HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΒαλαωρίτης-Σικελιανός: Παράλληλοι και επάλληλοι δρόμοι (Γ΄)

Βαλαωρίτης-Σικελιανός: Παράλληλοι και επάλληλοι δρόμοι (Γ΄)

 Γραφει ο Λεόντιος Κατσιγιάννης

Συνδετικός κρίκος της ζωής των ποιητών μας, είναι μια οικογενειακή φιλία του Βαλαωρίτη με την οικογένεια του Σικελιανού. Το ποίημά του Στη Χαρίκλεια Σ, απευθύνεται στη μάνα του Σικελιανού, με την οποία είχε μια μακρινή συγγένεια. Στενή και η αλληλογραφία των νεανικών του χρόνων στην Ιταλική με τον Άγγελο Σικελιανό, παππού του ποιητή. Κεφαλονίτικη η καταγωγή της μάνας του Βαλαωρίτη Αναστασίας Τυπάλδου-Φορέστη, και σ’ αυτή την συγκυρία και τους δεσμούς του με την Κεφαλονιά, φαίνεται πως οφείλεται ως ένα μέρος και η επιλογή της γυναίκας του Ελοϊζας μοναχοκόρης του Αιμιλίου Τυπάλδου-Πρετεντέρη, με καταγωγή από το Ληξούρι, που ζούσε στη Βενετία. Μα και οι ρίζες του Σικελιανού μήπως δεν έρχονται απ’ την Κεφαλονιά;

Ο Παλαμάς είναι αυτός που γεφυρώνει τις εποχές των δυο ποιητών μας. Ο συνδετικός και πνευματικός τους κρίκος. Μαθητής του Βαλαωρίτη και δάσκαλος του Σικελιανού. Και όπως ο Παλαμάς στάθηκε ο ευνοϊκότερος όλων για τον Βαλαωρίτη, το ίδιο και ο Σικελιανός έκανε για τον δάσκαλό του. Το 1925 στα εκατόχρονα από τη γέννηση του Βαλαωρίτη, ο Σικελιανός με τον Παλαμά μετά την αποκάλυψη της προτομής του Βαλαωρίτη και την απαγγελία της Ωδής του, παραστέκουν προσκυνητές στον τάφο του, στο προαύλιο της εκκλησίας του Παντοκράτορα της Λευκάδας, και έπειτα σε φιλολογικό μνημόσυνο στη Μαδουρή, ο Σικελιανός διαβάζει κομμάτια από τον Αστραπόγιαννο. Σ’ εκείνη την παρέα ξεχωρίζει και ο μετέπειτα Πατριάρχης Αθηναγόρας, που εκείνα τα χρόνια ήταν Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών, όπως και η ποιήτρια Κλεαρέτη Μαλάμου.

Το 1872, κατά την επέτειο της 25ης Μαρτίου, στα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Πατριάρχη Γρηγορίου, ο Βαλαωρίτης αναλαμβάνει «την εξύμνησιν της ημέρας». To ποίημα αυτό είναι και η κορύφωση της επιβεβαίωσης και παγίωσης της φήμης του Βαλαωρίτη σαν μεγάλου ποιητή, αλλά κατά τον ίδιο, σημαντικότερο γεγονός είναι η επίσημη αναγνώριση της δημοτικής γλώσσας στην ποίηση.

Η στεντόρεια φωνή του Βαλαωρίτη στα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, θα συναντηθεί 70 χρόνια αργότερα με τον επικήδειο του Σικελιανού στη κηδεία του Παλαμά, στα 1943, σ’ ένα ιστορικό συνταίριασμα, σε μια κοινή ιστορική πορεία εθνικής παρακαταθήκης και ποιητικής έξαρσης, που καθώς ξεπηδούν τα λόγια από τα σωθικά τους με ορμή, ραγίζουν τις καρδιές των ποιητών. Εκείνη του Βαλαωρίτη μαζί με τα προβλήματα που κουβαλά για χρόνια, ραγίζει πραγματικά, και απ’ εδώ ξεκινάει η αντίστροφη πορεία της υγείας του.

