Η Λευκάδα του ’80 σε άσπρο – μαύρο
Τα χωριά της Λευκάδας…
Τα χωριά της Λευκάδας έχουν κατά μεγάλο μέρος ερημώσει. Τα σπίτια είναι εγκαταλειμμένα, τα κτίσματα γκρεμισμένα. Κάποτε αυτά τα σπίτια ήταν γεμάτα ζωή και δραστηριότητα. Στο πέρασμα του χρόνου οι άνθρωποι σκόρπησαν, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής. Άλλοι ήρθαν στη Χώρα, άλλοι μετακόμισαν σε μεγάλες πόλεις και άλλοι μετανάστευσαν στο εξωτερικό.
Τα περισσότερα σπίτια εξωτερικά ήταν χτισμένα από πέτρα και ήταν διώροφα. Στο ισόγειο ή κατώι ήταν οι αποθήκες τροφίμων, τα βαρέλια κρασιού, ή καμιά φορά κι ο στάβλος των ζώων (αχούρι). Από πάνω έμενε συνήθως η οικογένεια.
Σε όλη τη δεκαετία του ’80 τα περισσότερα σπίτια στα χωριά έχουν αυτή την εικόνα της ερημιάς και της εγκατάλειψης. Από το μέσον της δεκαετίας του ’90 ξεκίνησε η φάμπρικα των «σεισμόπληκτων δανείων». Τα χωριά του νησιού αλλάζουν σιγά – σιγά όψη. Τα σπίτια αναπαλαιώνονται, άλλα επισκευάζονται. Κάποια έγιναν κύριες κατοικίες, άλλα αποτέλεσαν εξοχικά και αλλά επισκευάστηκαν και νοικιάζονται στους τουρίστες. Αρκετοί ξένοι επίσης ερωτεύτηκαν τα χωριά μας, αγόρασαν ερειπωμένα σπίτια, τα επισκεύασαν και έγιναν μόνιμοι κάτοικοι του νησιού.
Αυτές οι φωτογραφίες πέρα από τη γοητεία που εκπέμπουν, πέρα από τα μυστικά για το μισοξεχασμένο παρελθόν που είναι έτοιμες να μας διηγηθούν, πιστεύω ότι μπορεί να μας «γειώσουν» σήμερα.
* Για να δείτε όλες τις φωτογραφίες της Καίτης Κακαβούλη κάντε [κλικ εδώ]
Οι φωτογραφίες είναι της Καίτης Κακαβούλη, το κείμενο είναι της Βιολέττας Σάντα
1 Σχόλιο
Όταν ο άνθρωπος αναγκάζεται να εγκαταλείψει την γενέτειρά του και να αναζητήσει αλλού την τύχη του, μπορεί σε μικρό βαθμό να είναι λογικό, όμως όταν γίνεται κανόνας είναι πολύ ανυσηχητικό. Είναι το είδωλο της παρακμής που δείχνει ο καθρέφτης των ερηπωμένων σπιτιών και των ερημωμένων χωριών (ή και μεγάλων κομματιών πόλεων). Δεν θά αργήσει (πολύ φοβούμαι), που παρόμοια φαινόμενα ερήμωσης θα δούμε και σε πόλεις (κυρίως στην πρωτεύουσά μας), πράγμα ανησυχητικό και πολύ στενάχωρο παρά τις υποσχέσεις και παροτρύνσεις των καλαμοκαβαλάρηδων της εξουσίας για τις καλλίτερες μέρες που έρχονται, και που ο συνέλληνας θα αργήσει πολύ να τις δεί (αν τις δει δηλαδή).