HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΟ βασιλιάς της Ασίνης

Ο βασιλιάς της Ασίνης

Άγγελος  Γ.  Χόρτης*
Ο βασιλιάς της Ασίνης

Ένα στοχαστικό ποίημα του Γιώργου Σεφέρη για τη φθορά, το κενό, την απώλεια…

Στην άμμο τα έργα στήνονται μεγάλα των ανθρώπων
Και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το πόδι
Κ. Καρυωτάκης, Φθορά

Το ποίημα

Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα
πράσινη και χωρία αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου παγονιού
μάς δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ’ άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.
Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
Και το φώς τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα
Κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυό χρόνια τώρα
Άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φώς
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα
κι ο ίδιος ήχος μές τη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω από την προσωπίδα
Παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
«Ασίνην τε… Ασίνην τε» και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι
κάτω από την προσωπίδα ένα κενό.
Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βοστρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα σκήνωμα ζωής
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει
οχείμαρρος του ήλιου
με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.
Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς
υπάρχουν η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μές τη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα μές στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.
Ασπιδοφόρος ό ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
Κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
Χτύπησε πάνω στο φώς σαν τη σαίτα πάνω στο σκουτάρι:
«Ασίνην τε Ασίνην τε». Να’ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρόπολη
γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω στις πέτρες.
Ασίνη, καλοκαίρι ’38-Αθήνα, Γεν ‘40

(Διατήρησα την ορθογραφία του ποιητή, εκτός από τα πνεύματα και τις περισπωμένες)

Η ποιητική σύλληψη έχει ως αφετηρία την επίσκεψη του ποιητή στον αρχαιολογικό χώρο της Ασίνης, αρχαίας πόλης των Μυκηναϊκών χρόνων, που αναφέρεται στην Ιλιάδα του Ομήρου. Ωστόσο, ο Σεφέρης που έχει άμεση επαφή με τα πράγματα, δηλαδή με το συγκεκριμένο, ξεκινά τη σύνθεση του ποιήματος, αφορμώμενος από απτές εμπειρίες, που αποκομίζει από το φυσικό τοπίο. Ο ποιητής περιφέρεται ανάμεσα στα ερείπια του κάστρου της Ασίνης, αναζητώντας τα ίχνη του Μυκηναίου βασιλιά της και βλέπει τον χώρο να «χρωματίζεται» από τις προσωπικές του σκέψεις και τη διάθεσή του.

Η πρώτη του εμπειρία είναι η οπτική επαφή  με την πράσινη θάλασσα «από το μέρος του ίσκιου», που με το χρώμα και την ακινησίατης του θυμίζει το στήθος σκοτωμένου παγωνιού. Το μέρος του ίσκιου, η επιφάνεια της θάλασσας που δίνει την αίσθηση σκοτωμένου παγωνιού, η ακινησία υποδηλώνουν από την αρχή την απουσία ζωής. Από το άλλο μέρος, η παραβολή  της ακύμαντης  θάλασσας με τον καιρό, δηλαδή με τον χρόνο, που και αυτός, όπως και η θάλασσα, δεν έχει χάσματα, υποδηλώνει την «καταβύθιση» του ποιητή σ’ αυτόν ( «…εκεί που η θάλασσα όπως ο καιρός μας δέχθηκε χωρίς κανένα χάσμα»). Από άλλη άποψη, οι συνυποδηλώσεις του χρόνου, που παραπέμπουν στη φθορά, φανερώνουν ότι η ποιητική ιδέα αρχίζει να ανελίσσεται. Η βαθμιαία αποδέσμευση του ποιητή από το παρόν και η  «μετάβασή» του στον ποιητικό στοχασμό δίνεται με έξοχο ποιητικό τρόπο. Πρόκειται για δύο εικόνες από τις οποίες η πρώτη είναι  οι φλέβες, δηλαδή οι ραβδώσεις του βράχου, οι οποίες παραβάλλονται με στριμμένα κλήματα γυμνά και πολύκλωνα που φτάνουν μέχρι το νερό της θάλασσας. Το μάτι του ποιητή τις παρακολουθεί, αλλά το μπέρδεμά τους αδυνατίζει τη ματιά του, προετοιμάζοντάς  τον έτσι για τον στοχασμό. Αλλά και η εικόνα  που δίνεται «από το μέρος του ήλιου», το φως του οποίου, αντανακλώντας, «τρίβει διαμαντικά στα μεγάλα τείχη», μπροστά από τον μακρύ ολάνοιχτο γιαλό, συνδέεται και αυτή με την απουσία που τη «σκεπάζει»: «κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα κι ο βασιλιάς της Ασίνης…άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι απ’ τον Όμηρο μόνο μια λέξη ριγμένη εδώ σαν την εντάφια  χρυσή προσωπίδα». Το τοπίο «σφραγίζεται» έτσι με την απουσία ζωής. Είναι, συνεπώς, προφανές ότι ο Σεφέρης το χρησιμοποιεί  ως αφετηρία για την ανάπτυξη της ποιητικής ιδέας.

