HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΤράτες και Τρατολόοι

Τράτες και Τρατολόοι

Γράφει ο Παναγιώτης Σκληρός

Τράτες είχαν σε όλα τα παραθαλάσσια χωριά. Απ τη Βασιλική μέχρι Λυγιά, Νικιάνα, Σύβοτα, Κάλαμο,Καστό, Βλυχό και φυσικά Μεγανήσι που ήταν όλοι καλοί ναυτικοί κι ευτυχώς είναι αρκετοί ακόμα. Στην πόλη (όπως μου ανάφεραν όσους ρώτησα) δεν υπήρχαν πολλές τράτες γιατί οι βάρκες των ψαράδων εδώ, ήταν προσαρμοσμένες στον δίαυλο και τα ιβάρια. Αργότερα υπήρχαν ανεμότρατες, όπως και τώρα που αράζουν κυρίως μετά την γέφυρα ή όταν έρχονται από ψαριά, μπροστά στης ¨Μαργαρίτας ή  δίπλα στην σιδερένια γέφυρα. Οι πιο πολλοί στην πόλη, είχαν πριάρια μικρά η μεγαλύτερα. Συνήθως στην πόλη έριχναν καλαμωτές και βόλους ακόμα και μέσα στο λιμάνι. Μπορεί βέβαια να υπήρχαν οι «πεζότρατες», όπως π.χ. στον Άγιο Νικήτα (όπως με πληροφόρησε ο φίλος μου ο Δημήτρης Γαρύφαλλος) ο οποίος μου έδωσε και την μια απ τις φωτογραφίες που δημοσιεύω.

Όμως οι πεζότρατες ή μπραγάνι, δεν καλάρανε πολύ βαθειά κι όχι πολύ μακριά απ την βάση τους.

Επίσης ο γρίπος ήταν βασικός τρόπος ψαρέματος στη Λυγιά  και ήταν συνυφασμένος με τις κοινωνικές συνθήκες και τις βιοποριστικές ανάγκες των ανθρώπων των νησιών και των παράλιων περιοχών, όπως σε όλη τη χώρα.
Η αναφορά του Γιάννη Διγενή, προέδρου του Πολιτιστικού Συλλόγου Κατούνας για το Μπραγάνι και το Μπαϊντούζι είναι ενδεικτική: «Η λιόκριση-πανσέληνος είναι μια περίοδος που είναι χαραγμένη στο μυαλό όλων μας. 25 μέρες σκοτάδι και 5 μέρες χαράς, οικογένειες, αντάμωμα, έρωτα, και άλλα πολλά. Έτσι μεγαλώσαμε, έτσι γαλουχηθήκαμε και έτσι έρχεται ακόμα νωπό στο μυαλό μας το μπαϊντούζι, η χαρά, ο γυρισμός των δικών μας ανθρώπων, του πατέρα του παιδιού. Μπαϊντούζι ονομαζόταν το πενθήμερο διάστημα -πριν και μετά την πανσέληνο- κατά το οποίο τα ψαροκάϊκα (τα γρι-γρι νύχτας) δεν ψαρεύουν, με αποτέλεσμα τα πληρώματά τους να μένουν στα σπίτια τους με τις οικογένειες τους.

