HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΟ Άγγελος Σικελιανός στους Σφακιώτες

Ο Άγγελος Σικελιανός στους Σφακιώτες

ΣΙΚΕΛΙΑΝΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ 

ΙΙ. Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΣΤΟΥΣ ΣΦΑΚΙΩΤΕΣ 

 Του Δημήτρη Σπ. Τσερέ 

Συνεχίζοντας τη σειρά των δημοσιευμάτων, που έχουν ως βάση τη «βιωματική» (όχι την ποιητική) σχέση του Σικελιανού με τη Λευκάδα, αναδημοσιεύουμε ένα μικρό κείμενο του σφακισάνου Φίλιππου Π. Λάζαρη (1911-2000) που τιτλοφορείται «Ο Άγγελος Σικελιανός στους Σφακιώτες».[1] Στο κείμενο αυτό ο συγγραφέας δίνει ορισμένες χαρακτηριστικές στιγμές του σύντομου περάσματος του ποιητή (μαζί με την Εύα και τον μικρό Γλαύκο) στους Σφακιώτες το καλοκαίρι του 1909, οι οποίες μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να φωτίσουν κάποιες πλευρές του χαρακτήρα του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η, και από αλλού- μαρτυρημένη,[2] ικανότητα του Σικελιανού -ενός ποιητή, αστού, με ρίζες αρχοντικές και ολύμπια ομορφιά- να συναναστρέφεται με άνεση τους λαϊκούς ανθρώπους του χωριού, όπως και η αντίστοιχη της Εύας -μιας πλούσιας, χειραφετημένης (σε βαθμό σκανδάλου για τα ελληνικά ήθη της εποχής) Αμερικάνας και εξαιρετικά καλλιεργημένης- να «μαθητεύει» δίπλα στις έμπειρες χωριάτισσες υφάντρες. Και βέβαια οι (ποιητικότατες) ιππικές περιδιαβάσεις του «αλαφροΐσκιωτου» ζευγαριού ανά τα βουνά, τους λόγους και τα φαράγγια της περιοχής.

************************************************************

Ο Άγγελος Σικελιανός στους Σφακιώτες

Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς, και σήμερα ακόμα, τη συναισθηματική κατάσταση που επικρατούσε στη Λευκάδα στα τέλη του 19ου αιώνα ύστερα από το θάνατο του μεγάλου λευκαδίτη ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. του ποιητή με την τόσο ταραγμένη ζωή. του αριστοκράτη ποιητή, που κατέβηκε τόσο σιμά στο λαό και που αγάπησε και τραγούδησε στη γλώσσα του τα όνειρά του και τους πόθους του και την παλληκαριά του. του ποιητή που συγκλόνισε το πανελλήνιο με την απαγγελία του στ’ αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Πατριάρχη, κατακτώντας επάξια εκεί τον τίτλο του εθνικού ποιητή και ανεβάζοντας σύγχρονα και τη Λευκάδα στην πανελλήνια εκτίμηση και κάνοντάς την έτσι περισσότερο «επτανήσια», αφού χάρη σ’ αυτόν θα μπορούσε πια να σταθεί επάξια πλάι στις αδελφές της με τα μεγάλα τέκνα τους: το Σολωμό, το Φώσκολο, τον Κάλβο, το Μαρκορά, το Λασκαράτο κ.ά.. του ποιητή με την αρρενωπή ομορφιά (μαζί με τον Παράσχο και το Σολωμό λογαριάζονταν σαν οι τρεις πιο όμορφοι Έλληνες). του ποιητή πολιτευτή με την περήφανη και σπάνια σε συνέπεια πολιτική γραμμή του. του ποιητή τέλος, που ο πρόωρος θάνατός του πάνω στην ακμή της ηλικίας του άφηνε ένα μεγάλο κενό.

Όμως, κι αν πέθανε, έμεινε ζωντανός για πάντα μέσα στη σκέψη και την καρδιά του Λευκαδίτη κι έγινε με τον καιρό ιστορία κι έπειτα θρύλος: «ο Βαλαωρίτης», ο «Αριστοτέλης Βαλαωρίτης».

