HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΗ Επιστράτευση του 1974 όπως την έζησα

Η Επιστράτευση του 1974 όπως την έζησα

Γράφει ο Παναγιώτης Σκληρός

Λευκάδα, Ιούλιος 1974, επιστράτευση!!  

Κατακαλόκαιρο και τα ταξί, τα λεωφορεία και τα φορτηγά κουβαλάνε επιστρατευμένους στην Πρέβεζα, αρχικά στο κάστρο που ήταν το στρατόπεδο κι αμέσως στο γήπεδο με τα πόδια για μια μέρα μέχρι να δουν που θα μας πάνε. Μερικοί έφευγαν στο δρόμο , άλλοι προσπαθούσαν να πάρουν ένα τηλέφωνο για να ειδοποιήσουν τους δικούς τους και γενικά υπήρξε μια ανεξέλεγκτη άσκοπα ή σκόπιμα, κατάσταση . Γενική επιστράτευση λοιπόν(!), με εμβατήρια, καμπάνες, έκπληξη, αντίρρηση, μαζί και φόβος. Συνωστισμός στο στενό στρατολογικό γραφείο της Λευκάδας, φωνές και τρόμος ενώ οι Τούρκοι έμπαιναν στην Κερύνεια. 

Οι περισσότεροι Λευκαδίτες καλούνταν σε καιρό επιστράτευσης σ’ αυτό το κέντρο να παρουσιαστούν, στην Πρέβεζα. Καλούσαν τα περισσότερα χρώματα από τα φύλλα πορείας, ροζ, κίτρινα, όλα, εκτός απ τα άσπρα. Πήγα κι εγώ, ενώ  ήμουν για διακοπές στη Βασιλική στο σπίτι μου μαζί με το φίλο μου τον Αντώνη τον Ταγλίδη, φίλο απ’ το στρατό στο 565 ΤΠ Λαγκαδά. Διοικητής της 10ης μερ/χιας τότε,  ο Γρηγόριος Μπονάνος, αργότερα  μοιραίος αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων το 1974 με την εισβολή στην Κύπρο. Ήταν  απ’ αυτούς που αποφάσισαν- πιεζόμενοι απ τα ίδια τα γεγονότα – την παράδοση της εξουσίας των συνταγματαρχών στον Κ.Καραμανλή και που  «ενώ οι Τούρκοι συνέχιζαν πυρετωδώς την προεργασία τους, στο Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων (ΑΕΔ), ¨ο Γρηγόριος Μπονάνος καθησύχαζε τους πάντες ότι επρόκειτο για τουρκική άσκηση και ότι δεν υπήρχε κίνδυνος εισβολής!»

Τον έπιασαν κυριολεκτικά στον ύπνο ή-το χειρότερο- ήξερε κι έκανε στραβά μάτια. Την γλύτωσε όμως…Το τι είχε γίνει μ’ εκείνη την αλαλούμ επιστράτευση για εσωτερική χρήση της χούντας, δεν λέγεται. Βέβαια δεν θα το εξιστορήσω εδώ. Το έχουν κάνει άλλοι και πολύ ειδικοί στο θέμα. Θα παρουσιάσω απλά πώς έζησα από κοντά μια μορφή του σημερινού καλλιτεχνικού κόσμου μιας και έτυχε να’μαστε μαζί τότε στον «πόλεμο», μ’ εκείνες τις συνθήκες. Τον Δημήτρη Πιατά που υπηρετούσε εξ αναβολής στην μονάδα επιστράτευσης στην Πρέβεζα σαν φροντιστής-αποθηκάριος.

Πήγαμε λοιπόν στην Πρέβεζα μετά από μια στάση στο Φρουραρχείο της Λευκάδας όπου ένα τσούρμο κόσμος με βερμούδες, κοντομάνικα και σαγιονάρες ζητούσε φύλλα πορείας κ.λ.π. Μέσα- μέσα έβλεπα κανένα γνωστό απ’ το γυμνάσιο μιας κι έλειπα απ’ τη Λευκάδα ακριβώς 10 χρόνια. Εκεί, ανεβαίνοντας στο λεωφορείο για την Πρέβεζα, απ ότι μου περιέγραψε ένας φίλος μου,  ο Νικήτας Βερύκιος απ τον Αγιο Νικήτα, κοντοστάθηκε στη σκάλα και  φώναξε : «Πάμε παιδιά!! Μια τουφεκιά ειν’ ο θάνατος! » 

