HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΤο πανηγύρι της Κοντάραινας κι ο Μέγας Ναπολέων

Το πανηγύρι της Κοντάραινας κι ο Μέγας Ναπολέων

Γράφει ο Παναγιώτης Σκληρός

Τρίτη του Πάσχα η Κοντάραινα γιόρταζε πάντοτε με δύο και τρείς ζυγιές κλαρίνα. Η γιορτή ήταν για την Παναγία που η εκκλησία γιορτάζει το δεκαπενταύγουστο αλλά τότε το χωριό ήταν όλο στον κάμπο και μάζευε-έλιαζε τη σταφίδα. Έτσι, μετατοπίστηκε η γιορτή για την Τρίτη του Πάσχα γιατί την Δευτέρα του Πάσχα γιόρταζε το γειτονικό χωριό, το Μαραντοχώρι, τον Αη Γιώργη με το ομώνυμο ξακουστό μοναστήρι.

Μαγαζιά στήνονταν μπροστά στον Αη Σπυρίδωνα αλλά και στου Στάθη του Πολίτη και λίγο πιο κάτω, απέναντι απ το λιοτριβειό του Σπυρογιάννη. Αργότερα που κατέβηκε σιγά σιγά το χωριό στο δημόσιο δρόμο, τα μαγαζιά στήνονταν εκεί στου Κεραμίδα αλλά και στο πλατανάκι. Για ψυγείο είχαν τα πηγάδια με τους σύσκλους γιομάτους εμφιαλωμένες λεμονάδες και μπύρες. Αργότερα τα… πηγάδια με το κρύο νερό, αντικαταστάθηκαν με βαρέλια γεμάτα πάγο. Αν θυμάμαι καλά γινόταν και αλογοδρομίες απ’ το Μαραντοχώρι μέχρι τον πλάτανο της Κοντάραινας στα πηγάδια. Θυμάμαι όμως τον συγχωρεμένο τον παπά Κώστα Ραυτόπουλο πριν γίνει παπάς (ήταν ράφτης), να τερματίζει μ’ άσπρη τρανή φοράδα!

Οι κομπανίες ήταν όλες με κλαρίνο-απ ότι θυμάμαι κι απ ότι έχω διαβάσει σε συνεντεύξεις ντόπιων από εργασίες του Σπύρου του Σκλαβενίτη- πολύ παλιά με ζουρνά  γιατί στο κοντινό Μαραντοχώρι και στην Εύγηρο υπήρχαν ζουρνατζήδες δεξιοτέχνες όπως ο  Σπύρος Αντωνίου Φατούρος ή Σπυρούτσος ή Γεωργαλάκης κι ο  Σπύρος Φατούρος ή Λύγκος.
Πιο παλιός ζουρναδόρος ήτανε ο Στάθης Γρηγορίου Φατούρος ή Ρίτζος ή Τσεκούρας. Όργανο και λίγο ζουρνά  έπαιζε ο Χρήστος Φατούρος ή Καριόλος.

Όλοι αυτοί τραγουδούσαν κιόλας. Στα πανηγύρια του Μαραντοχωριού και της Κοντάραινας που κράταγαν δυό μέρες, έχουν παίξει ο Σαλέας ο παλιός, ο Γ. Βασιλόπουλος ,ο Δ. Τσιρούφλης κι ο Ν. Βρυώνης, ο Θανάσης ο Βλάχος αλλά όπως μου΄χε πει ο πατέρας μου είχε χορέψει στο πανηγύρι με την κομπανία του Τάσου και του Φώτη Χαλκιά! Κλασσική παρουσία ήταν ο τραγουδιστής Τάκης Καρναβάς απ’ το Ξηρόμερο αλλά και η Γιώτα Χαλκιά με το Μάκη Βασιλειάδη, η Τασσία Βέρρα και άλλοι. Τώρα, τα πανηγύρια σταμάτησαν γιατί έχασαν το λαϊκό χαρακτήρα τους κι έγιναν «συνεστιάσεις συλλόγων» με άλλα ακούσματα.

Μια κομπανία με τον Βασίλη Σαλέα τον παλιό, την Τασσία Βέρρα και άλλους. Μπροστά η… θήκη του βιολιού!!

Μαζευόταν οι φαμίλιες με τα καλά τους ρούχα, έπιαναν τραπέζι και παράγγελναν το τραγούδι για τον καθένα ενώ στη θήκη του βιολιού που ήταν μπροστά απ την ορχήστρα ( που πάντα ήταν καθιστή σε καρέκλες), «έπεφτε το χρήμα και γέμιζε η θήκη». Απ’ αυτά μοιραζόταν όλη η ορχήστρα το ξημέρωμα.