Κι αν είναι να πόνεσαν κι άλλοι για το χαμό του, δεν θα ’ταν υπερβολή εδώ να λέγαμε πως πιο πολύ απ’ όλους τους Λευκαδίτες πόνεσαν οι Σφακισάνοι. Κι όχι μονάχα γιατί πεθαίνοντας ο Βαλαωρίτης άφησε ατέλειωτο το αριστούργημά του Φωτεινός, έργο με καθαρά σφακισάνικη υπόθεση. ούτε και μόνο γιατί στους Σφακιώτες είχε στενό σύνδεσμο με πολλές οικογένειες (του Κωνσταντή Κουβέλη στα Λαζαράτα, του Κατσορέλη στο Σπανοχώρι, του Κούρτη του Παπόρη στον Κάβαλο κ.ά.) αλλά και γιατί κάθε γωνιά στους Σφακιώτες ήταν δεμένη με τ’ όνομά του και κάθε ζωής εκδήλωση εκεί, κάθε καημός κι όνειρο είχαν πια περάσει στους στίχους του. και χωρίς υπερβολή, αλλά και χωρίς αμφιβολία, μέσα στο Φωτεινό ο Βαλαωρίτης έβαλε την ίδια του τη λεβέντικη ψυχή, κι έκανε το Φωτεινό σύμβολο λεβεντιάς, ψυχικής αρχοντιάς και λευτεριάς πανανθρώπινης.

Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα την ψυχική κύλησαν τα χρόνια των μεγαλυτέρων από μας, που μικρότεροι εμείς, ακούσαμε τις αφηγήσεις τους. Και μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα και στο ίδιο παραμύθι και το θρύλο είναι που κυλούσαν σιγά-σιγά κάτω «απ’ τη φιλόξενη σκιά του ελάτου» και τα χρόνια τα παιδικά του άλλου μεγάλου λευκαδίτη ποιητή, του Άγγελου Σικελιανού και έτσι που να ριζώσουν όλα μέσα στη σκέψη του και στη ζωή του.

Κι εσύ που ’ναι φιλόξενη η σκιά Σου σαν του ελάτου

τη σκιά, κι όμοια τριγύρα μας απλώνεται πιστή,

μεγάλο Πνέμα δέξου με στον ίσκιο Σου από κάτου

να ξανασάνει η σκέψη μου και να ξεκουραστεί…

και οι μεγάλες εντολές ακόμα:

Τι όσο κοιτώ τα χείλη Σου, θαρρώ κι έχουν σαλέψει.

Κι ολόισα προς το πνέμα μου τα λόγια ενώ μιλάν,

μέσα μου χύνεται μ’ ορμή σαν ποταμός η Σκέψη

κι έτσι οι μεγάλες Σου εντολές στις φλέβες μου κυλάν:

«Τη θεία φωνή, π’ ο ίσκιος μου ν’ ακούσει, τώρα στέργει

μη την κρατήσεις μέσα σου δειλά και σιωπηλά·

Μα σήκωσέ τη σήμαντρο τα ουράνια που να φλέγει,

η δύναμή της κύματα τεράστια να κυλά…»

(Ωδή στο Βαλαωρίτη)

Κι ακόμα και οι μικρές· ωσάν αυτή αίφνης που οδηγούσε τα βήματά του, παιδί ακόμα, τη νύχτα στα καταρράχια προς τους Σφακιώτες και σαν την άλλη που τον έφερε στους Σφακιώτες με τη γυναίκα του την Εύα και τον μικρό του γιο, το Γλαύκο, το 1909 για όλο το καλοκαίρι.

Ο Σικελιανός, που είχε γνωρίσει καλά τη Λευκάδα και τη φύση της καθώς και τους ανθρώπους της και τις συνήθειές τους, ήταν αδύνατο να μη θελήσει τότε νέος πια να γνωρίσει και ιδιαίτερα τους Σφακιώτες που τόσο είχε γνωρίσει από σιμά και τόσο είχε τραγουδήσει στο Φωτεινό ο Βαλαωρίτης.