Δυο χρόνια γυμνάσιο στην πόλη, ένα στη Βασιλική και τα υπόλοιπα στο νυχτερινό της Καλλιθέας, οι δεσμοί ήταν κομμένοι αλλά το θυμητικό, καλό. Φάτσες γνωστές αλλά ονόματα τίποτα. Πατριώτη απ’ δω πατριώτη από κει, όλο και πλησιάζαμε. Μείναμε στο γήπεδο της Πρέβεζας μια βραδυά, μου φαίνεται. Ούτε λόγος για καμία μέριμνα. Ούτε τα βασικά θέματα υγιεινής.. Μας τσουβάλιασαν πάλι απ’ το γήπεδο όπως είμαστε, με τα καλοκαιρινά μας ρούχα, έτσι σαν τουρίστες και μας πήγαν σ’ ένα τεράστιο χωράφι στο Μύτικα Πρέβεζας καλλιεργημένο και φρεσκοκομένο με… τριφύλλι! Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση κι ακόμα το θυμάμαι ότι στην ξύλινη καρότσα του φορτηγού που ανεβήκαμε απ το γήπεδο για το Μύτικα, έγραφε..¨ζώντα ζώα¨.. Ήταν επιστρατευμένο –ακριβώς- για να μεταφέρει ζωντανά ζώα! Εκεί ήρθαν κάτι αξιωματικοί και προσπαθούσαν να χωρίσουν χιλιάδες επιστρατευμένους ανά επώνυμο, ανά περιοχή καταγωγής, ανά ειδικότητα, ανά ηλικία κ.λ.π κι όλο τα αλλάζανε γιατί… πλάνο δεν είχαν!

Ήρθαν και κάτι φορτηγά μεγάλα κι άδειαζαν με ανατροπή, άλλο σκηνές ,καραβάνες, γυλιούς, σε άλλο είχαν τα πασαλάκια και τα όπλα Μ1 καταλαδωμένα μέσα σε κασόνια με γράσο που κάμαμε μια εβδομάδα να τα καθαρίσουμε, άλλο καζάνια , άλλο κάτι τσουβάλια που είχαν μέσα κουβέρτες, άλλο αρβύλες, άλλο ρούχα εκστρατείας, σκελέες, καμιά πετσέτα, κορδόνια, γαλέτες, κονσέρβες από την εποχή της Κορέας(1952), ωχ Παναγιά μου τι να πρωτοθυμηθώ!

Γίνανε λοιπόν αυτά 6-7 σωροί κι ένας αξιωματικός- φροντιστής, κοντός με γουρλωμένα μάτια ανέβηκε επάνω στην καρότσα ενός φορτηγού και φωνάζοντας χωρίς φωνή(!!!) μας είπε να πάμε να πάρουμε από ένα όπλο, μια κουβέρτα, μια καραβάνα, κάνα κουτάλι, μια φόρμα για να ντυθούμε… αξιόμαχοι φαντάροι και φυσικά άρβυλα κι από ένα ζευγάρι κάλτσες! Σφαίρες-ευτυχώς –δεν έδωσαν. Άρα είχαμε όπλα για να ακουμπάμε.

Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται. Γιουρούσι σωστό! Τράβαγε ένας από δω ένα παπούτσι κι έψαχνε το νούμερο κι ο άλλος απ’ τα κορδόνια το ίδιο. Άλλος έβρισκε το νούμερο αλλά… ήταν όλα δεξιά. Άλλος είχε ένα μπερέ μέχρι τα αυτιά για γέλια και για κλάματα, άλλος βάραγε μια καραβάνα με το κουτάλι γιατί του την είχε δώσει, άλλος έβριζε, άλλος έψαχνε νούμερο για τη ζωστήρα και μέχρι να την προβάρει του την είχε αρπάξει ο δίπλα, άλλος δοκίμαζε μια φόρμα αλλά το απάνω μέρος το είχε πάρει άλλος, άλλος δεν έβρισκε τίποτα γιατί δεν έκανε γιουρούσι, άλλος έψαχνε να βάλει τάξη και στο τέλος κανένας δεν είχε εκείνα που έπρεπε. Για τις κονσέρβες υπήρχε όμως.. μέριμνα από ένα υπαξιωματικό που μας τις μοίραζε. Μια κονσέρβα για 5 άτομα , με συνοδεία γαλέτας που δεν έσπαγε ούτε με πέτρα όχι με δόντια. Νερό από τη βάνα του ποτίσματος φυσικά. Μας είχαν πάει σε ποτιστικό χωράφι, ευτυχώς. Εκεί υπήρχε μέριμνα όπως και στον γειτονικό σταύλο, είχε κι αυτός νερό από τη ίδια βάνα!!Ήταν κοντά και διάφορα θερμοκήπια με γόρμες κι άγουρες ντομάτες που τα ξεπαστρέψαμε απ την πείνα!! Μέχρι και τις πράσινες τρώγαμε..

