HomeΕΠΙ ΠΑΝΤΟΣ ΕΠΙΣΤΗΤΟΥΦόβος: Ένας παντοδύναμος τύραννος

Φόβος: Ένας παντοδύναμος τύραννος

Γράφει η Κατερίνα Γ. Καββαδά*

Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για  νάβρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.— (ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ, Κ.Π.Καβάφης)

Ο ΦΟΒΟΣ έχει απλώσει τα φτερά του πάνω από την ήσυχη πόλη. Δεν ακούγεται ήχος. Στην ύπαιθρο, αν μη τι άλλο, έχεις ν’ ακούσεις τη μελωδία των αμνών, τα κελαϊδίσματα των πουλιών, το θρόισμα των φύλλων. Εδώ η απόλυτη σιωπή διαταράσσεται μόνο από το στρίγκλισμα των φρένων κάποιου βιαστικού οδηγού, ο οποίος τρέχει να κρυφτεί το γρηγορότερο στο λαγούμι του.

Μιλιούνια  άνθρωποι γύρω κι όμως δεν ακούγεται ανάσα. Ακούς τη φωνή σου, τα βήματά σου και τρομάζεις. Σα να μας έχουν ναρκώσει. Ο φόβος το νέο ναρκωτικό. Ο φόβος το νέο φίμωτρο. Ο φόβος το νέο πάθος.

Με ένα χαρτί στο χέρι κυκλοφορούμε, για να καλύψουμε, όσο πιο γρήγορα μπορούμε, τις βασικές ανάγκες, αποφεύγοντας να κοιτάξει ο ένας τον άλλο, αποφεύγοντας να αγγίξει ο ένας τον άλλο. Αν κατά τύχη αγγίξουν οι αγκώνες στο σούπερ μάρκετ, ο φόβος μας κουλουριάζει.

Στο λεωφορείο κάθεσαι στο κάθισμα και νιώθεις ότι κάθεσαι πάνω σε βόμβα μικροβίων. Δεν τολμά κανείς να γελάσει, να φτερνιστεί ή να βήξει και εισπράττει  δολοφονικά βλέμματα. Φόβος για το λόγο, φόβος για το γέλιο, φόβος για ότι βγαίνει από το στόμα αλλά όχι για ό,τι εισέρχεται.

Στο σπίτι βλέπουμε σαν εχθρό το παιδί μας, που γύρισε τσαλακωμένο από το σχολείο ή ιδρωμένο από το γήπεδο, όπως και το ταίρι μας που κατάκοπο γύρισε από την πολύωρη, κακοπληρωμένη δουλειά. Όλα έχουν πάρει τη μορφή του «ιού». Τρέμουμε να μιλήσουμε πρόσωπο με πρόσωπο, τρέμουμε να χαϊδέψουμε το παιδικό κεφαλάκι,  τ’ αντρόγυνα δεν αγκαλιάζονται, στα χείλη τα χαμόγελα έγιναν γκριμάτσες, τα ερωτόλογα σταμάτησαν κι έφεραν την αποπληξία στο κρεβάτι .

Φόβος αν αρρωστήσεις, αν θα μπορέσεις ν’ ανταπεξέλθεις στο οικονομικό κόστος, που με μαεστρία σου φόρτωσαν. Φόβος αν θα παραμείνεις στη δουλειά… ή  μήπως πεινάσεις. Φόβος αν θα μπορέσεις να υλοποιήσεις την υπόσχεση στο παιδί σου για καλύτερες μέρες. Φόβος για τη συνύπαρξη, που ξαφνικά συνειδητοποιείς ότι για χρόνια ενδιαφερόσουν περισσότερο για το κοινωνικό μακιγιάζ,  παρά για την ουσιαστική επικοινωνία με τους δικούς σου ανθρώπους, φόβος για την εσωτερική μοναξιά, που από καιρό κραύγαζε αλλά εσύ την τάιζες με ύλη, φόβος της νύχτας χωρίς υπνωτικά χάπια, φόβος της μέρας χωρίς διεγερτικά χάπια, φόβος αν θα μπορέσεις να συντηρήσεις το γυάλινο κόσμο, που αυτοενεχυριάστηκες, για να κτίσεις.

Φόβος αν ζήσουμε αλλά και μεγαλύτερος αν θα ζήσουμε. Τα κλειστά μικρομάγαζα, ο άδειος κουμπαράς, το όνειρο που σβήνει το πρωί, η ανασφάλεια,  η αγωνία για την αβεβαιότητα της δικής μας μοίρας, η χαλάρωση δεσμών και θεσμών, η απάθεια,  ο ατομικισμός, γίνονται αόρατα λουριά που μας σφίγγουν όλο και περισσότερο μέρα με τη μέρα, γιατί γνωρίζουμε βαθιά μέσα μας ότι σηματοδοτούν μια νέα εποχή. Δαγκώνουμε τα χείλη, πνίγουμε τις κραυγές, για να μη  διαταράξουμε την ηρεμία του άψυχου τοπίου αλλά και  να μη δημιουργήσουμε μεγαλύτερο άγχος στους δικούς μας, το οποίο θα είναι «δηλωτικό ανευθυνότητας, ανωριμότητας», κατά πως λένε οι ειδικοί. Έτσι αφηνόμαστε, συμβιβαζόμαστε και βυθιζόμαστε σωπαίνοντας,  ξεχνώντας ότι τα όχι που δε λέγονται, οι θυμοί που δεν ξεθυμαίνουν, οι πόνοι που δεν μοιράζονται γίνονται δολοφόνοι του σώματος και της ψυχής.