Οι τράτες με τα κουπιά έφταναν μέχρι Αμβρακικό (Βόνιτσα, Κορωνησία, χελοϊβαρο (κάτω απ το Δρυμό), Ζαβέρδα, Βαθειαβάλη, ακόμα και Καρβασαρά (Αμφιλοχία) τον καιρό της σαρδέλας ή Πρέβεζα για γόπες και σαρδέλα αλλά και μεχρι τον Πατραϊκό (πιθανόν και για καμιά επισκευή σε καρνάγιο).Ο Γιάννης ο Ταμπιούτσης μου είπε ότι η δική τους η τράτα με 6 ζευγάρια κουπιά κι απαραίτητα Βογιάρη, κίνησε απ το Μερτάρι κι έφτασε στη Ζαβέρδα αυθημερόν να καλλάρουν για σαρδέλλα! Οι περισσότερες όμως εξορμήσεις είχαν προορισμό τις σπιάτζες που μπορούσαν εύκολα να φτάσουν και να γυρίσουν αυθημερόν, αρα σε όλη την περίκλειστη θάλασσα από Λευκάδα-Μεγανήσι-Κάλαμο-Καστό και Ακαρνανία. Οι Βασιλικιώτικες οι τράτες έφταναν στο πόρτο κατσίκι, αγιοφύλλι, σκίδι ακόμα και στην έξω μεριά της Κεφαλονιάς, την Αγία Ιερουσαλήμ Ερίσσου, στην Ασσο κλπ. Σύμφωνα με μαρτυρίες, μέχρι Κεφαλονιά έφταναν κι οι τράτες απ το Μεγανήσι, σε διήγηση του Αλέκου Κολυβά όπως την άκουσε από μεγανησιώτη για την τράτα του Περικλή και Γιάννη Πάλμου.

 Σκεφτείτε την διαδρομή Λυγια-Πρεβεζα π.χ. με τα κουπιά η τη Βόνιτσα και την Κορωνησία. Μακρινή διαδρομή για κουπιά!!. Στην Πρέβεζα βέβαια που ήταν μεγάλη πόλη, έμεναν αρκετές μέρες αν τους έκλεινε κι ο καιρός ,πούλαγαν τα ψάρια σε εμπόρους η σπίτι σπίτι στις γειτονιές αλλά πολλές φορές που οι καλάδες ήταν πολύ καλές, πάστωναν τις σαρδέλες σε ξύλινα βαρελάκια η τενεκέδες. Αυτά τα πουλούσαν όταν γύριζαν στη Λευκάδα αλλά έφτιαχναν και για το σπίτι τους ώστε ναχουν ψάρι όλες τις εποχές.

Όπως αφηγείται ένας παλιός ψαράς απ το Μεγανήσι ,«ξεκινάγαμε απ τα Σπήλια η το Βαθύ και φτάναμε Αμβρακικό. Έμπαινε στη θάλασσα το κουπί κι άφριζε το κύμα με το ρυθμό της βόγας. Έμενε στον αέρα και μετά ξανάμπαινε και έσκιζε τη θάλασσα».. Έφταναν λοιπόν στη σπιάτζα που είχε διαλέξει ο καπετάνιος είτε από εμπειρία, είτε από ένστικτο είτε από πληροφορία, καλάρανε και βγαίνανε στην ακτή, στην αμμουδιά.

 Βάζανε στη μέση τους τους κρόκους, κούμπωναν το ξύλινο καρούλι κι άρχιζαν πάλι με ρυθμό βόγας να τραβάνε την τράτα έξω«εεε μπρος,εεελα,οοολα δω, παααμε,εεερχεται» . «Από τους τρατάρηδες ο πρώτος και ο τελευταίος δεν τραβάνε το σκοινί της τράτας. Ο πρώτος κρατάει το σκοινί «απίκο», δηλαδή ανασηκωμένο στον αέρα για να διευκολύνει τους άλλους να το πιάσουν και ο τελευταίος κάνει «ντούκες», δηλαδή τυλίγει το σκοινί σε κουλούρες». Δεν μιλούσε κανείς για το αν έχει η όχι ψαριά αν και το καταλάβαιναν απ το βάρος γιατί εθεωρείτο γρουσουζιά γιαυτο και δεν πλησίαζε κανένας να ρωτήσει αν έχει ψάρια ο σάκος, σε περίπτωση που η καλάδα γινόταν κοντά σε χωριό..Δεν έπρεπε δηλαδή να τους «ανακράζεται» κανενας. Μόνο η βόα ακουγόταν.