Έτσι ψόφιοι κι αγχωμένοι, χωρίς καμιά πληροφόρηση για το τι γίνεται πραγματικά στη χώρα, μείναμε δυο-τρία βράδυα εκεί στο τριφυλλοχώραφο, μέχρι να αποφασίσουν πού θα συναντήσουμε τον… οχτρό!!. Για ύπνο φιλοξενηθήκαμε μέσα  στη σούδα τυλιγμένοι με σακούλες από τα γύρω θερμοκήπια.

Μέναμε εκεί στο  απόλυτο σκοτάδι ενημέρωσης για το ¨γιατί είμαστε εδώ και τι θα κάμουμε,πού θα μας πάνε κλπ¨. Σιγά σιγά γνωριζόμαστε μεταξύ μας, πιο πολύ απ’ τα λευκαδίτικα επίθετά μας, θυμόμαστε κι ερχόμαστε πιο κοντά. Τα πισωχωρήτικα επίθετα λίγο πολύ ήταν γνωστά κι έτσι προσεγγίζαμε πιο εύκολα μεταξύ μας γιατί ξέραμε ότι το Σκληρός και Ζαμπέλης θα’ναι απ’ το Μαραντοχώρι ή το Πατρίκιος και Κατηφόρης απ’ τον Άη Πέτρο, Σολδάτος απ το Σύβρο-Άη Λιό, Θερμός Νυδρί-Βαυκερή κ.λπ. Έτσι με γνωριμίες κι ανταλλαγές κάπως ταχτοποιηθήκαμε να μην είμαστε γελοίοι μεταξύ μας στο ντύσιμο. Από μούσια, γένια, φαβορίτες κλπ, ούτε λόγος. Γιατί σ ότι αφορά το αξιόμαχο…μη κάνετε κουβέντα… Όλοι για πέταμα είμαστε κι ανόρεχτοι να δεχτούμε αυτό που μας λέγανε.

Το πρωί -λένε – πάμε στο Καστρί πάνω απ’ την Ηγουμενίτσα να στήσουμε στρατόπεδο για να φυλάμε τα σύνορα με την Αλβανία, μπας και μπουν οι κομουνιστές του Χότζα με τα… τρακτέρ…Υπήρξε μια σχετική ανακούφιση ότι πάμε σε αποστολή Βόρεια κι όχι στην Κύπρο που διέδιδε το ράδιο-αρβύλα..