Η φωνή του Σικελιανού, βροντερή και ολύμπια, στον γνωστό έμμετρο αποχαιρετισμό του στον Παλαμά, συνεπαίρνει το πλήθος. Η μυριόστομη κραυγή της αντίστασης ενός λαού συμπυκνώνεται στα λόγια του ποιητή, που θα σηκώσει κι αυτός στον ώμο του το φέρετρο του δασκάλου του. Την ίδια μέρα του θανάτου του Παλαμά, χτυπά την πόρτα του Σικελιανού η αρρώστια που θα τον συνοδεύσει ως το τέλος. Η υγεία του Σικελιανού μετά τον θάνατο του Παλαμά, όλο και χειροτερεύει. Είχε προηγηθεί άλλωστε και το σοβαρό καρδιακό επεισόδιο του 1937.

Αργότερα θα έρθουν οι απανωτές υποψηφιότητές του για το Νόμπελ, που θα υπονομευθούν από κύκλους του εσωτερικού συντηρητικού κατεστημένου. Φθόνοι και εγωισμοί μέσα στο κύκλο των πνευματικών ανθρώπων έχουν καμιά φορά υπέρμετρη ένταση, με καταστροφικά αποτελέσματα. Τα πάθη εκείνης της εποχής και η κοντόφθαλμη αντίληψη ορισμένων πνευματικών ανθρώπων, στέρησαν ίσως την Ελλάδα από το Νόμπελ Λογοτεχνίας και την τυπική οικουμενική αναγνώριση στον Σικελιανό. Tον έλεγαν κομμουνιστή, όπως και τον Καζαντζάκη, για να τον αποκλείσουν από το Νόμπελ, χωρίς να ήταν ποτέ. Μα και η επιλογή του ως αριστίνδην ακαδημαϊκού έπειτα από πρόταση του Γεωργίου Παπανδρέου, έπεσε στο κενό.               

Οι μεγάλοι ποιητές είναι όντα μοναχικά και απροσπέλαστα που θέλουν να προστατέψουν τη δημιουργική μοναξιά τους από τον ευρύτερο περίγυρο, και αυτό τους κάνει καμιά φορά άτομα υπεροπτικά με επιλεκτικότητα στις επιλογές τους, μα και παρεξηγήσιμα. Αυτό αδικεί την εσωτερική τους σεμνότητα και ευαισθησία. Προς το τέλος της ζωής τους οι ποιητές μας απαλλαγμένοι από ανθρώπινες αδυναμίες μεγάλων ανδρών, άφησαν κατά μέρος όποια υπεροψία κουβαλούσε ο καθένας μέσα του και γονάτισαν να προσκυνήσουν τον απλό άνθρωπο του λαού, το σύμβολο της ποίησής τους. 

Μετά το πρόβλημα της καρδιάς του ο Βαλαωρίτης επιστρέφει στην αγαπημένη του Μαδουρή, όπου συναναστρέφεται τον απλό εργάτη της θάλασσας και της στεριάς. Λέγεται, πως η πρώτη φράση του διθυράμβου στον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, προέρχεται από ένα Μεγανησιώτη ψαρά, αυτοσχέδιο ποιητή, όταν σε μια επίσκεψή του βρήκε τον Βαλαωρίτη ακουμπισμένο στο πεζούλι της βίλας του στη Μαδουρή, να συλλογιέται το ξεκίνημα του ποιήματος. Εδώ ξεκινά στην ύστερη αυτή περίοδο και το ποίημα του Ο Φωτεινός, ύμνος στο Λευκαδίτη χωρικό, που άφησε ημιτελές. Ο Άγγελος που είχε το προνόμιο της κρίσης για τον Βαλαωρίτη -και σ’ αυτή ήταν πάντα μεγαλόκαρδος και πληθωρικός,- σε εκδήλωση προς τιμήν του στο Ηρώδειο το 1943 λέει ανάμεσα στ’ άλλα για αυτόν: «…Και αν ως σήμερα ο χωριάτης της Λευκάδας είναι από τους λίγους που δεν ντρέπεται να λέγεται χωριάτης, κατά μέγα μέρος το οφείλει στη παράδοση για τη θρησκευτική προς τον αγρότη αγάπη που άφησεν οπίσω της η ζωή και η ποίηση του Βαλαωρίτη…». Αλλά και ο Σικελιανός είναι κι αυτός ποιητής της υπαίθρου, γιατί έγραψε και έζησε και ο ίδιος μεγάλο μέρος της ζωής του αποτραβηγμένος στην ύπαιθρο. 

 Στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου, το δράμα του λαού μας φαίνεται πως καταλάγιασε και για τον Σικελιανό μέσα του την όποια ποιητική υπεροψία, και έσκυψε περισσότερο ν’ αφουγκραστεί την ψυχή του απλού ανθρώπου. Η ποίηση του τότε κατέβηκε γονατιστή να προσκυνήσει το δράμα του λαού του. Ο ποιητής στα χρόνια τα στερνά γίνεται ένα μ’ αυτό που ύμνησε.O άνθρωπος έγινε ποιητής και έπειτα πάλι άνθρωπος. Στις 14 Οκτωβρίου του 1944 ο Σικελιανός είναι αυτός που θα απαγγείλει από το ραδιόφωνο τον πρώτο πανηγυρικό της απελευθέρωσης.

Ο Σικελιανός  στη Μαδουρή, απαγγέλει «Αστραπόγγιανο» (8-6-1925).

  Λέει κάπου ο φίλος του Φ. Γιοφύλλης για τον Άγγελο: «Βέβαια πρέπει να παρατηρήσουμε πως μ’ όλη τη προσπάθεια του Σικελιανού να πλησιάζει το λαό, τον Έλληνα, τη γη μας «και το πλήρωμα  αυτής» η προσπάθειά του τούτη σκόνταφτε συχνά γιατί όλοι οι φτωχοί τον ήξεραν για πλούσιο και για ψυχρό παρατηρητή της δυστυχίας τους….Τούτο ως ένα σημείο ήταν και σωστό. Ωστόσο ο Σικελιανός έφτασε στη μεταβολή. Η μεταβολή θα γίνονταν γιατί ο Σικελιανός είχε αγνή και λευκή ψυχή…Το «πλήρωμα του χρόνου» ήρτε στον καιρό της κατοχής. Ο Σικελιανός γίνηκε τότε φτωχός σαν όλους μας. Πειναλέος σαν όλους τους τίμιους Έλληνες και αγωνιστής σαν το σύνολο σχεδόν του λαού μας…Βέβαια τον συκοφάντησαν οι οχτροί του, οι ζηλόφθονοι, οι ταπεινοί. Τι βγαίνει απ’ αυτό;Τι βγαίνει κι αν του στέρησαν το βραβείο Νόμπελ; Τι βγαίνει να τον έβριζαν εκείνοι που η βρισιά τους γίνεται έπαινος;” 

