HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΟ θάνατος του γύφτου

Ο θάνατος του γύφτου

Γράφει ο Πάνος Ροντογιάννης

Κάποτε κοντά στον Κουζούντελη

-Ούτε ψωμί πια μας ζητάς, ούτε νερό χαλεύεις.
Πάρε τσιγάρο γέροντα να στηλωθεί η ψυχή σου.
Ακούστηκε η βαριά φωνή γερόντισσας τσιγγάνας,
που ρίχνει ξύλα στη φωτιά, σκυφτή μες το τσαντήρι.
-Δεν είν’αρρώστια, μάνα μου, γεράματα είναι βλέπεις,
της λέει ο γιος που στο τροχό ψαλίδι ακονίζει.
Εκείνη αργά σηκώνεται, μισή στη πόρτα βγαίνει
και σκούρο σύγνεφο ο καπνός πιο πίσω ακολουθάει.
Το πρόσωπό της σαν κορμός αγραπιδιάς σκαμμένο,
κιτρινισμένα τα μαλλιά απ΄το μαντήλι φεύγουν,
μα έχει ακόμα στη ματιά, της λευτεριάς τη φλόγα.

Πέφτει αργά το σούρουπο, οι ίσκιοι μεγαλώνουν
κι οι τιναχτάδες πια γυρνούν κατάκοποι στο σπίτι.
Παρέκει στέκουν σιωπηλά μ’άγρυπνες τις αισθήσεις,
πεντέξι σχολιαρόπαιδα που μόλις εσκολάσαν
και γράφουν κάθε κίνηση και κάθε αχό ρουφάνε,
για να γεμίσουν τ’άγραφο της μνήμης τους βιβλίο.
Ακούνε τα παράξενα τα λόγια της τσιγγάνας
και βρίσκουν έτσι τον καιρό να πάρουν μιαν ανάσα,
πριν πιάσουν τον ανήφορο τσΆγίας Κατερίνης,
που θα τα βγάλει στο χωριό μετά μιας ώρας δρόμο.
Γνωρίζουν πως στο στρώμα του ο γέρος παραδέρνει,
τρεις μέρες πια ψυχομαχάει, τρεις μέρες και δυο νύχτες.
Και το ένα λέει στ’άλλα παιδιά:-Θα χάζεψε η τσιγγάνα.
Ενώ πεθαίνει ο φουκαράς τσιγάρο αυτή του δίνει.
Ωστόσο τα ποδάρια τους δε λένε να κινήσουν
και οι ματιές τους σμίγουνε στου τσαντηριού τη πόρτα,
που στέκει βίγλα η γύφτισσα κι απ΄τα θολά της μάτια
διαβαίνει αργά η ξέγνοιαστη και περιπαίχτρα ομάδα.
Ο Μάρκος ο μαυρόμαλλος, με σταθερό ποδάρι,
ανοιχτομάτης, σοβαρός, στη γλώσσα πειραχτήρι,
που έχει λόγο πειστικό και όλοι τον ακούνε.
Ο Γιάννης σβέλτος, θετικός, μα τρίτος στ’ανηφόρι,
ή πρώτος κάποτε έρχεται γιατ’έχει γληγοράδα
κι έτσι ξεφεύγει τ’Άγγελου του μακρυποδαράτου,
που’ναι αψύς, δουλευτεράς κι έχει αξιώματά του:
‘’Ο μήποτ’εργαζόμενος, μηδέ και εσθιέτω’’
‘’κι αν έχεις θάρρος, το ταχιά θα’ν πιο καλό από φέτο.’’

Ψηλός κι ο Γιώργος, ψαλμωδός, που του ακούν τη γνώμη,
μα είναι πάντα σοβαρός κι όταν γελάει ακόμη.
Ο Νάσος που μας διαλαλεί απ’το παλιό βιβλίο:
‘’Δαρείου και Παρυσάτιδος γίγνοται παίδες δύο.’’
Καλά που γίναν μόνο δυο, γιατί αν ήταν κι άλλοι,
θα γίνονταν οι πόλεμοι ακόμα πιο μεγάλοι,
η Καββαδού θα έβαζε περσσότερη ιστορία,
μα έχουμε ελιές για μάζωμα εμείς, στου Παπαντρία.
Ο Λάμπρος πάντα σκεφτικός, στο νου του όλα τα κλώθει,
τον έκαμε η φιλόλογος ανασφαλής να νοιώθει.
Ο Πάνος με αστράγαλους πάντοτε πληγωμένους
-αξαίνουν οι πατούσες του μα τα παπούτσια ίδια-
και νοιώθει τα ποδάρια του ασήκωτα για μήνες.
Μα όταν φτάνει στο χωριό και τα παπούτσια βγάνει
στο σάλτο και στο τρέξιμο λαγός δε τονε φτάνει.
Αποξεχνιέται η γύφτισσα τους μαθητές κοιτώντας
και μες το νου της αστραπή διαβαίνει η ζωή της.
Μα ξάφνου ο γιος αμίλητος απ’το τσαντήρι βγαίνει…
Κατάλαβε η σκηνήτισσα και λέει πικραμένη:
‘’Τις χειμωνιές βαρέθηκε, μα και τα καλοκαίρια,
σ’άπονο κόσμο απλώνοντας τ’αδύναμά του χέρια
και να μετρήσει ποιος μπορεί τις νύχτες που στο στρώμα
μισόγυμνος κοιμήθηκε χωρίς μπουκιά στο στόμα;
Βαρέθηκε…μας άφησε.’’Τον ουρανό κοιτάζει
κουνάει τα δυο χέρια της κι αυτά τα λόγια κράζει:
Άμε Γιωργάκη στο καλό.Γενναίο είχες σπόρο,
εγεννοβόλησες παιδιά και γέμισες το χώρο,
το δρόμο τον τσιγγάνικο κι αυτά ακολουθάνε,
της φτώχειας και της λευτεριάς, τον πήρανε και πάνε.’’
Είπε και ρίχνει στα παιδιά το κουρασμένο βλέμμα.
-Άντε κι εσείς στα σπίτια σας. Τελείωσε το έργο.
Εχάθηκε μες τη σκηνή και τα παιδιά με φόρα
ορμήσαν στον ανήφορο, ποιο θα τον βγάλει πρώτο.

Προηγουμενο αρθρο
Π.Ε. Λευκάδας: Σε εξέλιξη τα έργα αντιστήριξης στη «Βρύση» στο Καλαμίτσι
Επομενο αρθρο
1877- Γυναίκα με παραδοσιακή φορεσιά της Λευκάδας

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.