Φόβος για το χθες, το τώρα, το αύριο και η τηλεόραση συνεχίζει τον βομβαρδισμό της ανελέητα. Ποτέ άλλοτε δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι οι λέξεις ισοδυναμούν με τόνους εκρηκτικής ύλης, που μπορούν εν μια νυχτί να μας κάνουν να νιώσουμε  την ασημαντότητά μας, να μας σπάσουν το φρόνημα, να μας διαλύσουν το όνειρο και να μας  μετατρέψουν σ’ ένα σωρό από κόκαλα και σάρκα πεσμένο πάνω σ΄ έναν καναπέ πολυτελείας.

Ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο επικίνδυνα είναι τα μειλίχια λόγια των ακριβοπληρωμένων αστραφτερών τζέντλεμαν, που μας συμβουλεύουν γλυκά και πατρικά «κάτσε επιτέλους φρόνιμα στο σπίτι σου». Ποτέ δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι πιο ισχυρός από τους ιούς που λιώνουν τη σάρκα, είναι οι ιοί, που σαν σαράκι εισχωρούν και  θρονιάζονται μέσα σου, ρουφώντας την ενέργεια και διαλύοντας τον εγκέφαλο. Πόσο εύκολο τελικά είναι να γίνει κάποιος μαριονέτα! Αρκεί να του βρεις τη μαγική λέξη, που τον τρομάζει περισσότερο!

Ούτε μια λέξη από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για το πως ακόμα και στα δύσκολα μπορείς να παραμείνεις άνθρωπος. Ούτε ένα μάθημα επιβίωσης, από όσους ασκούν καθοδηγητικό ρόλο,  γι’ αυτούς που σ’ ένα βράδυ, με ένα sms, μένουν χωρίς δουλειά, χωρίς χρήματα, ούτε ένα λόγος ελπιδοφόρος για όσους ορφανεύουν να βρουν κουράγιο να παραμείνουν όρθιοι. Ούτε ένα μάθημα αντίστασης στην τρομολαγνεία. Ούτε ένα μάθημα τι να πεις στο παιδί σου, που ξαφνικά βλέπει τους γονείς του με την αβεβαιότητα στα μάτια να το κοιτούν, χωρίς να το βλέπουν. Το μόνο μάθημα είναι «πως να πλένουμε τα χέρια μας και ν’ αντιμετωπίσουμε κοιμισμένοι τους απρόσκλητους επισκέπτες της νύχτας στα σπίτια μας». Ξοδεύτηκαν χιλιάδες ευρώ, για να μάθουμε να έχουμε παστρικά χέρια αλλά δεν ξοδεύεται σεντ, για να μάθουμε να καθαρίζουμε τις   ψυχές μας.

Φόβος για τα σύνορα. Φόβος για τη χώρα. Οι ειδήσεις για τα εθνικά θέματα είναι στα ψιλά. Ο φόβος για το διαφορετικό καθημερινά γιγαντώνεται. Αποφεύγουμε να περάσουμε από μέρη  συνδεδεμένα με όμορφες αναμνήσεις, γιατί έγιναν στέκια των «ξένων», φοβόμαστε να περπατήσουμε μετά το λιόγερμα, αποφεύγουμε να κοιτάξουμε τ΄ απελπισμένα,  ντροπιασμένα μάτια της μάνας, που άπληστες ψυχές την αναγκάζουν ν’ απλώνει το χέρι, όπως και  ν’ αντικρίσουμε το φοβισμένο βλέμμα του παιδιού, που αδηφάγα δίποδα τέρατα του ρήμαξαν τη ζωή, το ξερίζωσαν, του πάγωσαν πρόωρα την ψυχούλα  και του σκόρπισαν την οικογένεια στους πέντε ανέμους.

Η παιδεία δίνει καθημερινή άνιση μάχη με ψυχή, αλλά με δασκάλους με τρύπια πολλές φορές πανοπλία -χωρίς ενδυνάμωση, επιμόρφωση, τεχνική στήριξη, εργαλεία διαχείρισης κρίσεων- στην αντιμετώπιση της νέας θεότητας, η οποία σήμερα ονομάζεται «εκπαίδευση εξ αποστάσεως» ή «τηλεκπαίδευση». Φόβος αλλά και κίνδυνος να φανεί «λίγος» ο δάσκαλος απέναντι στο μαθητή του, ο οποίος παίζει την τεχνολογία στα δάχτυλα. Φόβος και για όσους  με δύναμη ένα μικρόφωνο στο χέρι,  ανερυθρίαστα χτίζουν το μύθο του τεμπέλη δάσκαλου.