Μπήκαμε πάλι στα ΡΕΟ κι όταν φτάσαμε μας είπαν πού είναι ο χώρος κάθε λόχου. Θυμάμαι μ’ έβαλαν στο λόχο Διοικήσεως, σε μια σκηνή τύπου Λ για 2 άτομα μαζί  μ’ ένα επίσης έφεδρο αξιωματικό τον Κώστα Λογοθέτη, γυμναστή, απ’ την Πρέβεζα. Αργότερα που μερικοί απολυόταν, συγκατοίκησα και με τον Γιώργο το Κτενά τον δικηγόρο και με τον Νίκο το Βαγενά, τον πολυγραφότατο καλλιτέχνη μας. Λιαζόμαστε όλη μέρα, ούτε κάναμε τίποτα παρά…  ξόρκια και εφευρέσεις να μη μας φάνε καλοκαιριάτικα τα φίδια. Εκεί, στον ίδιο λόχο και με άλλους Λευκαδίτες στήσαμε όλοι σκηνές, καζάνια, αποθήκες, γραφεία, ιατρείο με κόκκινο σταυρό κ.λπ. Κι ενώ η χούντα είχε πέσει, ακούμε τη σάλπιγγα του στρατού να καλεί σε συγκέντρωση τάγματος!! Τώρα ακούγεται από τα μεγάφωνα μαγνητοφωνημένη αλλά εκεί υπήρχε και σαλπιγκτής!! Όχι, παίζουμε..Ήρθε κι ένας κοντοπίθαρος καραβανάς με κοιλιά και πολλά γαλόνια και στόμφο στρατηγού κι άρχισε να λέει θεωρίες πατριωτισμού και ψεύτικα γεγονότα απ’ την Κύπρο ( θα τους ρίξουμε στη θάλασσα κλπ που λένε συνήθως σ αυτές τις περιπτώσεις) , χωρίς κανένας μας να θέλει ν’ ακούσει. Αυτός νόμιζε ότι είχε νεοσύλλεκτους μπροστά του κι άρχισε τα οκλαδόν- εγέρθητι κ.λπ  αλλά πολύ λίγοι υπάκουαν. Πρώτος.. ανυπάκουος ο Κώστας ο Θερμός απ το Νυδρί ( γιός της θειά Γιοβάννας) δυό μέτρα άντρας που τον γνώρισα στις Σέρρες όταν ήταν στη διμοιρία επιδείξεων της μεραρχίας, μετέπειτα κουμπάρος μου που δεν τον άφηνε κάν να μιλήσει. Σε κάθε φράση του καραβανά δύο οι φράσεις αντιλογίας του Κώστα. Θυμάμαι ακόμα ένα μουστακαλή γεροδεμένο νέο που γίναμε κι είμαστε ακόμα φίλοι, τον Θοδωρή τον Σολδάτο απ’ τον Άη Λιό, αγρότη και βιοτέχνη-μαραγκό, να του αντιμιλάει και να του λέει ότι δεν υπακούει γιατί δεν τον αναγνωρίζει.¨Η χούντα έπεσε, εσύ τι είσαι ¨του έλεγε!!! Άρχισε κι η γιούχα και μπροστά σε τέτοια ανυπακοή, ο καραβανάς έκανε μεταβολή κι έφυγε. Κι ο Κώστας κι ο Θοδωρής ανέβηκαν στα ύψη της καρδιάς μας!

Είμαστε πολλοί Λευκαδίτες απ’ όλα τα χωριά. Κι απ’ τα πίσω κι απ’ τα μπροστινά και τα ορεινά και φυσικά απ τη χώρα. Όλη η Λευκάδα εκεί. Σιγά σιγά ερχόταν και επισκέψεις κάθε Κυριακή κι έβλεπαν μερικούς. Θυμάμαι τον Σ.Σ. που ήταν λογοδοσμένος,  όταν ήρθε η αρραβωνιαστικιά του να τον δει και μπήκαν στη σκηνή, έγινε σωστός σεισμός και πολλοί χειροκροτούσαν απ’ έξω αλλά τους απομακρύναμε , να μη ντρέπεται η κοπέλα. Είχαμε όντως… αγριέψει εκεί πάνω. Ο Φώντας ο Δουβίτσας, ο Μούστας ο Δευτεραίος, ο Γιώργος ο Σούνδιας, ο Φάνης ο Φωτεινός  και πολλοί άλλοι φίλοι  τα θυμούνται καλύτερα και μου τα θυμίζουν κι εμένα. Είχαμε κι ένα μάγειρα επίθετο Φέγγαρης απ’ τους Καρυώτες. Τι να βάλει ο έρμος για φαί, πατάτες με πατάτες και μελιτζάνες με κρεμμύδια ή ένα κρέας απ την Αργεντινή ή την Ουρουγουάη τυλιγμένο με άσπρο διάφανο τουλοπάνι που το κόβαμε σε μερίδες με το τσεκούρι και πετάγονταν οι σβεντίνες(τα κομμάτια)  μες τις μάζες. Θυμάμαι έγραφε με κάτι θεόρατες σφραγίδες διάφορα αλλά στην ημερομηνία δεν κάναμε λάθος. Έγραφε 1950 !!… Γέλιο πολύ στο συσσίτιο, με διάφορα λογοπαίγνια και μακροβούτια στο καζάνι για να βρείς μια πατάτα ή τον Πάνο το Μπλάλα να δίνει κεφαλιά στο μάγειρα γιατί δεν του γέμισε ένα πρωί την καραβάνα απ εκείνο το γάλα-σκόνη. Μέχρι που μια μέρα ο μάγειρας είδε κι απόειδε κι έβαλε ένα τεράστιο φίδι που είχαμε σκοτώσει, μες το καζάνι (έτσι για πλάκα βέβαια) και μια άλλη τον φίλο μου το Νίκο τον Καββαδία απ’ τα Χαραδιάτικα, ολόκληρο μέσα και γύρω γύρω οι υπόλοιποι κάναμε σαν τους Μάο-μάο με κραυγές και τύμπανα… Κάποια μέρα (για να δείτε το τι γινόταν τότε στην επιστράτευση) φάγαμε βραστό ψάρι μπιάνκο  αλά Λευκάδα(!!) με πατάτες και κρεμμύδια απ’ τους κήπους εκεί γύρω κι αντί για λεμόνι ένα καλάθι στημένα άγουρα σταφύλια που βρήκαμε σ ένα αμπέλι. Τα ψάρια τα έφεραν κάποιοι δικοί μας που πήγαν δήθεν περιπολία στο φράγμα του Καλαμά με τα πόδια ( ήταν σχετικά κοντά μας) και τα ψάρεψαν με.. τουφέκια Μ1.¨Να δούμε αν δουλεύουνε και τα τουφέκια¨είπαν.. Ήταν κάτι τεράστια κεφάλια-στράδια και μπάφες που κάναμε τσιμπούσι με δαύτα..Οι καραβάνες γέμισαν για τα καλά.

