HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΣτο σύνορο δυο κόσμων: Λευκάδα και Οθωμανική Terra Ferma

Στο σύνορο δυο κόσμων: Λευκάδα και Οθωμανική Terra Ferma

Χαίρε κι εσύ γειτόνισσα της Ρούμελης Λευκάδα
Του αρματολού φωλιά!
Ακόμα την ηρωική σου σπέρνει ανατριχίλα
του ψάλτη σου η λαλιά

[Παλαμάς, «Τραγούδι των εφτά νησιών»]

Γραμματικέ μ’ αγαπητέ, κι εσύ πιστέ μου Φέζο,
γυρίστε πίσω, τρέξετε, πάρτε μου το κεφάλι,/προτού να φτάσ’ η κλεφτουριά κι έρθει να με το κόψει,/και το περάσ’ απ’ την Πλαγιάν, εμπρός από τους Τούρκους/και το πηγαίνει στην Φραγκιάν, στους χώρους των απίστων·

([Ο θάνατος του Βελή Γκέκα] Claude Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Α΄ η  έκδοση του 1824-25, εκδοτική επιμέλεια Αλέξης Πολίτης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999, σ. 152).

Του Δημήτρη Σπ. Τσερέ

Συμπληρώνονται φέτος διακόσια χρόνια από το γεγονός που αποτελεί τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του νέου ελληνικού κράτους: την επανάσταση του 1821. Η σχετική βιβλιογραφία είναι απέραντη και σ’ αυτήν μπορεί να καταφύγει ο κάθε ενδιαφερόμενος για να βρει απαντήσεις στα ερωτήματα και τις απορίες του.

Στο πλαίσιο όμως του εορτασμού των διακοσίων χρόνων, σε κεντρικό και σε τοπικό επίπεδο, προκύπτει η ανάγκη να πορευτούμε όχι μόνο στις λεωφόρους της «μεγάλης» ιστορίας αλλά και στις ατραπούς της τοπικής ιστορίας και να αναδείξουμε ζητήματα, ανεξερεύνητα ή ελλιπώς φωτισμένα, φροντίζοντας βέβαια να μην τα απομονώσουμε από τη μεγάλη εικόνα αλλά να εντοπίσουμε τους αρμούς που συνδέουν το τοπικό με το γενικό και του δίνουν, ενίοτε, την ισχύ παραδειγματικού ερμηνευτικού σχήματος. Και κάθε τόπος καλείται μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο να στοχαστεί τη δική του συμβολή στον Αγώνα της Παλιγγενεσίας και να συνεισφέρει τον δικό του οβολό στον μεγάλο έρανο της επετείου για τα διακόσια χρόνια από την έναρξή του.

Μια τέτοια ενδιαφέρουσα περίπτωση (ενταγμένη στο θέμα του Συμποσίου μας) συνιστούν οι σχέσεις της Λευκάδας και της έναντι ακαρνανικής περιοχής, της terra ferma των  αρχειακών πηγών, και ειδικότερα με το βορειο-δυτικό άκρο της, αυτό που ονομάζεται «Χερσόνησος της Πλαγιάς».

Αυτές τις σχέσεις τις συνοψίζουν παραστατικότατα και με ελάχιστες λέξεις τα δύο motto που διάβασα στην αρχή: οι τέσσερις στίχοι του Παλαμά και το ολιγόστιχο δημοτικό τραγούδι για τον θάνατο του Βεληγκέκα.

Οι δύο περιοχές αποτελούν κατ’ ουσίαν μια ενιαία γεωγραφική ενότητα ή, με άλλη διατύπωση, η Χερσόνησος της Πλαγιάς αποτελεί ενδοχώρα της Λευκάδας: η μεταξύ τους στενή και αβαθής λωρίδα θάλασσας «περισσότερο ενώνει παρά χωρίζει» κατά την ωραία διατύπωση του Σπύρου Ασδραχά τρανή δε απόδειξη αυτής της ενότητας αποτελεί, συν τοις άλλοις, η ύπαρξη της μεγαλύτερης στην Αρχαιότητα γέφυρας, που ένωνε τη Λευκάδα με την Ακαρνανία, η οποία άρχιζε από τη θέση «Πέραμα» της Λευκάδας στην περιοχή του Καλλιγωνίου, λίγο δυτικότερα του μικρού φρουρίου «Κωνσταντίνος» ή «Φορτίνο», και κατέληγε στο μικρό ακρωτήριο της ακαρνανικής ακτής, λίγο βορειότερα του «Παλιοχαλιά», το οποίο όλοι όσοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα το ονομάζουν «Ρούγα» (ενώ το σωστό είναι «Μπούγας»).