Χορευτές που πήγαιναν σε όλα τα τοπικά πανηγύρια ήταν  ο Νίκος ο Μπέκος, ο Γιώργος ο Τζούρλος, ο Βασίλης ο Γαλάτσος και άλλοι που δεν θυμάμαι. Ερχόταν κι απ’ άλλα χωριά χορευταράδες που εμείς οι μικροί τους χαζεύαμε όπως ο Μήλαρης και ο Ζέρβας. Ξεχωριστή παρουσία που σαν παιδί μου είχε κάνει εντύπωση ήταν ο Μήτσος ο Πατσάς που χόρευε ένα ξεχωριστό χορό. Ήταν σόλο χορός και τον χόρευε μόνος του. Ο Μήτσος υπήρξε καλός οικογενειάρχης αλλά έφυγε νωρίς, ευτυχισμένος όμως, επάνω σ’ ένα χορό!!  Έψαξα, βρήκα τον χορό και τον θυμήθηκα. Λέγεται «Μαρς Ναπολέων». Δυτικότροπος σκοπός με θέμα από τα ακούσματα των στρατιωτικών Γαλλικών μπάντων που έστελνε ο Ναπολέων στο φίλο του Αλή Πασά μετά την αγοραπωλησία της Πάργας!

Εκεί, στον Αϊ-Σπυρίδωνα είναι αυτή η φωτογραφία περίπου στα 1949-1950 δια χειρός Νίκου Σκληρού-Πεντελαίου. Του φωτογράφου της Ελληνικής υπαίθρου που γύριζε με μια φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη χιαστί κι «όργωνε» τις ραχούλες και τους κάμπους, όπου ακουγόταν αγροτική λαλιά..

Η μάνα μου εδώ, χορεύει με κορμοστασιά λαμπάδα κι ο πατέρας την κρατεί και την προσέχει. Στη συνέχεια έπεται όλο το σόι το οποίο θα χορέψει κάθε μια και καθένας τον χορό που παραγγέλλει στα κλαρίνα, αυτόν που τον «πάει καλά». Μπροστά πρώτα οι γυναίκες και στο τέλος οι άντρες της κάθε φαμίλιας. Δεν θυμάμαι τι χόρευε η μάνα μου (ίσως ένα κλασσικό τσάμικο, την Ιτιά πχ) και πάντα σοβαρή αλλά ο πατέρας χόρευε την «κουμπάρα», ένα αργό δύσκολο «μπεράτι» και έκλεινε με τα «κλάματα», συρτό  πρεβεζάνικο. Η μάνα, έχει το χέρι σπαστό στη μέση, ποντάλι απ’ τον Χρύσανθο, φόρεμα με χρυσές τρέσες στο μπούστο και στο τελείωμα κι ο πατέρας, φρεζέ, λευκό πουκάμισο, φαρδύ παντελόνι με ρεβέρ και χειροποίητο πλεχτό ζιλέ!

Παναγιώτης Σκληρός

Προηγουμενο αρθρο
Τραπεζάκια έξω στη Λευκάδα
Επομενο αρθρο
Το πρώτο τραπέζι για απόψε!

4 Σχόλια

  1. Παναγιωτης Σκληρος
    4 Μαΐου 2021 at 19:46 — Απάντηση

    Αγαπητέ μου και πολύτιμε ξάδερφε,σ ευχαριστω πολύ για τα καλά σου λόγια.Θα ηθελα να γνωρίζουν όσοι τιμούν με την ανάγνωσή τους τά όποια αφηγήματά μου, οτι άρχισα να γράφω αφότου μου είπες¨γράφε να μείνουν¨…Αυτό κανω. ΄Οπως το κάνω.
    Οσο για το θείο μας τον Νικο Σκληρό-Πεντελαίο,εχω ηδη έτοιμο κείμενο ,βρηκα και φωτογραφίες αλλα πρώτα θα το…δεις εσυ!!

  2. Παναγιωτης Σκληρος
    4 Μαΐου 2021 at 19:38 — Απάντηση

    Με ¨διαβάσατε¨ καλά , αγαπητέ αναγνωστη. Δεν ειμαι ουτε κανω το συγγραφέα αλλα εχω αυτη ακριβως την αγωνία που διακρίνατε να καταγραφεί,ετσι χωρις ερευνες και φιλολογηματα(που ειναι ζητούμενα),ότι υπαρχει στη σταχτη της μνημης που έρχεται ή φεύγει σαν νερό..Πολύ σας ευχαριστω για την παρατήρησή σας.Πάρα πολύ..

  3. Σπύρος Ι. Φλογαΐτης
    4 Μαΐου 2021 at 19:33 — Απάντηση

    Αγαπητέ ξάδελφε Παναγιώτη, το κείμενό σου είναι εξαιρετικό και διατηρεί στη μνήμη μας και πλέον δια της γραφίδας σου στη γραπτή ιστορία, έθιμα αλλά επίσης ονόματα, τοπονύμια και λέξεις που χωρίς τέτοιες συμβολές θα περνούσαν στη λήθη. ‘Εκανες άριστα επίσης που ανέφερες τον θείο μας, τον μπάρμπα Νίκο Σκληρό-Πεντελαίο, για τον οποίο, όπως έχουμε συζητήσει, περιμένουμε από σένα που είσαι επίσης Πεντελαίος, να γράψεις εκτεταμένα και εμπεριστατωμένα σε κάποιο αφιέρωμά σου. Άν και ένα από τα πιό άξια τέκνα της Λευκάδας και της κοινωνίας των Λευκαδίων της Πάτρας, ο γεωπόνος, φυσιοδίφης, αγροτιστής και οραματιστής Νίκος Σκληρός, δεν είναι γνωστός στη νεώτερη λευκαδίτικη κοινωνία.