Με αφετηρία το τοπίο, αρχίζουν να λειτουργούν στη συνείδηση του ποιητή οι συνειρμοί. Το παρόν συνδέεται με το παρελθόν, με επίκεντρο και συνδετικό αρμό την ποιητική ιδέα της απουσίας και του κενού. Το χωρίς ζωή τοπίο συμπλέκεται με την ομηρική Ασίνη και τον χαμένο βασιλιά της και, ακόμα, με τη χρυσή προσωπίδα που έρχεται από το παρελθόν, αλλά δεν σκεπάζει πια τίποτα. Αυτό το τίποτα δίνεται ποιητικά, καθώς ο ήχος της προσωπίδας παραβάλλεται με την αίσθηση που δοκίμασε ο ποιητής αγγίζοντας ένα στεγνό ταφικό πιθάρι, αλλά και με τον ήχο των κουπιών στη θάλασσα, προφανώς της Ασίνης. Σε όλα τα στοιχεία που συνδέονται με αναλογία (προσωπίδα, πιθάρι, κουπιά) αλλά και στο τοπίο και τον βασιλιά με τον οποίο αυτό συνδέεται, υπόκειται το κενό και η απουσία. Ο ποιητής «πολιορκείται», λοιπόν, από την αίσθηση της απουσίας και ο βασιλιάς της Ασίνης, δεμένος με το παρόν, γίνεται κυρίαρχο σύμβολο ζωής που χάθηκε μέσα στον χρόνο ή που μαρμάρωσε στο πέρασμά του.

Τον «απόντα» βασιλιά της Ασίνης, τον χαμένο μέσα στον στρόβιλο του χρόνου, ο Σεφέρης τον βλέπει «παντού μαζί μας», δηλαδή βλέπει τη μοίρα του δεμένη με τη δική μας, βλέπει  ότι κουβαλάμε μαζί μας, ότι βιώνουμε την απουσία και το κενό. Ο ποιητής, ξεκινώντας από την προσωπίδα, δηλαδή από την «επιφάνεια» της ατομικής μας ύπαρξης, βλέπει το κενό, την αίσθηση της απουσίας που κουβαλάμε μαζί μας. Χαμένη η Ασίνη, διαλογίζεται, χαμένος ο βασιλιάς της, αέρας και φτερουγίσματα πουλιών οι πόθοι και οι στοχασμοί του, αγάλματα τα παιδιά του, σ’ άφαντο λιμάνι αραγμένα τα καράβια του ( «Ασίνην τε…Ασίνην τε και τα παιδιά του αγάλματα κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας στα διαστήματα των λογισμών του και τα καράβια του αραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι»). Με αφορμή, λοιπόν, την Ασίνη και τον βασιλιά της, ο Σεφέρης καταγράφει την ανθρώπινη περιπέτεια, την περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης, τη φθορά, το κενό, την απουσία, τον θάνατο. Αυτό το κενό, κάτω από την «επιφάνεια» της ύπαρξής μας (« Πίσω από τα μεγάλα μάτια… ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας») που δεν φαίνεται, γιατί σημαδεύει την ψυχή μας, είναι το σκοτεινό σημείο που «ταξιδεύει σαν το ψάρι» κάτω από «την αυγινή γαλήνη του πελάγου» και δίνεται συμβολικά με σημάνσεις- εμπειρίες, που δηλώνουν απώλεια, απουσία, θάνατο. Καταγράφουμε τις εμπειρίες αυτές: είναι «το πουλί που πέταξε με σπασμένη φτερούγα», η «νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει  με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού…», « η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο», «κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει ο χείμαρρος του ήλιου με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη». Όλες οι εμπειρίες αυτές, περισσότερο ή λιγότερο κρυπτικές, υποδηλώνουν φθορά, απώλεια, απουσία, θάνατο. Η πρώτη, το πουλί που πέταξε λαβωμένο, υποδηλώνει, ίσως, θάνατο. Η δεύτερη, η νέα γυναίκα που έφυγε καλοκαίρι φανερώνει ερωτική απώλεια, ενώ η τρίτη, η ψυχή που γύρεψε τον κάτω κόσμο είναι καθαρά εμπειρία θανάτου, στην οποία διακρίνουμε επιδράσεις από την ομηρική Νέκυια ( Οδυσσείας λ), δηλαδή την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη, όπου συναντήθηκε με τους νεκρούς. Τέλος, η τέταρτη σηματοδοτεί την παρακμή, την περιπέτεια του τόπου και της πατρίδας, που, στο πέρασμα του χρόνου, το παρελθόν της μετατράπηκε σε μνημεία, που, εννοείται, δεν μας εμπνέουν, ώστε να προχωρήσουμε σε δημιουργική δράση, αφού το παρόν της σημαδεύεται από μια κατάσταση αποτελμάτωσης, που μας γεννά θλίψη θανάτου. Κοντά στην οικουμενική ματιά του ποιητή και η άγρυπνη έγνοια του για την πατρίδα.

