάξει επί σειρά ετών σε σχολές επιμόρφωσης Φιλολόγων
(ΣΕΛΜΕ, ΠΕΚ) στην Πάτρα και στην Αθήνα και έχει συμμετάσχει, με ανακοινώσεις του, σε ελληνικά και διεθνή επιστημονικά συνέδρια. Ειναι συγγραφέας συλλογικών βιβλίων Ιστορίας, ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες της Λευκάδας.

Προηγουμενο αρθρο
Γκάλοπ για την τύχη του Κάστρου
Επομενο αρθρο
Η θεωρία των «σπασμένων παραθύρων» και το Κάστρο

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.