Τότε δε είναι ασφαλώς που θα συγκέντρωσε και όσα τυχόν στοιχεία του έλειπαν για να τραγουδήσει αργότερα τον άφθαστό του «Χωριάτικο γάμο»-μια συμπλήρωση κι αυτός στον ασύγκριτο Φωτεινό, που όπως σημειώνει ο Ιωάννης Βαλαωρίτης στην έκδοση Μαρασλή των Απάντων του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη: εν τω τετάρτω άσματι ούτος (δηλ. ο Βαλαωρίτης) θα περιγράψη τον γάμο της Θωδούλας και τα εν τοιαύταις περιστάσεσιν ήθη και έθιμα των χωρικών της Λευκάδος-και να εκπληρώσει, κατά κάποιο τρόπο την εντολή: να συμπληρώσει το Φωτεινό.

Μαζί με την Εύα και το γιο του Γλαύκο, ο Σικελιανός εγκαταστάθηκε στο συνοικισμό Πρεμεντινού των Σφακιωτών, στο σπίτι του μπάρμπα Μήτσου Βαγενά ή Βέλιου κι έμεινε στο ανώγειο του σπιτιού. Ο μπάρμπα Μήτσος έμεινε με τη φαμίλια του στο κατώγι. Είχαν μαζί τους μια μαγείρισσα για την κουζίνα και του σπιτιού τη λάτρα και δυο άνδρες, τον ένα οικονόμο για τα ψώνια και τις βαρειές δουλειές και τον άλλον ιπποκόμο για το καράτικο άλογο του Άγγελου. «Μεραχούμηδες» κι οι δυο.

Καβάλα σ’ αυτό το λεβέντικο καράτικο άτι ο Σικελιανός-ίδιος Αϊ-Γιώργης, καθώς μολογάνε ακόμα οι παλιότεροι-κάλπαζε στις δημοσιές και έτρεχε στα μονοπάτια των Σφακιωτών, ανέβαινε στις γύρω ράχες και κατέβαινε στις λαγκαδιές και στα φαράγγια ως κάτου στον «άπατο λόμπο», στου «Μαγεμένου», στου «Αρκά το λαγκάδι», στη «Βράχα», στην «Ακόνη», στη «Λαγκάδα», στην «Κρούπα», ζητώντας όπου βρύση, τη βρύση τη μαγεμένη της Θωδούλας.

Η Εύα με το αρχαϊκό της ντύσιμο (χιτώνας-πέδιλα), που της κολλήσανε γι’ αυτό, από την πρώτη κιόλα μέρα, το παρατσούκλι «ζόρκα», τραβούσε ιδιαίτερα την προσοχή των Σφακισάνων, καθώς ανάμεσα στ’ άλλα τ’ ανεξήγητα για τους απλούς ακόμα χωριανούς, έκαναν εντύπωση κι οι πολύωρες νυχτερινές περιπλανήσεις τους στα υψώματα ένα γύρο, που διαρκούσαν ως το πρωί καμιά φορά.

Ιδιαίτερα συχνές ήταν οι επισκέψεις τους και την ημέρα ακόμα, πότε μαζί και πότε χωριστά, στην Επισκοπή. Εκεί με την εξαίσια θέα προς τη θάλασσα και την Σάλτενη πιο πέρα και τον Κόρφο, όπου εκεί  κριαρώθηκαν μέσα σ’ αυτό το στένωμα για τη σκλαβιά του κόσμου δυο πολέμαρχοι φοβεροί. κι ακόμα ανάμεσα στα ερείπια της Επισκοπής, που θύμιζαν πολλή αρχοντιά και ιστορία για τον τόπο, ώρες ολόκληρες παραδομένοι στ’ όνειρο που απλώνονταν μπροστά τους, εμπνέονταν όσα θα ’παιρναν αργότερα σάρκα και οστά σ’ άλλους τόπους, σ’ άλλες κορφές ψηλότερες.