Ο Σεφέρης, βαθύς γνώστης της αρχαίας μας γραμματείας, μας φέρνει κοντά στις πνευματικές μας ρίζες, αφού η ιδέα της φθοράς και της απώλειας τη διαποτίζουν, όπως φαίνεται στον  Όμηρο, όπου η ανθρώπινη ζωή παραβάλλεται με τα φύλλα: «ώσπερ φύλλων γενεήτοίη δε και ανδρών…» ( Ιλιάδος Ζ, 147), δηλαδή σαν τα φύλλα των δέντρων είναι η γενιά των ανθρώπων…, το ίδιο  στον  λυρικό Μίμνερμο «ημείς δ’ οία τε φύλλα φύει πολυάνθεμοςώρη έαρος…», δηλαδή σαν τα φύλλα κι εμείς που φέρνει η πολυανθισμένη Άνοιξη… και στον σκοτεινό φιλόσοφο, τον Ηράκλειτο, όπου ο χρόνος παραβάλλεται με παιδί που παίζει ζάρια και πάντα κερδίζει: «Αιών παις εστί παίζων, πεσσεύων. Παιδός η βασιληίη» (Ηρακλείτου, απόσπασμα 52),δηλαδή παιδί που παίζει ζάρια είναι ο χρόνος,  του παιδιού είναι η βασιλεία. Και στον απόηχό τους  η εκκλησιαστική γραμματεία: ΄΄άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού, ωσεί άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει, ότι πνεύμα, διήλθεν εν αυτώ και ουχ υπάρξει…» (Ψαλμός 102), δηλ.σαν χορτάρι είναι η ανθρώπινη ζωή, σαν αγριολούλουδο που με το φύσημα του αέρα θα χάσει τα άνθη του και θα χαθεί…

Ο ποιητής, συνείδηση της εποχής του, διαλογίζεται και οι σκέψεις του είναι πικρές. Η αίσθηση της φθοράς, της απώλειας, της απουσίας και του κενού δίνονται ποιητικά με τις «χαλασμένες γραμμές, το πέρασμα της βροχής, του αέρα και της φθοράς», με την εναγώνια αναζήτηση των δικών μας προσώπων, που «λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες τη ζωή μας» και έγιναν «σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την απεραντοσύνη του πελάγου». Ακόμα με το φιλοσοφικό ερώτημα αν απομένει κάτι από αυτούς και με το πικρό καταστάλαγμα μήπως δεν απομένει τίποτα παρά μόνο «η νοσταλγία του βάρους  μιας ύπαρξης ζωντανής», έτσι που καταντάμε «ανυπόστατοι», αφού η ανθρώπινη ύπαρξη νοείται πάντοτε σε συνάρτηση με τους άλλους, με όσους αγαπήσαμε και είναι κομμάτι του εαυτού μας. Οι στοχασμοί και τα συναισθήματα του ποιητή αποτυπώνονται και αισθητοποιούνται με την απαράμιλλη εικόνα της ιτιάς: μοιάζουμε σαν τη φριχτήιτιά στις όχθες του ρέματος, το οποίο παρασέρνει «βούρλα ξεριζωμένα μές το βούρκο», υποδηλούμενη παρομοίωση με τον χρόνο που παρασέρνει στον θάνατο και την ανυπαρξία μορφές χαμένες της ζωής. Ο ποιητής είναι, λοιπόν, και αυτός ένα κενό, αφού έφτασε στην πικρή γνώση και την κουβαλά μαζί του και μέσα στην ποίησή του.

