HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΟ μεγάλος ελληνικός κόσμος της Ανατολής

Ο μεγάλος ελληνικός κόσμος της Ανατολής

Γράφει ο Άγγελος Γ. Χόρτης

Διαβάζοντας το  ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Στα 200 π.Χ.».
«Aλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων—»

Μπορούμε κάλλιστα να φαντασθούμε
πως θ’ αδιαφόρησαν παντάπασι στην Σπάρτη
για την επιγραφήν αυτή. «Πλην Λακεδαιμονίων»,
μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται
για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν
σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε
μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς
Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ αρχηγό
δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής.
A βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων».

Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται.

Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό·
και στην Ισσό μετά· και στην τελειωτική
την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός
που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι:
που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κ’ εσαρώθη.

Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.

Εμείς· οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας,
κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.

Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!

Η εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου εναντίον των Περσών (334-323 π. Χ), οι νίκες του και η κατάλυση της Περσικής αυτοκρατορίας δεν είχαν  μόνον πολιτικά αποτελέσματα. Πολύ σπουδαιότερα και μονιμότερα ήταν τα πολιτιστικά. Η ελληνική γλώσσα και ο ελληνικός πολιτισμός, γενικότερα, ενοποίησαν  πολιτιστικά την Ανατολή, από την Αίγυπτο μέχρι τις Ινδίες και την Κεντρική Ασία και δημιούργησαν έναν μεγάλο καινούριο ελληνικό κόσμο, τον ελληνιστικό, θεμελιωμένο ακριβώς στην ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό. Η πολιτική αυτή έκφραση του νέου ελληνικού κόσμου, δηλαδή τα ελληνιστικά βασίλεια της Ανατολής, καταλύθηκαν  μεν   πολιτικά από τη Ρώμη, τη νέα δύναμη που είχε αναδυθεί  στη Δύση, αλλά η πολιτιστική κυριαρχία του Ελληνισμού  συνεχίστηκε αδιατάρακτα στη διάρκεια της ρωμαϊκής εποχής, για να συνεχιστεί στην εποχή του Βυζαντίου. 

 Στα 200 π.Χ.

Το έτος 200 π.Χ. είναι σημείο καμπής του ελληνιστικού κόσμου. Το έτος αυτό ξεκινά ο Β’ Μακεδονικός πόλεμος μεταξύ Μακεδονίας και Ρωμαίων. Ο πόλεμος λήγει το 197 π.Χ., με μεγάλη ήττα του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Ε’. Λίγα χρόνια αργότερα ο βασιλιάς της Συρίας Αντίοχος Γ’ ο Μέγας θα ηττηθεί στη Μαγνησία της Μ. Ασίας από τους Ρωμαίους (190 π.Χ.). Επομένως, το έτος 200 π.Χ. αποτελεί όριο στην ιστορία του ελληνιστικού κόσμου, καθώς ο κόσμος αυτός βρίσκεται λίγα χρόνια, πριν αρχίσει η σταδιακή πολιτική του  κατάρρευση. Ο   αφηγητής στο ποίημα, ένας Έλληνας του «μεγάλου ελληνικού κόσμου» της Ανατολής,  που είναι, βέβαια, persona (προσωπείο) του ποιητή, αν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εδώ ο όρος αυτός, αξιολογεί,  από τη σκοπιά τού  ακμάζοντος μέχρι τότε αυτού κόσμου,  τα γεγονότα και τις συνέπειες της Πανελλήνιας εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου. 

