HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΗ μάνα μου – Οι μανάδες μας

Η μάνα μου – Οι μανάδες μας

Γράφει η Παρασκευή Σιδερά-Λύτρα

Για τη μάνα την ημέρα την αφιερωμένη σ᾽αυτήν δεν θα γράψω ύμνους πανηγυρικούς, θα γράψω μόνο απλά λόγια για τη ζωή της μάνας μου, αντιπροσωπευτικά για πλήθος μανάδων στα χωριά μας της εποχής της.

Η μάνα μου γεννήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα ανάμεσα στα τέσσερα άλλα αδέλφια της. Η οικογένεια, για τις τότε συνθήκες, ήταν εύπορη· τα χωράφια που καλλιεργούσαν έδιναν τους καρπούς για τη διατροφή τους , και οι ελιές το λάδι τους. 

Ο πατέρας της, όπως φαίνεται, φωτισμένος άνθρωπος – σώθηκε στο σπίτι τους ένα μπαουλάκι με βιβλία (ακόμα και Οι άθλιοι του Ουγκώ, ο Μάκβεθ του Σαίξπηρ) και χειρόγραφες σημειώσεις για θέματα ιατρικά, ιστορικά και θρησκευτικά, όπως ο Νομοκάνων (Κανόνες του τρόπου ζωής και συμπεριφοράς των ιερωμένων).

Και αυτός ο φωτισμένος πατέρας έστειλε τους δύο γιούς του στο Δημοτικό του χωριού και μετά την αποφοίτηση τους και στο Γυμνάσιο, τότε στο πλησιέστερο της Λευκάδος. Τις κόρες του όμως, αυτός ο φωτισμένος πατέρας, ακολουθώντας τους κανόνες της κοινωνίας των χωριών μας της εποχής του, δεν τις έστειλε στο σχολείο, ούτε στο Δημοτικό. Ως ἐκ τούτου η μάνα μου, όπως και χιλιάδες άλλες κοπέλλες τότε, έμεινε “αγράμματη”, χωρίς σχολική παιδεία. 

Με αναδρομή όμως στα χρόνια της παιδικής μου ἠλικίας βλέπω, ότι αυτό για μένα δεν σήμαινε τίποτα· δεν αποζήτησα τίποτα αγκαλιασμένη από τη στοργή και τη φροντίδα της για την ανατροφή μας και την πνευματική μας πρόοδο. Δεν φρόντιζε μόνο να μη μάς λείπει τίποτα από φαγητό – κατά τις υπάρχουσες οικογενειακές μας δυνατότητες – και περιποίηση. Παρακολουθούσε τη σχολική μας εξέλιξη με πραγματική συμμετοχή και ήταν ενήμερη για κάθε έγνοια μας στο σχολείο και ας μη μπορούσε να διαβάσει τα βιβλία μας και τα γραπτά μας – αυτό ήταν δική μας δουλειά. Καθόταν κοντά μας στο δωμάτιο, το οποίο ήταν συγχρόνως μαγειριό, τραπεζαρία, δωμάτιο για τις καθιστικές δουλειές της και… γραφείο ημών των μαθητών παιδιών της.

Τα καθήκοντά της ήταν στον κάμπο, σε αγαστή συνεργασία με τον πατέρα μας, και οι δουλειές στο σπίτι: το ζύμωμα και το ψήσιμο του ψωμιού μια φορά την εβδομάδα, το γνέσιμο, το πλέξιμο, το ύφαμα στον αργαλειό της. Ήταν νοικοκυρά, καλή νοικοκυρά, όπως και οι άλλες μανάδες στο χωριό μας. Προμηθεύονταν όλες μαλλιά από τους κτηνοτρόφους, όταν κούρευαν τα πρόβατα, τα έπλεναν, τα έξαιναν και τα έγνεθαν στη ρόκα – ίδια στη μορφή με την προ χιλιετηρίδων «ηλακάτη», το δώρο της Αθηνάς στις γυναίκες. (Τη ρόκα της μάνας μας την έχω ακόμη – καλλιτεχνική κατασκευή, περίτεχνο σκάλισμα από τσοπάνο εξάδελφό της κατά τις ώρες της βοσκής του κοπαδιού του). Από το νήμα των χεριών τους υφαίνονταν ζεστές κουβέρτες, πολύχρωμοι τάπητες, πλέκονταν ζεστές κάλτσες και φανέλες, ἀλλά και πολλά κομψά είδη ενδυμασίας – και φουστανάκια για τις κόρες τους μὲ περίτεχνες πλέξεις και πολλές δίπλες· κι εμείς φορώντας τα καμαρώναμε στριφογυρίζοντας.