Άμα τέλειωνε η καλάδα κι ήταν πλούσια, πολλές φορές έπιαναν και το χορό εκεί γύρω από την τράτα στην αμμουδιά με τα ανασκουμπωμένα πατζάκια, ξυπόλητοι, μουσκεμένοι ως το κόκκαλο αλλά ευτυχισμένοι. Καμιά φορά πίνανε και καμία βολά κρασί απ το μπότι με κάνα κομμάτι ψωμί και τυρί και καμιά ντομάτα και φυσικά με ατόφιες φρέσκες σαρδέλες στη θράκα που άναβαν. Κι ήταν αυτές οι σαρδέλες πεντανόστιμες όπως ψήνονταν σχεδόν ζωντανές με τα λέπια και την αρμύρα τους.. Ο Κώστας Φατούρος-Κατσιμάνης απ τα Σύβοτα μου είπε ότι όπως τούλεγε ο παπούλης του ο Κώστας, στο Λειψόπυργο καλάρανε τράτες η μια μετά την άλλη. Τόσο πολύ ψάρι υπήρχε που οι σαρδέλες ήταν ένα κουβάρι που πλησίαζε στην ακτή κι ήταν πλέον εύκολη δουλειά για την τράτα να τις πιάσει. Στο τέλος της μέρας άραζαν όλες εκει κι εκαναν τσιμούσια με ψητές σαρδέλες στην αμμουδιά!! «Ο Μάρκος είναι προσπαππος μου… Ο παππούς μου ο Κώστας είχε τρατα και μετά αγόρασαν το γρι γρι με τα αδέρφια του και τα πρώτα ξαδερφια (Μανιακιδες). Το γρι γρι το έλεγαν ΚΟΥΛΑ (από την θεία Κούλα από την Εύγηρο που τους πρόσεχε και τους είχε σαν παιδιά της… Αυτό που έλεγε συνέχεια ο παππούς μου ήταν το ποσο ωραία που πέρναγαν σαν έπεφτε η μονταδούρα στο Λιψοπυργο και σε άλλες καλάδες… Εκεί μαζευόταν πολλές τρατες … 4,5 ακομα και 6 καΐκια και καλάριζαν με σειρά… Πολλά τα πειράγματα και τα αστεία…σαν έφτανε η ώρα του φαγητού. Δένανε τα καΐκια όλα μαζί και στήνανε τσιμπούσι σωστό πανηγύρι….».

Οι τράτες ήταν –όπως αναφέραμε ήδη-με 4 ,με 6 και σπάνια με 8 κουπιά δηλαδή 12-16 άτομα συν τον καπετάνιο και ξεκίναγαν για καλάδες πόρτο πόρτο .Καλάδες για λιάνωμα(μαρίδες-σαρδέλας ) κι ότι άλλο μάζευαν.Οι ναύτες έπαιρναν την κότα τους(το μερτικό τους,το μεροκάματο δηλαδή συν τα λιανόψαρα για φαί της οικογένειας) κι οι ιδιοκτήτες είχαν τους μανάβηδες που τα αγόραζαν απ την τράτα κατευθείαν για τα χωριά κυρίως γιατί στα παραθαλάσσια κατέβαιναν οι άντρες στο μόλο κι αγόραζαν ότι χρειαζόταν. Για την πληρωμή του αλιεργάτη-τρατολόγου υπάρχει πολύ εμπεριστατωμένη και λεπτομερής αναφορά απ την κοινότητα Κατούνας.