Ως υπότιτλο στο ποίημα, ο Καβάφης, χρησιμοποιεί τη φράση του Πλουτάρχου «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων», αναφερόμενος στις  300 περσικές ασπίδες τις οποίες ο Μ. Αλέξανδρος απέστειλε ως αφιέρωμα στον ναό της Αθηνάς στον Παρθενώνα, με την εντολή  η φράση αυτή να αναρτηθεί ως επιγραφή, για να υπογραμμίσει τη συμμετοχή ολόκληρου του Ελληνισμού στην εκστρατεία του, με εξαίρεση τους Σπαρτιάτες(1). Έτσι, ο ποιητής, με τον υπότιτλο  αυτόν, υποδηλώνει εξαρχής μια σύγκριση μεταξύ του οραματισμού και των επιτευγμάτων του Μ. Αλεξάνδρου,  με τη συνδρομή των υπολοίπων Ελλήνων αφενός, και της στάσης των Σπαρτιατών αφετέρου.  Κατά την άποψή μου, το ποίημα ανελίσσεται,  από το έλασσον στο μείζον. Ξεκινά, δηλαδή, από την αποτίμηση της στάσης των Σπαρτιατών, οι οποίοι αδιαφόρησαν εντελώς για την πανελλήνια εκστρατεία. Πρόκειται για μια στάση υπεροπτική, όπως προκύπτει από τις επεξηγήσεις που ακολουθούν.  Οι Σπαρτιάτες αδιαφόρησαν, όπως λέει ο ποιητής, εντελώς για την επιγραφή αυτήν, όπως είχαν αδιαφορήσει για την  πανελλήνια εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου στην Ασία εναντίον των Περσών, και αρνήθηκαν, όπως είναι γνωστό, να λάβουν μέρος σε αυτήν. Ακολουθώντας την παράδοση, περήφανοι για το ένδοξο παρελθόν τους, παραμένουν δέσμιοι του παρελθόντος αυτού και  αδυνατούν να κατανοήσουν το πανελλήνιο πνεύμα και τους οραματισμούς του Αλεξάνδρου, που άνοιγαν ευρείες προοπτικές όχι μόνον για την πολιτική αλλά, πολύ περισσότερο, για την πολιτιστική ηγεμονία  του Ελληνισμού στην Ανατολή. Με λίγα λόγια, οι Σπαρτιάτες, εγκλωβισμένοι στους στενούς ορίζοντες του Ελλαδικού  χώρου, νοσταλγοί της ηγεμονεύουσας θέσης τους σ’ αυτόν και προσηλωμένοι στο παλαιό τους μεγαλείο, δεν ήταν σε θέση να επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους, κάτω από τις νέες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί (ανάδυση του βασιλείου της Μακεδονίας ως νέου πόλου ισχύος του ελληνικού κόσμου) και να συμβάλουν, στο πλευρό του Αλεξάνδρου και των άλλων Ελλήνων, σε κάτι μεγάλο που εκυοφορείτο,  χάρη στη μεγαλοφυία ενός μεγάλου ηγέτη.

Η στάση αυτή των Λακεδαιμονίων, που αποδείχθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων, αντιμετωπίζεται  από τον ανώνυμο Έλληνα του 200 π.Χ., δηλαδή από τον Καβάφη, με κλιμακούμενη ειρωνεία, η οποία, θα μπορούσαμε να πούμε, καταλήγει σε σαρκασμό. Οι στίχοι:  «Πλην Λακεδαιμονίων», μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε, μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ αρχηγό δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής. Α, βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων». Η ειρωνεία είναι εμφανέστατη, όπως προκύπτει από το σαρκαστικό μα φυσικά, την επανάληψη της φράσης «πλην Λακεδαιμονίων» εντός εισαγωγικών (αν και τα εισαγωγικά υπάρχουν στον τίτλο του ποιήματος), για να δοθεί έμφαση στην απουσία τους, και, ακόμα, το γεγονός ότι η απουσία αυτή δεν επηρέασε, ούτε στο ελάχιστο τα μεγάλα και κοσμοϊστορικά επιτεύγματα της εκστρατείας, τα οποία εξαίρονται στη συνέχεια. Ωστόσο, στον αμέσως επόμενο στίχο του ο Καβάφης εκφράζει την κατανόησή του στη στάση αυτή των Λακεδαιμονίων,  συνυφαίνοντας την ειρωνεία του με κάποιας μορφής ανεκτικότητα: «Είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται…». Όπως γράφει ευστοχότατα ο Μάριος Πλωρίτης, «την καβαφική ειρωνεία τη συντρέχει πάντα η συμ-πάθεια», με την έννοια ότι ο ποιητής έρχεται στη θέση όσων η ειρωνεία του πλήττει και τους κατανοεί,  αφορμώμενος από τη δική του «ενοχή» και τις «αδυναμίες» του, κατά τον διαπρεπή κριτικό (2). Ωστόσο, παρά τη συγκαταβατικότητα και την κατανόηση, στον στίχο υποδηλώνεται, κατά την άποψή μου, μια αίσθηση ανωτερότητας του Έλληνα, εκπροσώπου  του «μεγάλου ελληνικού κόσμου της Ανατολής», δηλαδή του Καβάφη, απέναντί τους.

Το δεύτερο μέρος του ποιήματος αναφέρεται στη δημιουργία και την εξύμνηση του νέου μεγάλου ελληνικού κόσμου. Με μότο το «πλην Λακεδαιμονίων», καταγράφονται αρχικά τα γεγονότα-σταθμοί, τα οποία οδήγησαν στη συγκρότηση του κόσμου αυτού. Τα γεγονότα αυτά είναι οι μεγάλες νίκες του Αλεξάνδρου στον Γρανικό (334 π. Χ), στην Ισσό (333 π.Χ.) και στα Άρβηλα – Γαυγάμηλα (331 π.Χ.), με τις οποίες καταλύθηκε η περσική αυτοκρατορία. Οι νίκες αυτές, που σηματοδοτούν την πολιτική επικράτηση του ελληνισμού στην αχανή ασιατική ενδοχώρα, μέχρι τις Ινδίες και την Κ. Ασία, υπήρξαν η «μήτρα» για τη δημιουργία του ελληνιστικού κόσμου, του νέου μεγάλου ελληνικού κόσμου της Ανατολής.