Η Εύα, όπως είπαμε, με το παράξενο ντύσιμό της και τους ακόμα πιο παράξενους για τους ντόπιους τρόπους της και συμπεριφορά της, καθώς τ’ αντίκριζε όλα κι όλους με κείνη την ανυπόκριτη περιέργεια για να μαθαίνει, και τη καλοσυνάτη της καταδεκτικότητα για να οικειώνεται, τραβούσε πιο πολύ όλων την προσοχή. Των παιδιών όμως, που την περιεργάζονταν και με κάποια παιχνιδιάρικη διάθεση, η περιέργεια γίνονταν ενοχλητική καμιά φορά. Όπως αίφνης στην περίπτωση του μικρού Ζώη Βαγενά ή Κοτσαλάκια που είχε κάμει χόμπυ του ακολουθώντας τις πατησιές της Εύας να μιμείται παίζοντας την περπατησιά της. Του είχε κάμει φαίνεται ξεχωριστή εντύπωση η περπατησιά της καθώς δε έμοιαζε καθόλου με την ντόπια γυναικεία λυγιστή και κουνιστή περπατησιά. Κι ήταν για την Εύα κάπως ενοχλητικό το χόμπυ του μικρού. Τόσο που ο Άγγελος, για να δώσει κάποια διέξοδο, μια μέρα που ο πατέρας του μικρού γύριζε προς το βράδυ απ’ τη δουλειά του στο χωριό, τον σταμάτησε και μπρος στην Εύα, δείχνοντας το Ζώη και φωνάζοντας, τον ρώτησε ανάμεσα σοβαρά τάχα αλλά μαζί κι αστεία αν συμφωνούσε να του ’δινε 3.000 φράγκα για να ξεκάμει κείνον εκεί το «δαίμονα». Και φυσικά τα γέλια και τ’ αστεία που ακολούθησαν στάθηκαν το τέρμα στην υπόθεση.

Οι σχέσεις άλλωστε του Άγγελου με τα παιδιά ήτανε φιλικές πολύ. Και το ’ξεραν τα παιδιά, αφού και τα παιχνίδια τους παρακολουθούσε κι αστεία και παιχνίδια τους έκανε ο ίδιος. Σαν την καλύτερη όμως διασκέδαση μαζί τους εύρισκε να τους πετάει με δύναμη σκαρτότσα (δέσμες με κέρματα) στον τοίχο για να παρακολουθήσει τη φασαρία τους στο σκόρπισμα και να διασκεδάσει με την «αλαμανία» που κάνανε για να τα μαζέψουν.

Αλλά και στων μεγάλων τη ζωή έπαιρναν μέρος. Εκτός απ’ τις εργασίες στο σπίτι, στο χωράφι, στ’ αμπέλι κι όπου αλλού, που τις παρακολουθούσαν μ’ ενδιαφέρον για να ρωτούν και να μαθαίνουν, η Εύα παρακολουθούσε το «διάσιμο» (ύφανση) κι όλη τη διαδικασία του. Η ίδια έμπαινε στον αργαλειό και «διαζόντανε» (ύφαινε) κι είχε μια ξεχωριστή αδυναμία στα λαϊκά μοτίβα. Σύχναζαν και στις άλλες εκδηλώσεις τους. Με τον μπάρμπα Μήτσο και τη γυναίκα του τη Θεώνη, που ήταν τότε απ’ τα πιο όμορφα ζευγάρια στο χωριό, πήγανε κείνο το καλοκαίρι στο πανηγύρι της Ανάληψης στο Φρυά και χόρεψαν στα «βιολιά». Πήγαν επίσης καβάλα στ’ άλογα στη Φανερωμένη στο πανηγύρι και στου Αϊ-Λιά στην Εγκλουβή. Με τον μπάρμπα Μήτσο επίσης και το μικρό Βαγγέλη, τον ανηψιό, πήγαν καβάλα και στο Δράγανο σε αρραβώνες στο σπίτι του Μελά, συγγενικό του Βέλιου και φιλικό του Άγγελου.

Στου Πρεμεντινού ο Άγγελος με την Εύα σύχναζαν πιο πολύ κι έκαναν συντροφιά στο σπίτι του γιατρού Γερ. Κουνιάκη-Λούκα, όπου περνούσαν τις περισσότερες ελεύθερες ώρες τους κι όπου συνήθως τα βράδια, πριν απ’ τις εξορμήσεις τους, τις περισσότερες φορές δειπνούσαν κάτου απ’ τις κληματαριές ή πιο κάτου στην κατάφυτη τότε χωραφιά, απ’ όπου τις ήσυχες καλοκαιριάτικες νύχτες συχνά ταράζονταν η γαλήνη του χωριού απ’ τα κεφάτα και τρανταχτά γέλια του Άγγελου.