Τράτες πολλές είχαν στη Λυγιά οι Κατουνιώτες με άξιους καπεταναίους- ιδιοκτήτες αλλά και πολύ καλούς αλιεργάτες-ψαράδες.  Μου έδωσαν αρκετές πληροφορίες για αυτή τη διαδικασία ο μπάρμπα Γεράσιμος Σάντας,ο Γιάννης ο Λογοθέτης-Ταμπιούτσης, ο Θωμάς Καββαδάς,ο Φίλιππος ο Γουρζής και αρκετοί ακόμα. Οι τράτες ήταν κυρίως οικογενειακές όπως οι Λογοθεταίοι(Σπερναίοι), οι Γουρζαίοι (Τεμπελαίοι) που είχαν μια τράτα με όνομα «Βασανιάρω» ,ο Σπύρος ο Καββαδάς –Ματζάνας με όνομα τράτας «Κρεμέας» ,οι αδελφοί Κολόκα-Φερδολαίοι,οι αδελφοί Φωτεινού-Τσιτσουρουναίοι (αν τα γράφω καλά),ο Στάθης Γεωργάκης-Τζανόλης, ο Χρήστος Λογοθέτης-Ταμπιούτσης-Μπγίστρος (πατέρας του Γιάννη με την ταβέρνα)που είχαν μια τράτα με 6 ζευγάρια κουπιά και την έλεγαν «Αγ.Ανδρέας» που ήταν βαμένη κόκκινη, ο Μιχαλανδρέας Κοντοπρίας,ο Πάνος  Κολόκας, πατέρας του Τάκη Κολλόκα( Τάκα )που ήταν απ τους καλύτερους στη βόγα όπως κι ο Πάνος κι ο Σπύρος  Μπάλτσας βόγα και κουπί, και άλλοι (συμπάθιο αν δεν έμαθα για πιο πολλούς αλλά μιλάμε για 1930-1955) εξ άλλου πολλά ονόματα ιδιοκτητών  τράτας και τα ονόματα της κάθε τράτας τα αναφέρει σχετική ανάρτηση της κοινότητας Κατούνας.Καλή και ξεχωριστή φωνή που «έσκιζε το πέλαο» είχε κι ο μπάρμπα Ζώης ο Γουρζής (ο πατέρας του Αντώνη που ήταν εξαιρετικός λαμπαδόρος και ιδιαίτερος ψάλτης).Η Λυγιά πάντως ήταν και είναι ένα από τα μεγαλύτερα ιχθυοπαραγωγικά λιμάνια της δυτικής Ελλάδας κι αυτό σημαίνει εργατικοί άνθρωποι, ταξιδευτές και νοικοκυραίοι.

Στα Σύβοτα, τέτοιες τράτες με κουπιά είχαν οι Κατσιμαναίοι Μάρκος και Φίλιππος Φατούρος,  στη Νικιάνα ο Σπυραντώνης ο Βερύκιος-Ναούμης,παππούς του Σπύρου με την ξακουστή ταβέρνα, ο Σπύρος Μανωλίτσης-Δασκαλάκης κι άλλοι. Στο Μεγανήσι ο Καλλίνικος, οι Καββαδαίοι,ο Πάλμος,ο Δάγλας , ο Πολίτης και άλλοι.

 Στη Βασιλική τράτες είχαν ο Νίκος Πολίτης-Μπάκας τον ¨Αγιο Σπυρίδωνα» ή και «ΕΛΑΝ» που είχε 6 κουπιά και τον Μηνά στη βόγα, ο  Τιμόθεος ο Μόντσος,ο Κώστας ο Παλούκας,ο μπάρμπα Μιμίκος με 4 κουπιά ο Κιάς κι ο Μπούρας με την μεγαλύτερη τράτα ,το φοβερό «Καραγιάννη» με 8 κουπιά που την έριξε έξω η όστρια και την θυμάμαι χρόνια έτσι πετάμενη στη μεγάλη αμμουδιά που μπαίναμε μέσα και κάναμε τους πειρατές…Να κάμω εδώ μια διευκρίνηση: Την τράτα του Μπάκα την έλεγαν και ΕΛΑΝ (όταν φόρεσε μηχανή) από τα αρχικά του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Ναυτικού).Είχε λάβει μέρος σαν πλεούμενο, στην αντίσταση (έχω γράψει γι αυτό στο «Ένας μύθος κι ένας Θυμός»  στο Άρωμα Λευκάδας.