Μπροστά στα τεράστια αυτά επιτεύγματα, η απουσία των Λακεδαιμονίων, που εμφατικά τονίζεται από τον ποιητή, ήταν χωρίς  σημασία. Ιδιαίτερα σχολιάζει ο Καβάφης την τελευταία μάχη του Μ. Αλεξάνδρου εναντίον του Δαρείου στα  Άρβηλα, που σήμανε τη διάλυση της περσικής αυτοκρατορίας. Η χρησιμοποίηση του ρήματος «εσαρώθη» ο φοβερός περσικός στρατός που ξεκίνησε για νίκη, θεωρώ ότι δεν αναφέρεται μόνον στη συντριπτική νίκη του Αλεξάνδρου, αλλά υποδηλώνει και το τέλος του παλαιού κόσμου και την αυγή της δημιουργίας του νέου, θεμελιωμένου στην ελληνική παιδεία και τον ελληνικό πολιτισμό. Οι επάλληλες αναφορές, μέσα σε λίγους στίχους, των τριών μεγάλων μαχών του Μ. Αλεξάνδρου  υποβάλλουν την αίσθηση της ραγδαίας προέλασης και των θριάμβων του Μακεδόνα βασιλιά. Οι στίχοι: «Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό και στην Ισσό μετά και στην τελειωτική τη μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός που στ’ Αρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι: που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κι εσαρώθη»(3). 

Οι στίχοι που ακολουθούν αποτελούν αποτίμηση από τον ποιητή της μεγάλης αυτής εκστρατείας και των θριαμβευτικών νικών των Ελλήνων. Κύριο χαρακτηριστικό της αποτίμησης αυτής  είναι ο υμνητικός τόνος που αναδεικνύει την μοναδικότητά της εκστρατείας όχι μόνον σε ό,τι αφορά τους στρατιωτικούς θριάμβους, αλλά, κυρίως, σε ό,τι αφορά τις συνέπειες  και τα μονιμότερα αποτελέσματά της, δηλαδή τη δημιουργία του καινούριου μεγάλου ελληνικού κόσμου. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι ο φειδωλός στη χρησιμοποίηση επιθέτων  Καβάφης χρησιμοποιεί, για να χαρακτηρίσει την εκστρατεία, αλλεπάλληλα υμνητικά, στον υπερθετικό βαθμό, επίθετα: θαυμάσια, νικηφόρα, περίλαμπρη, περιλάλητη, δοξασμένη, απαράμιλλη. Ο τόνος και το ύφος, η ασυνήθιστη για τον Καβάφη, θα τολμούσα να πω, μεγαλοστομία πρέπει να βρίσκονται σε αντιστοιχία με το μεγάλο, το μοναδικό γεγονός το οποίο ο ποιητής περιγράφει.

Ο μεγάλος αυτός ελληνικός κόσμος γεμίζει με υπερηφάνεια τον Έλληνα του 200 π.Χ., με τη φωνή του οποίου εκφράζεται η υπερηφάνεια του Καβάφη, γνήσιου τέκνου του ελληνισμού της Διασποράς, η οποία, σε ό,τι αφορά την Ανατολή, θεμελιώθηκε με την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου.  Από αυτήν, όπως λέει ο αφηγητής, «βγήκαμ’ εμείς…Εμείς! Οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς, οι Σελευκείς, κ οι πολυάριθμοι επίλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας, κ οι εν Μηδία, κ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι!». Τα αλλεπάλληλα θαυμαστικά είναι εύγλωττα. Ιδιαίτερη αναφορά, όπως διαπιστώνουμε, γίνεται για τους Έλληνες των μεγάλων μητροπόλεων της Ανατολής, της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο, της Αντιόχειας και της Σελεύκειας στη Συρία και μάλιστα σε αξιολογική σειρά και ακολουθούν οι Έλληνες της ασιατικής ενδοχώρας, δηλαδή οι εν Μηδία  κ οι εν Περσίδι και όσοι άλλοι. Τούτο είναι φυσικό, καθώς οι κοσμοπολίτικες αυτές  μητροπόλεις, που αναφέρθηκαν, υπήρξαν μεγάλα πολιτιστικά, οικονομικά και διοικητικά κέντρα και λαμπρές εστίες διάδοσης του ελληνικού τρόπου ζωής, της ελληνικής παιδείας και γλώσσας και, γενικότερα, του ελληνικού πολιτισμού. Αλλά και οι δεκάδες πόλεις στην Περσίδα, τη Μηδία, την Παρθία, την Υρκανία και μέχρι τις εσχατιές της τεράστιας αυτοκρατορίας που ίδρυσε ο Μ. Αλέξανδρος (Βακτρία, Σογδιανή, Αραχωσία, Γεδρωσία κ.λπ., στην Κ. Ασία οι δύο πρώτες,  νοτιότερα, στα σύνορα της Ινδίας οι τελευταίες)  λειτούργησαν με τον ίδιο τρόπο. (4). 