Η λύση; Ποια είναι η λύση; Με τι αρματωσιά να αντιπαλέψουμε τους χιλιάδες φόβους, που μας πολιορκούν, υπαρκτούς ή μη; Πως μπορούμε να μας ξαναχτίσουμε από την αρχή; Με τι υλικά μπορούμε να φτιάξουμε τη νέα μας ασπίδα; Προλαβαίνουμε; Η απάντηση είναι: «Ναι αν το πιστέψουμε».

Είναι πολλοί που έχουν γονατίσει κι όμως έχουμε χρέος να ξαναμάθουμε να μπουσουλάμε, να μπορέσουμε να ξανασταθούμε, να ισορροπήσουμε, να βαδίσουμε αργά και γιατί όχι; να ξανατρέξουμε. Έχουμε χρέος να βγούμε από την ιδιωτική μας κρυψώνα και να εκτεθούμε. Πρέπει να σηκώσουμε το κεφάλι, να ξαναγναντέψουμε την απεραντοσύνη του ουρανού και της θάλασσας, να επιτρέψουμε στις ακτίνες του ήλιου να φωτίσουν το μέσα μας, μήπως καταφέρουν να λειάνουν τη μοναξιά,  πρέπει να ξανατραγουδήσουμε, να ξαναχορέψουμε σε κυκλωτικούς χορούς που σφιχτοδένουν τα χέρια και φλογίζουν τις ψυχές, πρέπει να ξαναγεμίσουμε τα μάτια «αύριο» κι επιτέλους είναι καιρός να συνομιλήσουμε με την ψυχή μας, πετώντας από τον εσωτερικό καθρέφτη μας τα λευκά σεντόνια του πένθους, αν θέλουμε να δαμάσουμε το τέρας μέσα μας και να διευρύνουμε τη συνειδητότητά μας. Προλαβαίνουμε; Τουλάχιστον ας δοκιμάσουμε.

Ας δοκιμάσουμε με άλλες στρατηγικές, που θα μπορέσουν να μας βγάλουν από το αδιέξοδο. Ας βρούμε μια δικαιολογία για να ζήσουμε… Ας οραματιστούμε τη ζωή μας έξω από συρματοπλέγματα  καμωμένα από στερεότυπες αντιλήψεις, άγονες αντιπαλότητες και αρνήσεις.  Η εμπειρία λέει ότι το αντίδοτο του φόβου είναι η γνώση και οι συμμαχίες. Στα δύσκολα δεν μπορεί κανείς να τα βγάλει πέρα μόνος. Στα δύσκολα χρειαζόμαστε καλούς δασκάλους που διδάσκουν ανθρωπιά και αλληλεγγύη, με λόγο και πράξη, συνοδοιπόρους αλλά και αγκαλιές γονικές, φιλικές, του άλλου μας μισού, ιδανικές όταν οι λέξεις δεν αρκούν. Ας αναζητήσουμε τα  δοκιμασμένα όπλα στο χρόνο. Καιρός να κατανοήσουμε ότι τα σημαντικά είναι κρυμμένα στα απλά, ότι το πολύ είναι στο «λίγο» και το μεγάλο στο «μικρό». Καιρός ν΄ ανακαλύψουμε τους κρυμμένους θησαυρούς  της ρουτινιάρικης καθημερινότητας και ίσως τότε διαπιστώσουμε ότι το μεγαλύτερο φορτίο δεν είναι η κουραστική επαναληψιμότητα, αρκεί να μην ξεχνάμε ν’ ανοίξουμε τα πορτοπαράθυρα, για να μπαίνει  λίγο αεράκι.

Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.
Μπορεί απ’ έξω εκεί να στέκει
ένα δέντρο, ένα δάσος,
ένας κήπος,
ή μια πόλη μαγική. 

(Μίροσλαβ Χόλουμπ)

*Η Κατερίνα Καββαδά γεννήθηκε στο Μεγανήσι Λευκάδας.Έχει σπουδάσει Δημόσια Διοίκηση στην ΠΑΝΤΕΙΟ Σχολή και Φιλολογία στο ΕΚΠΑ. Τα τελευταία χρόνια είναι διευθύντρια σε ΓΕΛ. Άρθρα της είναι δημοσιευμένα σε τοπικές εφημερίδες και ιστολόγια. Δειλα δειλά προσπαθεί να καταπιαστεί με τον πεζό λόγο. Κείμενά της εμπεριέχονται στο λαογραφικό βιβλίο «Ρωγμές στο χθες».  Το μυθιστόρημα «Κατάδυση στην ψυχή» αποτέλεσε την πρώτη της συγγραφική απόπειρα και είναι υπό έκδοση.

Προηγουμενο αρθρο
Το κράτος δικαίου δεν είναι διαπραγματεύσιμο
Επομενο αρθρο
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ομοσπονδίας των Απανταχού λευκαδίτικων Συλλόγων, σας καλεί στο 22ο Απολογιστικό Συνέδριο

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.