Παράλληλα οι μανάδες μας επεξεργάζονταν και το λινάρι. (Αξέχαστο το θέαμα των χωραφιών των σπαρμένων με λινάρι, όταν άνθιζε: μεταξένιοι τάπητες κυματιστοί σε χρώμα θαλασσί). Μετὰ τὸ ξερίζωμα ἀπὸ τὸ χωράφι μούσκευαν το λινάρι για 10-12 ημέρες στὴ θάλασσα ή σε λάκκους με νερό και μετά τὸ στέγνωμα το μαγγάνιζαν, το καθάριζαν, τό λανάριζαν, καὶ ήταν έτοιμο για γνέσιμο στη ρόκα. Μὲ το χοντρογνεσμένο λινάρι, αφού το έβαφαν σε διάφορα χρώματα, ύφαιναν λινούς τάπητες (χιράμια) καὶ μὲ τὸ ψιλογνεσμένο ύφαιναν σεντόνια, τραπεζομάντηλα και πετσέτες φαγητού και προσώπου.

Αναμνήσεις ανεπίστροφες, θα πεις,. Ζωντανεύουν όμως παρελθόντα βιώματα και ζεσταίνουν την καρδιά, φέρνοντας τις απολάμπουσες μορφές των χωρικών μανάδων μας ακόμα ενώπιόν μας. 

Και στο τέλος απαγγέλλω εντούτοις νοερά με γλυκειά νοσταλγία ένα μικρόν ύμνο για τη μάνα, μια στροφή από ποίημα, που έγραψε  για τη Μάνα ὀ αγαπημένος μου, μαθητής  τότε της τρίτης τάξης του γυμνασίου στις 5 Μαρτίου 1954: 

Μάνα! Ἐσὺ εἶσαι ἡ εὐτυχία
σὺ τὸ γέλοιο κι ἡ χαρά.
Μάνα! Τί κρυφὴ ἁρμονία
πλημμυρίζει τὴν καρδιά!

Προηγουμενο αρθρο
Έκθεση με κλασικά πανέμορφα αυτοκίνητα στη Λευκάδα -φωτορεπορτάζ
Επομενο αρθρο
Χαρακτικά και Χάρτες της Λευκάδας: Η έκθεση θα παραμείνει ανοικτή μέχρι και Σάββατο 20 Μαΐου

1 Σχόλιο

  1. Αναγνώστης
    14 Μαΐου 2023 at 12:30 — Απάντηση

    …“Α, μωρέ μάνα, δεν τη βρίσκω αυτή τη βελόνα… πού σου ’πεσε, εδώ ή έξω…; Πάω να φύγω κι εγώ… όλοι οι άλλοι παίζουνε, κι εγώ ή γράφω ορθογραφία ή με βάζεις και κοπανίζω αλάτι… Κι εγώ θα γίνω ναύαρχος, άμα μεγαλώσω. Να ακούω ό,τι θέλω εγώ… Μάνα μου, μάνα μου, αχ, να μπορούσες να μ’ ακούσεις και να μου πεις ένα λόγο… Σαν βροχούλα θα ’πεφτε πάνω μου ο λόγος σου… σαν δροσερή ευλογημένη βροχή απ’ τον ουρανό… Αχ να ’σουνα τώρα να κάθεσαι σ’ αυτήν την καρέκλα, να σε βλέπω, να σ’ έχω… Να μπορώ να σου πω… Ξέρεις τι θα σου ζήταγα, μάνα, κι ας είμαι γέρος πια… Να με πάρεις στα πόδια σου, να με χορέψεις, να με τρυφερέψεις μια στάλα… τότε μικρός τι καταλάβαινα…; Τώρα μου λείπει… να νιώθω τα χέρια σου στα μαλλιά μου, στα μάγουλά μου… Να χώσω τα μούτρα μου μες στην ποδιά σου να κλάψω… να τριφτώ… και να ’χεις τσάγαλα, λέει, στην τσέπη σου… να μου τα δώσεις… με δείρανε, μάνα… πήγα να παίξω και με διώξανε και με δείρανε… βοήθεια, μάνα μπάλωσέ μου το πανταλόνι μου… Γιατί πέθανες, μάνα, γιατί…; Γιατί δε με ρώτησες…; Βοήθεια, μπάλωσέ μου το πανταλόνι μου, μπάλωσέ μου το…”
    ( ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από το μονοπρόσωπο μονόπρακτο: ΑΥΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙ ΤΟΥ ///ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΗ )».

    Δάκρυα/// Ναπολέων Λαπαθιώτης,
    Δεν είναι τίποτα στο σπίτι, Μάνα μου,
    να μη Σε φέρνει ολάκερη στη σκέψη,
    – και μήτε τίποτα στη ζωή μου, Μάνα μου,
    που να μην το ’χεις κάπως σημαδέψει.
    Κι ούτε που κάνω βήμα, τώρα, Μάνα μου,
    χωρίς οι λογισμοί Σου να με ζώσουν,
    καθώς αγγίζω ή αντικρύζω, Μάνα μου,
    το καθετί που μεταχειριζόσουν…
    Κι όχι το καθετί, μονάχα, Μάνα μου,
    δικό Σου, είναι μονάκριβο για μένα,
    μα ως και τα μέρη, που περνούσες, Μάνα μου,
    κι εκείνα, τα θαρρώ σαν αγιασμένα…
    Κι όχι τα μέρη εκείνα, μόνο, Μάνα μου,
    κάτι, για μένα, έχουν του Παραδείσου,
    – μα ώς και τον ίδιο τον εαυτό μου, Μάνα μου,
    τον αγαπώ, γιατί ήτανε παιδί Σου… ////