Την πρώτη μηχανοκίνητη τράτα στη Βασιλική την έφερε το 1955-56 ο Μιμίκος που είχε και το μαγέρικο στο λιμάνι .Ήταν μια Μαλκότση μ ένα μεγάλο ταμπούκιο και ένα φουγάρο πανύψηλο που έβγαζε καπνό και σκόρπαε τρόμο όταν ξεκίναγε απ το ήσυχο λιμανάκι. Στην άλλη μεριά του νησιού, στη Λυγιά, ο Θωμάς Καββαδάς μου εξιστόρησε την ταλαιπωρία αλλά και την ταχύτητα της βάρκας τους ,του «Κρεμέα» (την ονόμασαν έτσι επειδή κατασκευάστηκε(λένε) στην..Κριμαία της Ρωσίας(εκεί γύρω- σ αυτά τα μήκη-  τριγυρίζει ο φίλος μου ο Θωμάς μια ζωή!). Ήταν η εποχή που οι τράτες άλλαζαν και γινόταν μηχανοκίνητες. Έτσι ο πατέρας του,ο μπάρμπα Σπύρος, πούλησε για 3000 δραχμές ένα οικόπεδο στον παράδεισο για ν αγοράσει μια μηχανή μάρκας «Παπαθανάση». Τρεις βιοτεχνίες μηχανών υπήρχαν τότε στην Ελλάδα. Η Μαλκότση,η Παπαθανάσης και η Αξελός!! Το θέμα ήταν ποιος ήξερε να δουλέψει «ένα διάουλο» που δεν είχε κράτημα, ζεσταινόταν με το καμινέτο, έπαιρνε μπρος με σκοινί(σαν τα βενζινοπρίονα ) και δεν είχε ολοκληρωμένη περιστροφή αλλά «μια δω, μια κει μέχρι να την κατευθύνεις με τα χέρια». Μέρες για ηρωικούς ψαράδες!! Ο Θωμάς μου εξιστόρησε το αμίμητο ότι στην εντολή του καπετάνιου να κάνει εμπρός η μηχανή , ο ναύτης δεν κατάφερνε να φέρει βόλτα το τεράστιο κύλινδρο και απαντούσε ¨ το γυρίζω αλλά δεν πάει εμπρός¨ οπότε ο καπετάνιος του είπε ¨κάνε μπρος κι ας πάει πίσω¨!

Το ΕΛΑΝ καλάρει στον Αη Γεράσιμο Βασιλικής

Θα ήθελα να κάμω μια αναφορά από λεγόμενα του Τάσου Λάζαρη που μου είπε για το… «κόκκινο γριγρι», γύρω στα 1970!! Ήταν το Άγιος Γεώργιος με καπετάνιο τον μπάρμπα Σπύρο το Ματζάνα (πατέρα του Θωμά Καββαδά) που είχε μια μηχανή με δυο σχοινιά που τράβαγαν μια να από δω κι ο άλλος από εκεί κι έτσι μπακ-μπούκ έπαιρνε μπροστά η μηχανή που οι ψαράδες την έλεγαν «μάρκας μπάκ μπούκ».Το χαρακτηριστικό γι αυτό το γριγρί ήταν ότι ήταν κατακόκκινο, μέσα έξω και…παραμέσα!!! Έφτανε μέχρι Πατραϊκό για ψάρεμα κι όταν αντιληπτό από μακριά γιατί σπάνια υπήρχε πλεούμενο κατακόκκινο . Θυμάμαι πολύ καλά τον ερχομό της τράτας στο γραφικό τότε λιμανάκι της Βασιλικής, με τα κουπιά (θάμουν 6-7 χρονών) με τη βόγα η με ρυθμικά τραγούδια απ τους κωπήλατες ,μ ένα τσούρμο γλάρους ν ακολουθούν βουτώντας για καμιά σαρδέλα που έπεφτε απ το πλάι της τράτας η που τους πέταγε ο μικρότερος στην ηλικία ¨ναύτης¨(θυμάμαι τον Σπύρο το Μπάκα ,το γιο του καπετάνιου) μέσα απ το ελαφρύ βαρκάκι που έσερνε η τράτα για βοηθητικές δουλειές. Θυμάμαι επίσης ένα χειμώνα  ίσως κάθε χειμώνα που ήταν ο καιρός της σαρδέλας να λαμποκοπάει η κουβέρτα της τράτας απ το γυάλισμα της σαρδέλας που ολόφρεσκα και γαλαζοπράσινη ερχόταν στο χωριό.