Τρία είναι τα χαρακτηριστικά του ελληνιστικού κόσμου της Ανατολής, τα οποία υπογραμμίζει και εξαίρει ο Καβάφης: οι μεγάλες επικράτειες, η ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών και η κοινή ελληνική λαλιά που κυριάρχησε στις μεγάλες αυτές επικράτειες. Οι μεγάλες επικράτειες αναφέρονται στα εκτεταμένα ελληνιστικά βασίλεια των Πτολεμαίων της Αιγύπτου και, κυρίως των Σελευκιδών της Συρίας, του οποίου τα όρια έφτασαν μέχρι την Ινδία και την Κεντρική Ασία (5). Οι στοχαστικές προσαρμογές είναι η ικανότητα του Ελληνισμού να προσαρμόζεται στις θυελλώδεις περιπέτειες της Ιστορίας, χάρη στο πνεύμα του, ώστε να διατηρεί ακμαίες τις δημιουργικές του δυνάμεις, που εκφράζονται στα διάφορα πεδία των πνευματικών και καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων και ακόμα να επικοινωνεί και να συνεργάζεται με τους άλλους λαούς, σεβόμενος τις πολιτιστικές τους ιδιαιτερότητες, αλλά και να επιβιώνει αργότερα στις δύσκολες συνθήκες της ξένης κυριαρχίας. Τέλος, η «Κοινή Ελληνική Λαλιά», φορέας ενός ανώτερου πολιτισμού, έδωσε συνοχή στον τεράστιο και ποικιλόμορφο Ελληνιστικό κόσμο και κράτησε αυτή την πολιτιστική ενότητα, καθώς όλοι, ειδωλολάτρες και χριστιανοί, άνθρωποι με κάθε εθνική ταυτότητα, την τιμούσαν και εκαυχώντο να την μιλούν. Ο Καβάφης είναι περήφανος για τη λάμψη του Ελληνιστικού κόσμου και, μέσω του αφηγητή του 200 π.Χ., εξαίρει την Κοινή Ελληνική Λαλιά, ως θεμελιώδη παράγοντα για τη λάμψη αυτή. Θα μπορούσαμε εδώ να σκεφθούμε ότι το ποίημα,  γραμμένο το 1931 (6), λίγα χρόνια μετά την Μικρασιατική καταστροφή, υποδηλώνει ότι, ίσως, ο ποιητής, έχοντας συνολική θέαση της ιστορικής πορείας του Ελληνισμού, επιδιώκει να προβάλει τη ζωτικότητα και την ικανότητά του να επιβιώνει στις θύελλες της ιστορίας. Έτσι, αντιπαραθέτει το παλαιό μεγαλείο στη συντριβή του μεγάλου σύγχρονού του οράματος της Μεγάλης Ελλάδας.

Με τον ακροτελεύτιο στίχο («Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!») ο ποιητής  επανέρχεται στους Λακεδαιμονίους και τη στάση τους στην πανελλήνια εκστρατεία, με την έννοια ότι δεν μπορεί να γίνει καμία σύγκριση του απομονωτισμού και της εσωστρέφειάς τους με το όραμα του Οικουμενικού Ελληνισμού, το οποίο  είχε συλλάβει και είχε πραγματώσει με τη μεγαλοφυία του ο Μέγας Αλέξανδρος, με υπόβαθρο την ελληνική του παιδεία και τις ηθικές και ανθρωπιστικές  αξίες του ελληνικού πολιτισμού. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι ο όρος Οικουμενικός Ελληνισμός σημαίνει τη  συμβίωση όλων των λαών της αυτοκρατορίας την οποία ο Μ. Αλέξανδρος δημιούργησε σε πνεύμα ισοτιμίας, με συνεκτικό, όμως, δεσμό  τον ελληνικό πολιτισμό. 