Υπήρχε όμως  αμηχανία κι αγωνία πότε θα φύγουμε αφού από κάνα τρανζίστορ στο χωριό που βγαίναμε για τηλέφωνο ή ν αγοράσουμε κάνα αυγό, ακούγαμε ότι έπεσε η χούντα, πήραν οι Τούρκοι την Κύπρο, ήρθε ο Καραμανλής κι ακούγαμε πλέον ελεύθερα τα τραγούδια του Θεοδωράκη απ το τρανζίστορ που κάποιου του το φέρανε απ τον έξω κόσμο!! Πάντα θα θυμάμαι το Στάθη το Μαργέλη που είμαστε μαζί και σαν κληρωτοί στην Κόρινθο (μας έφυγε νωρίς ο φίλος, δυστυχώς) να τραγουδάει το «όταν σφίγγουν το χέρι ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο», να βαράει το χέρι του στο τραπέζι με μανία και ν’ ανατριχιάζεις. Κατεβαίναμε και στην Ηγουμενίτσα καμιά φορά με το ΡΕΟ ή την Καναδέζα και πίσω το βράδυ, αναφορά κουβεντούλα και ύπνο σε ράτζα εκστρατείας ή στρωματσάδα σε κλαριά μυρτιάς μαζί με καλαμιές από καλαμποκιές. Σκοπιές κανονικά γύρω γύρω, περιπολίες, συνθήματα της πλάκας, αλτ και καλαμπούρια όταν πια είχαμε ξεψαρώσει. Φτιάξαμε και μια ομάδα και παίζαμε ποδόσφαιρο με κόντρα την Ηγουμενίτσα, με τον Πάνο το Μπλάλα αρχηγό και με το νούμερο 7 στην πλάτη τον Τάκη Κολλόκα, τον παιχταρά και πολλούς άλλους.

Είχαμε κι ένα πολύ καλό διοικητή, τον Ζησόπουλο που ήταν επιστρατευμένος κι αυτός άρα άνθρωπος με ελεύθερο πνεύμα. Όταν έφυγε κι ο Ζησόπουλος με τις πρώτες βροχές και την πολύ λάσπη, νομίζω έμεινα εγώ, τα πράγματα χαλάρωσαν κι έτσι άρχισαν οι πατριώτες να φεύγουν για τις δουλειές και τις οικογένειες τους στη Λευκάδα.  Άλλος για μεροκάματο σε καμιά τράτα, άλλος για τα σταφύλια, άλλος να ρογγίσει τις ελιές κ.ο.κ. Κυρίως να δούνε την οικογένεια τους, τους δικούς τους. Τους μάζεψα θυμάμαι τους Λευκαδίτες του λόχου και είπα «παιδιά να φύγετε, έτσι κι αλλιώς τζάμπα μας έχουν εδώ όλους αλλά για να ξέρω που βρίσκεστε, δώστε μου μια φωτογραφία σας και το όνομα από πίσω γραμμένο, ένα τηλέφωνο και το χωριό και πηγαίνετε στο καλό, πάρτε και μπόλικα χαρτιά άδειας μη σας τα ζητήσει κανένας».  Το θυμούνται και μου το λένε ακόμα και τώρα που το’χα ξεχάσει… Πήγαινα κι εγώ στη Λευκάδα και θυμάμαι γυρίζαμε χαράματα με τα ταξί 5-6 μαζί σαν σαρδέλες, με τον Αντώνη τον Βλάχο-Κουρατζάνη ή τον Αποστόλη τον Μήτσουρα-Τραμούκο, με τις λούφες πίσω…όπως και άλλους. Μια φορά μάλιστα χαράματα, είχαμε πέσει και σ’ενα αρδευτικό κανάλι κάπου στο Φανάρι αλλά ευτυχώς τη γλυτώσαμε.