O Βαλαωρίτης και ο Σικελιανός υπήρξαν απ’ τους πρώτους Έλληνες της εποχής τους. Κι οι δυο έγραψαν σπουδαία ποίηση, κάνοντας πράξη τα ποιητικά οράματά τους. Και σ’ αυτό στάθηκαν ίσως οι μοναδικοί ποιητές που το κατόρθωσαν. Ο πρώτος, με την ποιητική του προσφορά και με την πατριωτική και πολιτική του δράση, οραματίστηκε την απελευθέρωση του υπόδουλου ελληνισμού και εργάστηκε με την πένα και το λόγο σ’ αυτή την κατεύθυνση. H ποίηση του Βαλαωρίτη, έμπλεη πατριωτικού οίστρου αναριγά το κορμί μας. Καθαρή, πατριωτική, αυθόρμητη, διαχέεται και απορροφάται άμεσα. Μας γυρίζει σ’ ένα κόσμο ελληνοκεντρικό, από την άχαρη περιπλάνησή μας στις διαστάσεις του υπερεθνικού χώρου που επιβάλλει η σύγχρονη ποίηση στην εποχή μας, ελεύθερη από κανόνες και νόμους. H επτανησιακή ποίηση με τον Κάλβο, τον Σολωμό και τον Βαλαωρίτη, είναι αυτή που διασώζει τα προσχήματα στη νεοελληνική κοινωνία της έβδομης δεκαετίας του 19ου αιώνα, που έχει αρχίσει να χάνει την σύνδεσή της με τις παραδοσιακές αξίες και την ιστορία, κοιτάζοντας λαίμαργα προς την Ευρώπη σε αναζήτηση υλικού πλούτου και ευμάρειας. Ο Βαλαωρίτης, Ευρωπαίος και κοσμοπολίτης κι αυτός, δεν θα αρνηθεί μέσα από το έργο του την καταγωγή του. Είναι ο τελευταίος μεγάλος τροβαδούρος της νεοελληνικής ποίησης αυτής της περιόδου, που θα δώσει τη σκυτάλη στη γενιά του Παλαμά. To όραμα και η φαντασία του ποιητή δεν εξοστρακίζει, αλλά συμπληρώνει την εθνική δράση και τις προτεραιότητες του ως βουλευτή στην Ιόνιο βουλή και την Εθνική Συνέλευση αργότερα. Η διορατικότητα του και η διπλωματική του δεινότητα που χαρακτηρίζουν τον πολιτικό βίο του, τροφοδοτούνται από το ποιητικό μεγαλείο και τα πατριωτικά του αισθήματα. Λέει γι αυτόν ο Παλαμάς: «…οι στίχοι του Βαλαωρίτη καταφθάνουν μέχρις ημών ως βαρύηχος στρατιωτική ορχήστρα, εν η αφθονούσιν οι σάλπιγγες …».

Ο δεύτερος, ο Σικελιανός, με την στοχαστική δύναμη του ποιητικού του λόγου, απόδειξε διαχρονικά πως μπορούσε να στεγάσει κάτω από το μήνυμα της όλα τα κομμάτια της Ελλάδας, και όλες τις πανανθρώπινες αξίες.