Ο Πλούταρχος, αποτιμώντας το έργο του Μ. Αλεξάνδρου, αναφέρει  χαρακτηριστικά ότι ο μεγάλος Έλληνας βασιλιάς έμαθε τους Υρκανούς να παντρεύονται, τους Αραχώσιους να καλλιεργούν τα χωράφια, τους Σογδιανούς  να τρέφουν και να μη σκοτώνουν τους πατεράδες τους, τους Πέρσες να σέβονται τις μητέρες τους. Ακόμα ότι, εξημερώνοντας την Ασία, κατέστησε τον Όμηρο  ανάγνωσμά της και πέτυχε ώστε τα παιδιά των Περσών, των Σουσιανών και των Γεδρωσίων να τραγουδούν τις τραγωδίες του Ευριπίδη και του Σοφοκλή. Και ενώ, όπως γράφει, τους νόμους του Πλάτωνα λίγοι τους διαβάζουμε, τους νόμους του Αλεξάνδρου πολλοί τους εφάρμοσαν και έγιναν έτσι πιο ευτυχισμένοι όσοι κατακτήθηκαν από όσους απέφυγαν την κατάκτηση. Τέλος, σύμφωνα πάντα με τον Χαιρωνέα ιστορικό, το  θεωρητικό και ουτοπικό πολίτευμα του Ζήνωνα (στωικός φιλόσοφος) να υπάρχει κοινός τρόπος ζωής και κοινός νόμος για όλους τους ανθρώπους ο Αλέξανδρος το έκαμε πράξη αναμειγνύοντας σαν σε ένα κρατήρα αγάπης ήθη, τρόπο ζωής, γάμους και συνήθειες και ορίζοντας να θεωρούν όλοι πατρίδα την οικουμένη, συγγενείς τους ενάρετους και αλλόφυλους τους κακούς,  Έλληνα αυτόν  που ξεχωρίζει για την αρετή του και βάρβαρο  αυτόν που τον χαρακτηρίζει η κακία (7). 

 Ότι η αποτίμηση αυτή του Πλουτάρχου ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα  το μαρτυρεί η πολιτική του Μ. Αλεξάνδρου, δηλαδή η ανοχή στα ήθη και τις θρησκείες των κατακτημένων λαών, οι επιγαμίες μεταξύ Ελλήνων  και ντόπιου στοιχείου και, το πιο απτό παράδειγμα, η τελετουργική συναδέλφωση των Ελλήνων και των λαών της Ανατολής, που περιγράφει ο Αρριανός. Συγκεκριμένα, κατά την πορεία του προς τις απώτατες επαρχίες της περσικής αυτοκρατορίας, ο Αλέξανδρος οργάνωσε συμπόσιο κοντά στις όχθες του Τίγρη ποταμού, στο οποίο παρακάθησαν Έλληνες, Πέρσες και διακεκριμένοι άνδρες άλλων λαών της Ανατολής, συνολικά 9.000. Εκεί, όλοι έκαμαν σπονδές από τον ίδιο κρατήρα και ο Αλέξανδρος ευχήθηκε σε όλους όλα τα αγαθά και, κυρίως, ομόνοια και συμμετοχή στην εξουσία (8). Το μαρτυρεί, ακόμα, το γεγονός ότι ο μεγάλος Έλληνας βασιλιάς υπήρξε ο μόνος κατακτητής στην Ιστορία που οι λαοί  τους οποίους υπέταξε, και όχι μόνον, τον οικειοποιήθηκαν, που μυθοποιήθηκε και έγινε θρύλος  στις παραδόσεις τους  ως μυθικός ήρωας ή θεός  ή και ως άγιος ακόμα του Χριστιανισμού (9), έτσι ώστε τα ίχνη που άφησε το πέρασμά του να νικήσουν τους αιώνες και τον χρόνο.