Πολύ τράβηξα τα της επιστράτευσης κι ακόμα δεν μπήκα στο θέμα . Ήταν λοιπόν στον λόχο διοικήσεως κι ο Γιώργος ο Σκιαδαρέσης απ’ το Πινακοχώρι, ο γιος του Τάκη με το καφενείο που ήταν κι αυτός έφεδρος αξιωματικός αλλά με μέλισσα, δηλαδή φροντιστής. Δεν έκανε τίποτα κι αυτός εκεί πάνω μέχρι που ήρθε και μου’πε, «Πάνο, αυτός εδώ τριγυρνάει το στρατόπεδο και παραμιλάει». Πλησιάζουμε έναν στρατεύσιμο ανθ/γο με γουρλωμένα όσο έπαιρνε τα μάτια του απ’ την αϋπνία , μ ένα πιστόλι να κρέμεται μέχρι τα γόνατα, να πηγαίνει πάνω κάτω ολομόναχος κι αλαφιασμένος. Τον πλησιάζω και του λέω αν έχει κάποιο πρόβλημα και ποιος είναι. Μου λέει με στρατιωτικό ύφος ¨έφεδρος ανθ/γος φροντιστής Πιατάς Δημήτριος κι είμαι χρεωμένος όλες τις αποθήκες της Πρέβεζας  που άδειασαν. Και το πρόβλημα μου είναι ότι έχετε όλοι ρούχα, παπούτσια, όπλα, ένα σωρό εφόδια διπλά και τριπλά, άλλοι άρπαξαν κάτι πιστόλια παμπάλαια parabelum που δεν κάνουν ούτε για τις απόκριες  αλλά εγώ όλα αυτά τα’χω χρεωμένα και δεν έχω χρεώσει με 108 κανένα από εσάς. Θα περάσω στρατοδικείο και θα πάω φυλακή¨. Είχε πολύ δίκιο ο έρμος κι άκρη δεν έβρισκε.

 Με το αλαλούμ της Πρέβεζας και των φορτηγών που σας περιέγραψα, έπαιρνε ο καθένας ότι μπορούσε αλλά δεν υπέγραφε πουθενά τι και πόσα πήρε ώστε να ξεχρεώνεται ο αποθηκάριος. Τον ηρεμήσαμε όσο μπορούσαμε, κάνουμε παραπέρα με το Γιώργο, πάμε στο διοικητή, του το λέμε και παίρνουμε την άδεια να βρούμε μια λύση για να σωθεί η κατάσταση. Πήραμε  λοιπόν ο Γιώργος ο Σκιαδαρέσης κι εγώ τον Πιατά κυριολεκτικά απ’ το χέρι και γυρίσαμε σκηνή σκηνή όλο το τάγμα κι όλοι δήλωσαν και υπόγραψαν τι φορούσαν και τι είχαν στη σκηνή τους, για να τους τα χρεώσει. Έτσι ηρέμησε ο Πιατάς κάπως αν και δεν ήταν βέβαια όλα τα δηλωθέντα όσα είχε αυτός χρεωμένα. Πολλά έκαναν… εμφάνιση το χειμώνα στη Λευκάδα, Πρέβεζα και αλλού, κυρίως αρβύλες και φόρμες για τις ελιές και τις αγροτικές δουλειές ή το κυνήγι