 Όσο όσο ,με τις χούφτες τις πούλαγε ο καπετάνιος όταν ήταν καλή η ψαριά. Και πάντα μια χούφτα για τις γάτες που πρώτες έφταναν στο μόλο. Ούτε πέζα ούτε οκάδες.Αν ήταν πολλή η σαρδέλα την έπαιρναν γρήγορα γρήγορα οι μανάβηδες και αν δεν πρόφταιναν τα λίγα φορτηγά να την φορτώσουν όλη για Πάτρα κλπ μέρη, την άφηναν στην άκρη στο μόλο για τα επόμενα φορτηγά που θυμάμαι μια φορά την φόρτωναν με τα φτυάρια. Τόσο πολύ ψάρι είχε τότε.

 Φωτο του Fritz Berger

Αργότερα εμφανίστηκαν και οι «φλορέτες» με το κασόνι πίσω όπου ο Σπύρος ο Μανωλίτσης-Ντούζος  απ το Νυδρί,ο Σπυραντώνης ο Βαγενάς απ τη Βασιλική, ο Αντώνης ο Τζούνης απ το Μαραντοχώρι και άλλοι, τις πήγαιναν πιο γρήγορα απ τα γαϊδουράκια του Μηνά και του Ματζάνα στα χωρια.Μου κάνει εντύπωση και θα το αναφέρω ότι παρατσούκλι Ματζάνας που να κάνει τον μεταπράτη ψαριών έχουμε στον Αη Πέτρο αλλά και στην Κατούνα!! Ο καθένας φυσικά είχε τους πελάτες του.

Αρκετές βέβαια όπως είπαμε και στην αρχή τις πάστωναν με χοντρό αλάτι οι αλιεργάτες,οι καπεταναίοι ή οι νοικοκυραίοι σε τενεκέ, αρωματικές ξεροσαρδέλλες για να συνοδέψουν τη φασολάδα η τα ρεβίθια και τα λαθύρια που όπως θυμάμαι, ο μπακάλης τις πούλαγε με το κομμάτι και τις συσκεύαζε σε απόκομμα εφημερίδας απ την οποία καμιά φορά ο πατέρας μου διάβαζε κουτσά στραβά και… ειδήσεις!

Προσπάθησα να ξαναθυμηθώ αυτόν τον πρωινό ήχο απ τη μηχανή της τράτας που έμπαινε στο λιμάνι ξημερώματα απ το  ψάρεμα ή έφευγε για καλάδα και ξύπναγε όλη τη Βασιλική. Ήταν σαν ρολόι, άλλοι κατέβαιναν στο καφενείο, άλλοι για ψωμί στο μπάρμπα Σωκράτη, άλλοι για το μεροκάματο του σκαφτιά, άλλες για νερό και οι πιο πολλοί να κατέβουν στο λιμάνι για να ψωνίσουν απ την τράτα ή τη βάρκα φρέσκο ψάρι για τη φαμίλια. Μα πρώτες στο μουράγιο έφταναν οι γατούλες. Σ αυτές άφηναν τη σκυτάλη οι γλάροι…