  4. Αναγνώστης
    4 Μαΐου 2021 at 08:31 — Απάντηση

    ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΗΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΙΝΟΥΝ.
    Πέρα από συγκινητική, είναι εξαιρετικά σημαντική η συμβολή όσων με προθυμία και ζήλο σε κάθε ευκαιρία «φυσούν τα μισοσβησμένα κάρβουνα της παράδοσης για να ξανακοκκινίσουν».
    Το κείμενο καταδεικνύει την αγωνία του συγγραφέα για τη διαφύλαξη της μνήμης που «γονιμοποιεί» το μέλλον, αφού μέσα από τα λαϊκά δρώμενα-παραδόσεις του τόπου που άντεξαν στο χρόνο, -έστω και σε μικρότερο βαθμό- εκφράζεται ένα πλήθος σημαντικών εκφράσεων του τοπικού πολιτισμού σε σχέση με τον κύκλο της ζωής που δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε στις κοινωνίες της υπαίθρου με τους καημούς, πόθους, ξενιτιά, περιπέτειες, χαρές, λύπες, πειράγματα κ.λ.π..
    Στο άκουσμα τους είναι αναπόφευκτα τα συναισθήματα αναπόλησης και νοσταλγίας, αφού ξυπνούν οι συλλογικές μνήμες με τα όνειρα , τις συγκινήσεις τα πάθη και τις αγωνίες .
    Όλες αυτές οι αναδύσεις στην παράδοση – που δεν υποκαθιστούν καθόλου την επιστημονική –λαογραφική έρευνα-μπορούν να γίνουν εργαλείο για να «ξαναβλαστήσουν οι ρίζες που παραμένουν χλωρές».
    Από κει και πέρα θίγονται με εξαιρετικά ευρηματικό τρόπο σημαντικά κομμάτια της παράδοσης με κυρίαρχο το θέμα του πανηγυριού, άρρηκτα συνδεδεμένου με το θρησκευτικό στοιχείο, τη μουσική, το χορό και τις υπαίθριες αγορές , που το καθένα έχει τη δικής του συμβολή και εξήγηση.
    Και βέβαια, είναι σημαντικό που αναδεικνύεται στην περιγραφή η δύναμη των πανηγυριών –με ο,τι πλαισιωνόταν- σαν κορυφαίο πολιτιστικό και οικονομικό συνάμα γεγονός, με αμιγώς κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά. Η ιστορία, η θρησκεία, οι παραδόσεις, οι θρύλοι και οι αναμνήσεις σμίγουν σε μια μεγάλη γιορτή.
    Το πανηγύρι ήταν και παραμένει η αυθεντικότερη δημοκρατική μορφή του λαϊκού μας πολιτισμού. Έδινε -με ευγένεια και ήθος- απλόχερα, χαρά και δύναμη στους ανθρώπους των χωραφιών και της σκληρής δουλειάς. Ομόρφαινε τη φτώχεια και έκανε τα πρόσωπα γυναικών και αντρών να ακτινοβολούν, να ονειρεύονται και να ελπίζουν.
    Και το πιο σημαντικό, έφερνε τους ανθρώπους πολύ κοντά, γλύκαινε τις πίκρες και τα βάσανά τους, ένωνε τις ψυχές τους και τα όνειρά τους. Σε κείνες τις εποχές που δεν υπήρχε χρόνος γραφής, η έκφραση όλων των παραπάνω ήταν το τραγούδι κι ο χορός. Με το τραγούδι εκφράζεται η καρδιά. Με το χορό μιλάει η ψυχή, μιλάει το ένστικτο.
    (Για αυτό είναι εξαιρετικά σημαντική η συμβολή των πολιτιστικών συλλόγων αφού σε κείνους έχει εναποτεθεί το βάρος της συνέχειας, της διατήρησης, της εναρμόνισης με τα σημερινά δεδομένα. Δεδομένο όμως που χρειάζεται τη στήριξη της πολιτείας.)
    Καλή συνέχεια και αντοχή στη συνεχή προσπάθεια να αντιμετωπιστούν οι «πολλοί άνεμοι που φυσούν σήμερα πάνω από το κεφάλι μας και πάνε να σβήσουν το ιδιαίτερο άρωμα που βγάζουν τα χώματα της Γης μας» όπως είπε ο μεγάλος Ι. Κακριδής.
    (ευχαριστώ για τη φιλοξενία)

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.