   Τα Χριστούγεννα του 1969 ο Μίκης Θεοδωράκης  εκτοπισμένος από  τους συνταγματάρχες στη Ζάτουνα της Αρκαδίας, μελοποίησε το Πνευματικό Εμβατήριο του Άγγελου Σικελιανού που αποτέλεσε τον αντιδικτατορικό ύμνο στα χρόνια της δικτατορίας, σε συνθήκες που περιγράφει παρακάτω, με τον γνωστό μοναδικό του αυθορμητισμό:  «Εγώ, όταν ήμουν στη Ζάτουνα και διάβαζα στίχους του, νόμιζα ότι είχαν γραφτεί για εκείνη ακριβώς την εποχή. Και, θυμάμαι, όταν συνέθετα το “Πνευματικό Εμβατήριο”, είχαμε τέτοια επίγνωση του τι κάνουμε, που η γυναίκα μου, μου έλεγε “τελείωσέ το γρήγορα να το στείλεις να το ακούσουν οι Έλληνες”. Ήταν Χριστούγεννα και η γυναίκα μου μαζί με τα παιδιά έφυγαν για την Αθήνα κι έμεινα μόνος-απομονώθηκα γιατί έγραφα. Έξω είχε ενάμισι μέτρο χιόνι. Κάποιος καλός χωρικός μου έφερνε με την άδεια της Χωροφυλακής σούπα και φαγητό. Οι φρουροί απ’ έξω κρύωναν και φώναζαν “Κύριε Μίκη, δεν θα βγείτε για βόλτα;”· λέω “γράφω μουσική”. Τελικά, σε μια άγρια καταιγίδα μπήκαν κι αυτοί μέσα -που ήταν απαγορευμένο μπας και τους χαλάσω. Είχα μια σόμπα, είχα τσικουδιά, καρύδια, λέω “παιδιά, φάτε, πιείτε, αλλά αφήστε με να τελειώσω”. Έγραφα λοιπόν το Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα…. Το συνέθετα, έβαζα τις συγχορδίες, το τραγουδούσα στο πιάνο· αυτοί πίνανε τσικουδιά· κάποια στιγμή σηκωθήκανε κι άρχισαν να τραγουδούν κι αυτοί μαζί μου. Τέλειωσα, γιατί ήταν στο τέλος του αυτό. Σηκώνομαι, πίνω κι εγώ τσικουδιές, λέει “πάμε στο καφενείο”. Λέω “είναι ώρα απαγορευμένη”, “δε μας νοιάζει”, λένε, “πάμε. Τώρα εδώ εμείς έχουμε απογειωθεί!” Κι όπως ήμασταν έτσι κόκκινοι, γεμάτοι τσίπουρο, πάμε στο καφενείο. Ήταν γεμάτο χωροφύλακες -είχα 18 φρουρούς και δύο υπαξιωματικούς- και χωρικούς, γεμάτο καπνούς, μία σόμπα, πίνανε όλοι, ζέστη, δεν περίμεναν να με δουν. Μόλις μπαίνουμε μέσα, ένας χωροφύλακας -καλή του ώρα- άρχισε να λέει: “Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα“. Του λέω “τρελάθηκες;” λέει “πάμε σπίτι όλοι, να σας παίξει ο Μίκης το καινούργιο του τραγούδι”. Κι όπως είμαστε, ξαναπήγαμε σπίτι απάνω, κι έτσι έγινε η πρώτη συναυλία του έργου με ακροατήριο τους φρουρούς μου. Αυτός ο στίχος έβλεπα ότι περνούσε μέσα από το πετσί τους, μέσα από τα σπλάχνα τους και τα αναστάτωνε και γούρλωναν τα μάτια. Εκεί πάνω φρουροί και φρουρούμενοι ήταν ένα πράγμα· ήμασταν Έλληνες όλοι. Η Ελλάδα. Αυτός ο πόνος αυτής της κακορίζικης, της φτωχής πατρίδας, που όλοι την αγαπούν…».

Τον Μίκη Θεοδωράκη, τον οικουμενικό αυτόν συνθέτη, θα αφήσουμε πάλι να πει τα τελευταία λόγια για τον Σικελιανό: «Ο Σικελιανός είναι ένας θεός που κατέβηκε από τον Παρνασσό και ήρθε να ζήσει ανάμεσά μας για να μας πει αυτά τα οποία δεν τ’ ακούσαμε τότε· ότι, αυτή είναι η ουσία σου, Έλληνα· μην κοιτάζεις την τραγική ζωή σου, την πείνα σου, την ασχήμια σου, που είναι αποτέλεσμα των στερήσεων που άλλοι σου έχουν επιβάλει. Μέσα σου είσαι ωραίος, είσαι μεγάλος, είσαι κληρονόμος αυτής της ομορφιάς, κι εγώ την παίρνω και στη δίνω.»

TΕΛOΣ

Προηγουμενο αρθρο
Κοπή πίτας Εξωραϊστικού Συλλόγου Ράχης «Άγιος Διονύσιος»
Επομενο αρθρο
14 πυροσβέστες επιχείρησαν για την μεταφορά τραυματία από την παραλία των  Εγκρεμνών

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.