 Μνήμες  που ίσα και μούρχονται στο μυαλό γιατί οι εικόνες αυτές έχουν αραιώσει αν δεν έχουν χαθεί ,όπως κι οι βοατζήδες κι οι καπεταναίοι, οι τράτες με τα κουπιά ,οι κρόκοι κι οι νιτσεράδας. Έμειναν οι γλάροι κι οι αναμνήσεις και καμιά εικοσαριά τιμημένοι ναύτες και ψαράδες παλαιάς κοπής, στη Λυγιά, στο Μεγανήσι, στα Σύβοτα και στη Βασιλική ..

΄Εμεινε ακόμα αυτό το θέαμα, το θλιβερό, το απόκοσμο, το άσχημο, το ανεπίτρεπτο να σπάνε με τσάπες τα παλιά σκαριά γιατί «έτσι είπε η Ευρωπαϊκή Ένωση»!! Να σκοτώνουν μνήμες και μαστόρους, καπεταναίους και καλφάδες, ονόματα σκαλισμένα στην πλώρη που με καμάρι όργωναν τις θάλασσες κι έτρεφαν οικογένειες.

Παναγιώτης Σκληρός 

Σκοπός αυτού του σημειώματος δεν είναι να παρουσιάσω κάποια  έρευνα σε βάθος ή να πώ ότι κατέχω το θέμα. Το κάνω κυρίως για να καταγράψω όσα θυμάμαι κι όσα έχω ακούσει αλλά και για να τιμήσω τους ανθρώπους που είχαν ένα πολύ δύσκολο πολύ ουσιαστικό αλλά και πολύ κουραστικό επάγγελμα.

Σχετική δημοσίευση έχει γίνει και σε άλλες Λευκαδίτικες σελίδες.

Κοττα= η μερίδα κάθε αλιεργάτη απ την ψαριά της τράτας

Κρόκος=το πάνινο εξάρτημα που φορούσαν οι τρατολόοι για να τραβούν έξω την τράτα

Νιτσεράδα= αδιάβροχο χειροποίητο

Βόα ή βόγα= το ρυθμικό τραγούδι για τον συγχρονισμό των κωπηλατών 

Πολλές απ τις φωτογραφίες δανείστηκα απ το διαδίκτυο                     

Προηγουμενο αρθρο
Ο «Καλογιάννος» στον Άγιο Μηνά
Επομενο αρθρο
Πρόγνωση καιρού από το Λιμεναρχείο Λευκάδας

1 Σχόλιο

  1. Ιακωβος Σαββιδης
    27 Νοεμβρίου 2021 at 22:12 — Απάντηση

    Ολη η περιγραφη ειναι πολυ γραφικη και μια και αγαπησα τη θαλασσα και ευτυχισα να εχω θειο γυρολογο ψαρα Σμυρνιο λεβεντη με συμμαχικη zundapp 1200 με καλαθι στην Καλογρεζα ολα αυτα και τα καλοκαιρι απο τα 12 στο λιμανι της ραφηνας με τρατες γρι γρι εικονες ανεξιτηλες στο παιδικο μου μυαλο διαβασα ολη την ιστορια με το μυαλο μου να τρεχει στα ψαρια που καποτε αφθονουσαν στη θαλασσα.
    Ηταν1980 ξημερωμα κυριακης εχοντας τρια παραγαδια μαζεψει ολη τη νυχτα το ψαρεμα στη σκαλα Αταλαντης προσεγγησε το λιμανι μια τρατα 12 μετρα και πισω τραβουσε μια αδεια ιδιου μηκους σκουνα γεματα και τα δυο σαρδελα και ρικια ενω απτη στερια ειχε απο πριν ερθει φορτηγο με συρομενο γεματο ψαροκασελες
    Ηταν η μοναδικη φορα που ειδα να γεμιζουν τις κασελες με φτυαρια!

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.