Το έργο του Μ. Αλεξάνδρου αποτελεί τομή στην ιστορία της ανθρωπότητας. Μολονότι η αυτοκρατορία που δημιούργησε, διασπάστηκε πολιτικά μετά τον θάνατό του και τελικά διαλύθηκε, παρέμεινε, ωστόσο, για περίπου 3 αιώνες πολιτιστικά ενιαία, συντηρώντας την ελληνική παιδεία και γλώσσα, τις ηθικές και ανθρωπιστικές αξίες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, τα γράμματα, τις τέχνες, τις επιστήμες, την οργάνωση της οικονομικής ζωής και του εμπορίου. Όλες αυτές οι εκφάνσεις του ελληνικού πολιτισμού σφράγισαν καθοριστικά την πορεία και την ιστορία του κόσμου, αφού κληροδοτήθηκαν στη Ρώμη και από εκεί στο Βυζάντιο και, ενοφθαλμισμένες με τον Χριστιανισμό, οδήγησαν στη διαμόρφωση του νεότερου Ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος ενώνει τους ανθρώπους με κοινές αξίες και δικαιώματα. Πολλοί κορυφαίοι ιστορικοί συγκλίνουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε αυτά τα συμπεράσματα, εγκαταλείποντας, πολλές φορές, τον αυστηρό επιστημονικό λόγο και χρησιμοποιώντας δοξαστικές εκφράσεις για τον μεγάλο άνδρα, που άλλαξε την ιστορία του κόσμου στη σύντομη διάρκεια της ζωής του, όπως:  Κανένα έργο στην ιστορία  «δεν φέρει περισσότερο από το έργο του Αλεξάνδρου τη σφραγίδα μιας προσωπικής ιδιοφυίας» (P. Jouguet) ή “Αν κάπου στην ιστορία του κόσμου, τότε μόνο εδώ έγινε αισθητή η πρωτοβουλία της μεγάλης ατομικής προσωπικότητος.  Αυτή ήταν που έδωσε στον κόσμο ένα νέο πρόσωπο» (H.Bengtson) ή ο Αλέξανδρος … «διατήρησε μπροστά στα μάτια του, μέσα από όλες τις μάχες και τις αιματοχυσίες, το όνειρο να μεταφέρει το φως των Αθηνών σε έναν ευρύτερο κόσμο» (W.Durant)  ή “H αρχαιότητα που από μέσα της γεννήθηκε η Ευρώπη είναι ο κόσμος του Ελληνισμού που ίδρυσε  ο Αλέξανδρος» (P. Bamm)  ή ο Αλέξανδρος «σήκωσε μόνος του, σαν τον Άτλαντα, τον κόσμο επάνω στους ώμους του» (F. Schachermeyer) ή υπήρξε «ένα κράμα δαιμονικού πάθους και νηφάλιας διαύγειας και σωφροσύνης» (Ulrich Wilchen) (10). 

Συνοψίζοντας, το ποίημα του Καβάφη αποτελεί ύμνο στον μεγάλο ελληνικό κόσμο της Ανατολής και, κατ’ επέκταση, θα μπορούσαμε να πούμε,  σε ολόκληρο τον Ελληνιστικό κόσμο και τον μεγαλοφυή δημιουργό του, τον Μ Αλέξανδρο, τη μεγαλύτερη, ίσως,  προσωπικότητα στη διαδρομή της ανθρώπινης ιστορίας. 

Σημειώσεις

  1. Πλουτάρχου,  Παράλληλοι βίοι, Αλέξανδρος, 16, 19 και Αρριανού, Αλεξάνδρου Ανάβασις, 1, 16, 7. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος αφιέρωσε ασπίδες, ενώ ο Αρριανός κάνει λόγο για πανοπλίες.
  2. Περιοδικό «η λέξη», Κ.Π. Καβάφης, αφιέρωμα, Μάρτης-Απρίλης 83, σ. 295. 
  3. Για τις τρεις αυτές μεγάλες μάχες οι πληροφορίες τις οποίες αντλούμε από τον Πλούταρχο και τον Αρριανό είναι οι ακόλουθες: Στη μάχη του Γρανικού ο Πλούταρχος αναφέρει ότι σκοτώθηκαν  Πέρσες 20.000 πεζοί και 2.500 ιππείς, ενώ από τους Έλληνες σκοτώθηκαν μόνον 34. Για τους άνδρες αυτούς ο Αλέξανδρος, μεταφέροντας την πληροφορία του Αριστοβούλου, διέταξε να στηθούν οι ανδριάντες τους, κατασκευασμένοι από τον Λύσιππο (Πλουτάρχου, Αλέξανδρος 16, 18). Σύμφωνα με τον Αρριανό, από τον στρατό του Μ. Αλεξάνδρου σκοτώθηκαν 25 εταίροι, 60 άλλοι ιππείς και 30 πεζοί. Για τους εταίρους (ιππείς με βαρύ οπλισμό), που διοικούσε ο ίδιος ο Αλέξανδρος, διέταξε να στηθούν χάλκινοι ανδριάντες τους στο Δίον, κατασκευασμένοι από τον Λύσιππο  ( Αρριανού Αλεξάνδρου Ανάβασις 1,16). 

Για τη μάχη της Ισσού ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Δαρείος εβάδιζε από τα Σούσα με 600.000 στρατό, για να αντιμετωπίσει τον Αλέξανδρο, με αίσθημα υπεροχής για το πλήθος της δυνάμεώς του και επειδή του έδινε θάρρος ένα όνειρο, το οποίο  οι μάγοι του εξηγούσαν για να τον ευχαριστήσουν και όχι για να του πουν την αλήθεια (Αλέξανδρος, 18). Η νίκη του Αλεξάνδρου ήταν συντριπτική, αφού σκοτώθηκαν  πάνω από 110.000 Πέρσες και ο Δαρείος σώθηκε με τη φυγή (Αλέξανδρος, 20).  Τους ίδιους περίπου αριθμούς δίνει και ο Αρριανός, δηλαδή οι νεκροί Πέρσες ανήλθαν σε 100.000 από σύνολο στρατού 600.000.