Αυτά τα λίγα έμειναν απ’ το πέρασμα του Άγγελου και της Εύας απ’ τους Σφακιώτες. Σήμερα δεν υπάρχει κανένα ενθύμιο απ’ το διάβα τους. Μόνο ένας σταυρός καμωμένος με καρφιά απ’ τον ίδιο στην πάνω πόρτα του σπιτιού του μπάρμπα Μήτσου (αν αυτό, που λέει ο γιος του ο Ανδρέας, είναι πραγματικό, γιατί ήταν πολύ μικρός τότε).

Από τ’ άλλα, σαν πιο εντυπωσιακά και αλησμόνητα, έμειναν το περήφανο τρέξιμο του Άγγελου καβάλα στο αξετίμωτο άλογό του, τα παιγνίδια τους με τους πιτσιρικάδες του χωριού και οι νυχτερινές και των δύο τους περιπλανήσεις γύρω στις κορφές. Περιπλανήσεις στους Σφακιώτες που τις έκανε και μικρότερος, μαθητής του Γυμνασίου, όπως λένε, ο Άγγελος ανεβαίνοντας απ’ τη «Σπηλιά» στον Κάβαλο με κάποιον συμμαθητή του, που δεν είναι σίγουρο σήμερα ποιος ήταν μα που ο πρόωρος θάνατός του πολύ τον αναστάτωσε ψυχικά, όπως το δέιχνει στο ποίημά του «Ο θάνατος του καλύτερου» στον Αλαφροΐσκιωτο.

Πολλοί, λοιπόν, λόγοι συναισθηματικοί και ουσιαστικοί είχανε κάμει τον Σικελιανό να γνωρίσει από πιο κοντά τους Σφακιώτες, όπως πιο πριν και γι’ άλλους λόγους και το Βαλαωρίτη. Κι έτσι «όταν πρωτοφανερώθηκε στην πνευματική ζωή μας, κρατώντας στο χέρι του ένα κατάδροσο τριαντάφυλλο, που ήτανε το πρώτο του έργο, ένα βουνίσιο αέρι έπνεε στο πρώτο του εκείνο έργο, ένα άρωμα ανάδινε ο Αλαφροΐσκιωτος, που τόσο δροσάτο ίσαμε τότε δεν είχε αναδώσει η Ελληνική ποίηση» (Κ. Παράσχος: «ο Άγγελος Σικελιανός και η γενιά του», Καθημερινή, 8-08-1963).

Αναμφισβήτητα, λοιπόν, θα πρέπει να παραδεχτεί κανείς, πως όταν στην Έρημο έγραφε τον Αλαφροΐσκιωτο ο Σικελιανός, μονάχα τη Λευκάδα έκλεινε στη ψυχή του, και πως αυτό το βουνίσιο αέρι που έπνεε στο πρώτο του εκείνο έργο ήταν πιο πολύ απ’ τις κορφές, όπου η βαθιά του νοσταλγία τον ξανάφερε και πάλι μαζί με τη γυναίκα του τώρα και το γιο του.


[1] Φίλιππου Π. Λάζαρη, Μια φορά κι έναν καιρό…Πεζά-Ποιήματα-Τοπωνύμια Λαζαράτων [Επιμέλεια-Προλεγόμενα Δημήτρης Σπ. Τσερές, Λεξιλόγιο Βασίλης Φίλιππας], Δήμος Σφακιωτών, Λευκάδα 2010, 106-111.

[2] Δημήτρης Σπ. Τσερές, Σικελιανικά, Fqggoto books , Αθήνα 2022, σ. 154, Σημείωση 18.

Προηγουμενο αρθρο
Επέτειος
Επομενο αρθρο
Υπερπροσπάθεια πλοίου να δέσει στην Αίγινα - Σάρωσε το νησί ο βοριάς

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.