    Χρόνης Μίσσιος/////”Όταν είσαι για εκτέλεση,
    έχεις κάθε μέρα επισκεπτήριο.
    Ήρθε η κακομοίρα η μάνα μου
    την πρώτη μέρα να με δει.
    Για να πάω στο στρατοδικείο,
    μου είχαν φέρει
    ένα κουστούμι του αδερφού μου,
    γιατί εγώ δεν είχα καλά ρούχα.
    Αφού είδα τη μάνα μου,
    την αγκάλιασα και της λέω:
    ”Κοίτα να δεις, αύριο που θα έρθεις,
    να μου φέρεις τα παλιά μου τα ρούχα να φορέσω,
    γιατί ε, αφού μεθαύριο θα μας σκοτώσουν,
    να μην πάει τζάμπα και το κουστούμι.”
    Μπαμ η μάνα μου, κάτω, ξερή.
    Κάναμε επισκεπτήριο
    μαζί με τον Μαύρο, οπότε μου λέει:
    ”Τι λεςβρε τσόγλανε στη μάνα σου;
    Είναι κουβέντες αυτές;”
    Όχι,δεν το έκανα επίτηδες.
    Τα ‘χα χαμένα κι εγώ ο φουκαράς,
    δεν ήξερα τι να της πω
    όπως σπάραζε στην αγκαλιά μου.
    Το κακό είναι πως, ποτέ δε μπόρεσα
    να της εξηγήσω μερικά πράγματα,
    όπως να πούμε πόσο πολύ την αγαπούσα,
    και τι καταφύγιο ήταν στα μεγάλα μου ζορίσματα.
    Αλλά έτσι είναι πάντα.
    Ποτέ δεν προλαβαίνουμε να πούμε
    τα πιο ουσιαστικά πράγματα,
    και το καταλαβαίνουμε
    μόνο σαν χαθούμε.”///Χρόνης Μίσσιος:

    Μανάδες των ανθρώπων///// Γιάννης Π. Τζήκας
    Μακαρισμένα πλάσματα, ιερά
    Όλη τη θλίψη κρύβεται του κόσμου
    Κι όλου του κόσμου τη χαρά
    Μάνες Κυριακές και ψυχοσάββατα
    Μανάδες του Χριστού
    Μανάδες μαυροφόρες…
    Μανούλες ανθισμένες….
    Μανάδες των τραγουδιών
    Των ραγισμένων χαραυγών
    Μανάδες του καημού
    Το αχ των στεναγμών
    Μανάδες σκοτεινές
    Μανάδες φωτεινές
    Μανάδες της αστροφεγγιάς
    Ολάνθιστα κλαράκια μυγδαλιάς

    Της μάνας μας τα χέρια
    Τραχιά και ροζιασμένα
    Στη δουλειά, στο χάδι μαθημένα
    Παλάμες αγιοσύνης
    Που ζύμωσαν και έπλασαν ψωμί
    Γλυκό, να το μοιράσουν
    Δικοί και ξένοι να χορτάσουν
    Και τι έγνοια, τι φροντίδα
    Να μεγαλώσουν τα παιδιά
    Να ‘ναι καλοντυμένα
    Και χίλιες δυο δουλειές
    Μες στα νερά και στις φωτιές
    Με βιάση, γρηγοράδα
    Άϊντε μια στιγμή στο μαγεριό
    Πάλι ξανά στο πλυσταριό
    Μες στο μονότονο της σκάφης το ρυθμό
    Και πώς χορεύει στην αυλή η βροχή
    Σταλαγματιά σταλαγματιά
    Της μάνας τ’ όνειρο κι η προσευχή

    Και η απολαβή τους στη ζωή;
    Δουλειά πα’ στη δουλειά
    Μες στο αψύ λιοπύρι
    Στα σταροχώραφα στο θερισμό
    Στα καπνοτόπια στον καπνό
    Στο κέντημα νυχτέρια
    Και τα προικιά στον αργαλειό…
    Ποτέ τους δεν ταξίδεψαν
    Δεν είδαν ξένους τόπους
    Εδώ ριζώσαν έχοντας
    Μέσα τους ανθρώπους…

    Οι μάνες έφυγαν
    Δάκρυα στα μάτια
    Στις κάμαρες σιωπή
    Αβάσταχτη σιωπή…..
    Στο αίμα της καρδιάς μας
    Μνήμη του πένθους μυστική…

    Οι μάνες που μας άφησαν
    Δεν πήγανε στα ξένα
    Μέσα στα φύλλα της καρδιάς
    Εκεί είναι κρυμμένες…

    Απόψε θ’ ακούσουμε το θρόισμα
    Της χλόης απ’ τα βήματά τους
    Θα δούμε τις μορφές τους…
    Θα ρθούνε δε μπορεί…
    Όσα ποτέ δεν είπαμε
    Απόψε θα τα πούμε…..

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.