Για τη μάχη στα Γαυγάμηλα, ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Δαρείος αντιπαρέταξε στον Αλέξανδρο 1.000.000 στρατιώτες (Αλέξανδρος, 31), ενώ ο Αρριανός μας παρέχει λεπτομερέστερες πληροφορίες. Σύμφωνα με αυτόν, λεγόταν ότι ο στρατός του Πέρση βασιλιά ανερχόταν σε 1.000.000 πεζούς, 40.000 ιππείς, 200 δρεπανηφόρα άρματα και 15 ελέφαντες. Οι απώλειες των Περσών ήταν περίπου 300.000 νεκροί και πολύ περισσότεροι αιχμάλωτοι, ενώ από το ελληνικό στράτευμα σκοτώθηκαν περίπου 100 άνδρες. (Αλεξάνδρου Ανάβασις, 3, 15)

  1. «Η πόλη (Αλεξάνδρεια) προσφέρει ένα από τα πιο κοσμοπολιτικά θεάματα της ελληνικής Ανατολής. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Στράβωνος, στην εποχή του Αυγούστου (σημείωση: 1ος π. Χ. – 1ος μ. Χ. αιώνες) είχε περισσότερους από 1 εκατομμύριο κατοίκους. Όλα τα έθνη συνωστίζονταν εκεί:  Έλληνες, Αιγύπτιοι, Σύριοι και από ένα σημείο και ύστερα Ιταλοί. Ανάμεσά τους οι Εβραίοι αποτελούσαν τα 2/5 του πληθυσμού…. Τρεις παράγοντες εξηγούν την ανάπτυξή της. Πρώτα-πρώτα ήταν το πολιτικό κέντρο του βασιλείου των Λαγιδών (σημείωση: Ο Πτολεμαίος ο Α’, που ίδρυσε το βασίλειο, ήταν γιος του Λάγου). Ύστερα ήταν η έδρα πολλών βιομηχανιών (αγγείων, υφασμάτων, χαρτιού, αρωμάτων, αντικειμένων πολυτελείας) και,  ουσιαστικά, το μόνο λιμάνι της Αιγύπτου στη Μεσόγειο. Λιμάνι εισαγωγής ξυλείας, μετάλλων, μαρμάρου, λαδιού και κρασιών εξαιρετικής ποιότητας και εξαγωγής σιταριού κυρίως, παπύρου, υφασμάτων, μουσελινών, λιναριού και αρωμάτων… Και, ακόμα, προϊόντων που προέρχονταν από το εσωτερικό της Αφρικής (ελεφαντόδοντο, άγρια ζώα, σκλάβοι) ή από την Αραβία και την Ινδία ( αποικιακά, αρώματα, μετάξι). Τέλος,… η Αλεξάνδρεια ήταν το ένα από τα πολιτιστικά κέντρα, τα πιο ζωντανά του ελληνικού κόσμου.  Η λάμψη της ήταν τέτοια που για μεγάλο διάστημα ονομαζόταν Αλεξανδρινό κάθε τι ελληνιστικό…. Χάρη στις χορηγίες των φωτισμένων  πριγκίπων, χάρη στα οικοδομήματα με τα οποία εκείνοι κόσμησαν την πόλη, βλέπει κανείς κατά τη διάρκεια μεγαλύτερη του ενός αιώνος την Αλεξάνδρεια να καταλαμβάνει την πρώτη θέση του νέου ελληνικού κόσμου, γεννημένου από την εποποιία του ιδρυτή της». (Pierre Leveque, L’ Aventure grecque, σ.371-373, μετάφραση δική μου).

Την ελληνιστική Αλεξάνδρεια κοσμούσαν το βασιλικό παλάτι, Θέατρο,  Γυμνάσιο, Στάδιο, Παλαίστρα και, κυρίως, Μουσείο (τέμενος των Μουσών, που εθεωρούντο προστάτιδες των Γραμμάτων και των Τεχνών), και στο οποίο συγκεντρώνονταν επιστήμονες (γιατροί, μαθηματικοί, αστρονόμοι κ.λπ.) και λόγιοι και ήταν ουσιαστικά μεγάλο εκπαιδευτικό και ερευνητικό κέντρο και, τέλος, η περίφημη Βιβλιοθήκη, στα βιβλία της οποίας περιλαμβανόταν όλη η ανθρώπινη γνώση της εποχής. (Bλ. και Leveque, σ. 569, όπου τοπογραφικό σχέδιο της ελληνιστικής Αλεξάνδρειας).