Ο Πιατάς έκανε κοντρόλ, παρέδωσε και πήρε απολυτήριο όπως μάθαμε αργότερα, όπως κι εμείς, (έμεινα δυστυχώς μέχρι τον Νοέμβρη και απολύθηκα απ’ το στρατόπεδο της  Άρτας) αλλά γι αυτά που του έλειπαν πέρασε όντως στρατοδικείο στο Ρούφ και στο οποίο πήγαμε ο Σκιαδαρέσης κι εγώ  μάρτυρες. Αθωώθηκε αλλά έμεινε η ταλαιπωρία. Μα πιο πολύ, μια βαθειά φιλία που με τιμά. Ο Δημήτρης όποτε έρχεται στη Λευκάδα βρισκόμαστε και πάντα με ευχαριστεί κι όποτε ανεβαίνω στην Αθήνα πηγαίνω όπου εμφανίζεται. Θυμάμαι την αξέχαστη παράσταση «La nonna»  του Ρομπέρτο Κόσα που με τα νοήματα αλλά και τις εκφράσεις που κι εμείς εδώ χρησιμοποιούμε, μου φάνηκε ακόμα πιο κοντά σ’ εμένα… Πάντα λέει για εκείνη την εμπειρία χωρίς να γελάει όμως γιατί είναι όντως τραυματική και μας ευγνωμονεί που τον βοηθήσαμε. Μάλιστα μου’ δωσε πέρυσι κι ένα βιβλίο του που αναφέρει σε κάνα δυο σειρές αυτή την περιπέτεια της απόλυτης ακαταστασίας του κράτους που παραλίγο να την πληρώσει κι ο ίδιος.

Να’σαι καλά Δημήτρη και πάντα δημιουργικός

Παναγιώτης Σκληρός 

Προηγουμενο αρθρο
Ποσοστά κέρδους στα καύσιμα. Γιατί δεν το πρότεινε κανένα κόμμα;
Επομενο αρθρο
Δύο επισημάνσεις σε ένα δημοσίευμα για το Τουριστικό Περίπτερο

1 Σχόλιο

  1. Αναγνώστης
    25 Ιουλίου 2022 at 17:27 — Απάντηση

    Πριν 48 χρόνια τέτοιο καιρό πραγματοποιήθηκε η τελευταία μεγάλης κλίμακας επιστράτευση στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, με αφορμή την επικείμενη τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
    Μελετώντας προσεκτικά το αφήγημα.. κατανοείς πόσο συγκλονιστικό είναι να ζεις «ιστορία» και να βλέπεις τα πράγματα-τις καταστάσεις με τη δική σου ματιά…Η ανακύκληση της μνήμης του συγγραφέα , εγκιβωτίζει τις έντονες αναμνήσεις, τα συναισθήματα και τα ραγδαία γεγονότα των ημερών με κάθε λεπτομέρεια.

    Υπό αυτές τις συνθήκες, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε το ειδικό βάρος και την ξεχωριστή αξία που έχουν οι πρωτογενείς πηγές για εκείνα τα γεγονότα, δηλαδή οι μαρτυρίες των ανθρώπων εκείνων που τα έζησαν από κοντά, όντας οι άμεσοι πρωταγωνιστές τους. Οι πηγές αυτές όπου απαντώνται, είναι πολύτιμες και πρέπει πάντα να μελετώνται με προσοχή και σεβασμό.
    Με αφορμή λοιπόν την θλιβερή επέτειο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο κι έπειτα της κατοχής του βόρειου τμήματος του νησιού, η αναδημοσίευση μίας ακριβώς τέτοιας πρωτογενούς πηγής, μίας πρωτοπρόσωπης μαρτυρίας για την επιστράτευση όπως την έζησε έκ των έσω ο αφηγητής έχει ιδιαίτερη αξία και σημασία, αφού μεταφέρει στους νεότερους με την περιγραφή το κλίμα της εποχής, τα συναισθήματα, τις βαθύτερες σκέψεις και το τι απρόβλεπτο παρουσιάζεται σε επιστράτευση που δεν γίνεται συντεταγμένα.
    Άλλωστε, για εκείνη την επιστράτευση έχουν γραφτεί κι έχουν ειπωθεί πολλά. ενώ για την προετοιμασία της, την σκοποθεσία της, τα εμπόδια που εμφανίστηκαν, τα αποτελέσματα που ήρθαν , οι απόψεις είναι πολλές , όπως κι οι ερμηνείες των γεγονότων.

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.