Αντιστράτηγος Πέτρος Σουμίλας
Το Πανελλήνιο συνδέεται με τα χώματα της Μικρασίας, τα ποτισμένα άπ’ το αίμα αναρίθμητων παλικαριών, που ακολούθησαν την τρίχρονη (1919-1922) εκστρατεία στην Ιωνία και στην μικρασιατική ενδοχώρα.
Μια ξεχωριστή φυσιογνωμία τόσο της εκστρατείας όσο και της υποχώρησης των ελληνικών στρατευμάτων υπήρξε και ο συμπατριώτης μας, αντιστράτηγος Πέτρος Κ. Σουμίλας.
Η προτομή του δεσπόζει δίπλα άπ’ την είσοδο του Κοιμητηρίου της πόλης μας -το οποίο συνεκδοχικά προσδιορίζεται άπ’ τούς παλιούς Λευκαδίτες με το όνομα τού Σουμίλα. Λίγοι ωστόσο γνωρίζουν τα σχετικά με το βίο και την πολιτεία του.
Οι πληροφορίες που ακολουθούν δεν αποτελούν καρπό αρχειακής έρευνας, αλλά προέρχονται από την στήλη πού υψώνεται πάνω από την τελευταία κατοικία του σώματός του. Παρατίθενται ως φόρος τιμής στον βιογραφούμενο και για την ενημέρωση των φιλιστόρων αναγνωστών.
Γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου 1861 στη Λευκάδα και ανήλθε σταδιακά τις βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας. Εισήχθη στη Σχολή Ευελπίδων ως στρατιώτης και μαθητής το 1882. Το 1888 παίρνει το βαθμό του ανθυπολοχαγού και από το 1891 ως το 1900 διδάσκει στα στρατιωτικά σχολεία τα μαθήματα της Τοπογραφίας και της Κοσμογραφίας.
Ως ανθυπολοχαγός παίρνει μέρος στον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του Απριλίου 1897 και ειδικότερα στους αγώνες της οροθετικής γραμμής και στις μάχες Φαρσάλων, Δομοκού και Ταράτσας Λαμίας. Το 1898 προβιβάζεται σε υπολοχαγό, σε λοχαγό το 1904 και από το 1912 υπηρετεί στο στράτευμα ως ταγματάρχης.
Λαμβάνει μέρος στους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους των ετών 1912 – 1913 ως ταγματάρχης και διοικητής συντάγματος. Στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο πολεμάει εναντίον των Τούρκων στις μάχες Ελασσόνας, Σαρανταπόρου, Γιαννιτσών, Οστρόβου και Αετοράχης, ενώ μπαίνει με το σύνταγμά του στα απελευθερωμένα Ιωάννινα τον Φεβρουάριο 1913.
Στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο μάχεται εναντίον των Βουλγάρων στο Κιλκίς – Λαχανά, στο Μπέλες και στην Κρέσνα – Τζουμαγιά. Στο μεταξύ, προάγεται σε αντισυνταγματάρχη (1913), συνταγματάρχη (1915) και υποστράτηγο (1918).
Ο Σουμίλας δραστηριοποιείται σε μάχες στο μικρασιατικό μέτωπο μόνο το 1921 ως διοικητής της X μεραρχίας και κινείται στο χώρο της ΒΔ Μικράς Ασίας, δηλαδή στη Βιθυνία και στα παράλια της Προποντίδας (Κιζιλτζάκ Αγά – Κιζίκ – Κίου Ταμάς, Εσκή Σεχήρ, Ιλιτζά Σαμπαν- τζάς, Μεχεμιντλί – Τζάλ Ντάγ, Κόκκινα Χώματα).
Από το καλοκαίρι τού 1921 οι οροί «νικητές» – «ηττημένοι» αλλάζουν πρόσωπα και το τέλος φτάνει σιγά-σιγά.
Ο Σουμίλας αναλαμβάνει διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού το 1922, λίγους μήνες πριν τον ολέθριο Αύγουστο. Αναγκάζεται έτσι να προετοιμάσει την αποχώρηση των στρατιωτών του από τη γη πού ονειρεύτηκαν να ντύσουν στα γαλανόλευκα.
Η υποχώρηση από τις προκεχωρημένες θέσεις για το Γ Σώμα Στρατού αρχίζει τις 15-18 Αυγούστου 1922. Δεν πρόκειται όμως για υποχώρηση άτακτη. Ο Σουμίλας καταφέρνει (σε αντίθετα με άλλους σωματάρχες) να διατηρήσει την συνοχή και την πειθαρχία στο στράτευμά του και να διασώσει τον κύριο όγκο του, πού θα αποβιβαστεί αργότερα στην Ανατολική Θράκη.
Κατά την υποχώρηση δίνουν μάχες. Στις 19 Αυγούστου στο Δορύλαιο. Στις 20/8 στο Καντελί Μπόζ Εγιούκ– στις 21/8 στο Κοβαμτσάζ, στο Καράκιοϊ και στο Κούρτ Κιόυ στις 26/8 στο Άκ Σου. Στις 28/8 αναχωρούν από την Προύσα και στις 3 Σεπτεμβρίου επιβιβάζονται σε πλοία στην Πάνορμο και στο Μπαϊράμ Τεπέ για να αφήσουν πίσω τους την πολύκλαυστη γη της Μικρασίας, με τα καραβάνια των προσφύγων να τους ακολουθούν.
Από την επαναστατική Κυβέρνηση Πλαστήρα και Γονατά θα αναγνωριστούν οι στρατηγικές του ικανότητες. Σε αντίθεση με άλλους συναδέλφους του που οδηγήθηκαν σε στρατοδικεία και καθαιρέθηκαν από τα αξιώματα τους, ο Σουμίλας θα προβιβασθεί σε αντιστράτηγο την 12η Οκτωβρίου 1922 και με τον βαθμό αυτόν θα αποστρατευτεί στη συνέχεια.
Στο διάστημα της μακρόχρονης υπηρεσίας του προς την πατρίδα είχε τιμηθεί με πολλά παράσημα και μετάλλια (Άργυρό Σταυρό του Σωτήρος, μετάλλια τουρκικού πολέμου, μετάλλια βουλγαρικού πολέμου, Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος, Ταξιάρχη Γεωργίου Α’, Χρυσό Αριστείο ανδρείας, Μετάλλιο στρατιωτικής Αξίας II τάξεως, δύο αστερίσκους επί του χρυσού αριστείου ανδρείας και διασυμμαχικό).
Ήταν παντρεμένος με την Πηνελόπη (1869-1931).
Απεβίωσε τις 16 Οκτωβρίου 1940 και σκεπάστηκε από το χώμα της πατρίδας του, την οποία τόσο πολύ αγάπησε και τίμησε.
Από το βιβλίο «Ψήγματα Τοπικής Ιστορίας της Λευκάδας», του Ιωάννη Γ. Ζαμπέλη, που εκδόθηκε το 2005.
Δεν υπάρχουν σχόλια