Με την τελευταία εικόνα ο ποιητής επανέρχεται στο φως: ο ήλιος ανεβαίνει στο στερέωμα  σαν «ασπιδοφόρος»  πολεμιστής. Απ’ το σκοτάδι της σπηλιάς μια νυχτερίδα πετάχτηκε και «χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαίτα στο σκουτάρι». Αυτή η κίνηση κάνει τον ποιητή να αναρωτηθεί μήπως η νυχτερίδα ήταν ο χαμένος βασιλιάς της Ασίνης, που κινείται ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, ανάμεσα στον θάνατο και τη ζωή, καθώς ζωή και θάνατος είναι αξεδιάλυτα δεμένα. Επιλογικά, θα έλεγα ότι ο Σεφέρης είναι ένας βαθύτατα στοχαστικός ποιητής, με φιλοσοφικό υπόβαθρο στην ποίησή του. «Κολυμπώντας» στην ίδια κοίτη με τους μεγάλους Έλληνες  ποιητές και στοχαστές της αρχαιότητας, τον Όμηρο, τους τραγικούς, τους λυρικούς κ.λπ. διαλογίζεται για τα μεγάλα προβλήματα της ζωής και της ύπαρξης, για την ανθρώπινη περιπέτεια ή, με άλλους λόγους, για το ανθρώπινο δράμα με τις συμπαρομαρτούσες πίκρες και οδύνες. Η αίσθηση της φθοράς, της απώλειας, της απουσίας, του κενού, οι χαμένοι φίλοι που «λιγόστεψαν τόσο παράξενα μές τη ζωή μας», ο χρόνος που τα παρασύρει όλα στο διάβα του, καθώς και άλλες σημάνσεις στη σεφερική ποίηση , όπως οι νεκροί των πολέμων, (ας θυμηθούμε πόσο επηρέασε τον Σεφέρη η Μικρασιατική καταστροφή αλλά και ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος), οι σύντροφοι που χάθηκαν, τα σπίτια που μας πήραν, είναι όψεις του πανάρχαιου δράματος της ζωής, επίκαιρου στην εποχή του ποιητή, επίκαιρου στη σημερινή εποχή, επίκαιρου και στους μελλούμενους καιρούς. Αυτή η διαχρονικότητα και η καθολικότητα καθιστά τον Σεφέρη ποιητή οικουμενικό, συνεχιστή της μεγάλης ελληνικής ποιητικής παράδοσης από τον Όμηρο μέχρι σήμερα και, κατά την άποψή μου, τον μεγαλύτερο, ίσως, Νεοέλληνα ποιητή.      

      *Ο Άγγελος Γ. Χόρτης είναι διδάκτωρ Ιστορίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πτυχιούχος των τμημάτων Ιστορικού- Αρχαιολογικού και Βυζαντινού Νεοελληνικού της ίδιας Σχολής, πτυχιούχος του Διδασκαλείου Μέσης Εκπαιδεύσεως και Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων. Έχει διδάξει επί σειρά ετών σε σχολές επιμόρφωσης Φιλολόγων
(ΣΕΛΜΕ, ΠΕΚ) στην Πάτρα και στην Αθήνα και έχει συμμετάσχει, με ανακοινώσεις του, σε ελληνικά και διεθνή επιστημονικά συνέδρια. Ειναι συγγραφέας συλλογικών βιβλίων Ιστορίας, ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες της
Λευκάδας.

                                                                                                                                                                                                                                            

Προηγουμενο αρθρο
Ενίσχυση για ξενοδοχειακή επένδυση στη Λευκάδα
Επομενο αρθρο
Η ΝΔ, η κατάργηση της δόμησης στις μικροϊδιοκτησίες και οι... «διευκολύνσεις» του κ. Θ. Καββαδά!

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.