 Σε ό,τι αφορά το βασίλειο των Σελευκιδών, «μόνο ο  Σέλευκος Α’ ίδρυσε 60 πόλεις, εκ των οποίων 16 Αντιόχειες (από το όνομα του πατέρα του) και 9 Σελεύκειες…. Αυτές  είναι αληθινές πόλεις, με την ελληνική έννοια του όρου (Σημείωση:  εννοεί την αρχαιοελληνική έννοια), δηλαδή με μια εδαφική έκταση, διοικητική αυτονομία σε θέματα δικαστικά και οικονομικά και άρχοντες. Βεβαίως, οι ελληνιστικές πόλεις δεν αποτελούσαν πλέον ανεξάρτητα κράτη, όπως στην κλασσική εποχή ….  Η αστικοποίηση είναι πολιτικά ένα μέτρο αποτελεσματικό, επειδή είναι αναμφισβήτητο ότι ευνοεί τον αρκετά γρήγορο εξελληνισμό της ντόπιας ελίτ.  Η Αντιόχεια, θεμελιωμένη το 300 π.Χ. από τον Σέλευκο Α’ για 10.000 αποίκους έχει μια σημαντική ανάπτυξη. Στο τέλος της ελληνιστικής περιόδου συγκεντρώνει 300.000 με 400.000 κατοίκους, χωρίς να λογαριάσουμε τα πολυπληθή προάστια των ντόπιων. Η πόλη είναι από τις πιο ακμάζουσες και πιο ζωντανές  της ελληνιστικής Ανατολής. Αλλά, παρά τις προσπάθειες κάποιων από τους βασιλιάδες της, (ο Αντίοχος Γ’ και ο Αντίοχος Δ’ επιδίωξαν και ο μεν και ο δε να ιδρύσουν ένα Μουσείο και μια Βιβλιοθήκη)…. δεν μπορεί να ανταγωνισθεί  ούτε την Αλεξάνδρεια ούτε την Πέργαμο ως κέντρο Γραμμάτων και Τεχνών» ( Leveque, σ. 562-565, μετάφραση δική μου). Πρέπει εδώ να σημειώσουμε την ανάπτυξη της Περγάμου τον 1ο π.Χ. αιώνα,  με τον περίφημο βωμό της Αθηνάς και του Δία, στις ζωφόρους του οποίου υπάρχει το τελειότερο δείγμα της ελληνιστικής γλυπτικής, με θέμα τη Γιγαντομαχία, σε ανάμνηση της νίκης  εναντίον των Γαλατών, όπως και την περίφημη βιβλιοθήκη της πόλης. (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους , τ. Ε’, ,σ. 440-443), 

Αλλά και το μεγάλο δίκτυο των άλλων ελληνιστικών πόλεων της Ανατολής, όπως της Σελεύκειας στις ακτές της Μεσογείου, των Δούρων- Ευρωπού στον Ευφράτη, της Σελεύκειας του Τίγρη, της Αλεξάνδρειας Σουσιανής στον μυχό του Περσικού κόλπου, της Εκατομπύλου στην Παρθία,  ΝΑ της Κασπίας,  της Αλεξάνδρειας στην Αραχωσία (πιθανότατατα στη σημερινη πόλη Κανταχάρ του Αφγανιστάν), της Αλεξάνδρειας του Ινδικού Καυκάσου (στη σημερινή  πόλη Μπαγκράμ του Αφγανιστάν), της Αλεξάνδρειας Εσχάτης στην σημερινή πόλη Χοτζάντ του Τατζικιστάν  και πλήθος άλλων  υπήρξαν κέντρα διάδοσης της ελληνικής γλώσσας, δηλαδή της Αλεξανδρινής Κοινής, που υπήρξε η εξέλιξη της αττικής διαλέκτου και έγινε παγκόσμια γλώσσα της εποχής, και του ελληνικού πολιτισμού.

  1. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το ελληνικό βασίλειο της Βακτρίας, που ανεξαρτητοποιήθηκε από το βασίλειο των Σελευκιδών στα μέσα του 3ου αι, π.Χ. Η Βακτρία, με πλούσια εδάφη και σημαντικό ελληνικό πληθυσμό, υπήρξε φορέας του ελληνικού πολιτισμού στην Κ. Ασία και την Ινδία. Ο σπουδαιότερος βασιλιάς της, ο Μένανδρος, επεξέτεινε την κυριαρχία του σε περιοχές της Ινδίας και πέρασε για τη συνετή του πολιτική και το σεβασμό στους ντόπιους στην ινδική παράδοση ( Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. Ε’, σ.  233-245.
  2. Σόνια Ιλίνσκαγια, Κ. Π. Καβάφης, Κέδρος, 1983, σ. 318
  3. Πλουτάρχου, Περί Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής,  Α’, 5
  4. Αρριανού, Αλεξάνδρου Ανάβασις, 7, 11
  5. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. Δ, σ. 235
  6. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. Δ’, σ. 232,233, 234, 235
Προηγουμενο αρθρο
Κατεβαίνοντας την Πεφανερωμένης...
Επομενο αρθρο
Δυτικό κανάλι Λευκάδας

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.