Οι διαχρονικά «στενές» σχέσεις των δύο περιοχών -και συνακόλουθα η στρατηγική θέση της Χερσονήσου της Πλαγιάς- από την αρχή των ιστορικών χρόνων (όπως μαρτυρεί και το φρούριο της «Στέρνας, στην ομώνυμη κορυφή του βουνού πάνω από τον παλιό οικισμό της Πλαγιάς, το οποίο αποτελεί  το όριο μεταξύ της «περαίας» της Λευκάδας και της πέραν αυτού Ακαρνανίας) και σε όλη την Αρχαιότητα έως και τα τέλος των βυζαντινών χρόνων είναι ιστορικά απολύτως τεκμηριωμένες με την απαραίτητη διευκρίνιση ότι «στενές» σχέσεις σημαίνει όχι μόνο φιλικές αλλά και εχθρικές, εναλλασσόμενες στη διάρκεια του χρόνου: η αντιπαλότητα των δύο περιοχών στα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.χ.), οπότε βρέθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα (η Λευκάδα με την Πελοποννησιακή Συμμαχία και η Ακαρνανία με την Αθηναϊκή), σηματοδοτεί το ένα άκρο· η Λευκάδα ως μέλος και πρωτεύουσα του Κοινού των Ακαρνάνων (κατά τα έτη 272-197 π.χ.) το άλλο. 

Μετά το 1479 πάντως, οπότε η Λευκάδα καταλαμβάνεται από τους Οθωμανούς -κυρίαρχους ήδη όλου του χερσαίου ελλαδικού χώρου- έως το 1684, οπότε αρχίζει η βενετική κυριαρχία επί της Λευκάδας, η πορεία των δύο περιοχών καθίσταται κοινή: Τα οθωμανικά αρχεία δεν μάς επιβεβαιώνουν απλώς το ήδη γνωστό, δηλαδή ότι οι δύο χώροι αποτελούν τμήμα της ίδιας κρατικής οντότητας, της οθωμανικής, αλλά μας πληροφορούν και ότι ανήκουν φορολογικά στον καζά (την επαρχία δηλαδή) της Αγίας Μαύρας, ο οποίος υπάγεται στην ευρύτερη φορολογική ενότητα του σαντζακιού του Κάρλελι, μιας περιοχής που φτάνει ως το Αγγελόκαστρο της Αιτωλοακαρνανίας. Και παρεμπιπτόντως μάς πληροφορούν ότι ο οικισμός της Πλαγιάς, συνυπολογιζομένου του μικρού συνοικισμού του Αγίου Ηλία, είναι ο δεύτερος σε πληθυσμό οικισμός του καζά, μετά την Βαυκερή, εξαιρουμένων από τη σύγκριση της πόλης της Αγίας Μαύρας και του οικισμού των Σφακιωτών, ο οποίος όμως αποτελείται από πέντε οικισμούς.

Το 1684 η Λευκάδα καταλαμβάνεται από τους Βενετούς. Οι Βενετοί, με το τρίτο άρθρο της συνθήκης του Κάρλοβιτς (1699), εκτός από τη Λευκάδα, θέτουν υπό την κυριαρχία τους και μια λωρίδα ξηράς επί της ακαρνανικής ακτής, η οποία εκτείνεται περίπου από τον Τεκέ ως τον Παλιοχαλιά και της οποίας αγνοούμε το ακριβές πλάτος είναι όμως βέβαιο ότι το όριο πήγαινε αρκετά μέσα, εφόσον, όπως προκύπτει από διάταγμα του Γενικού Προνοητή Θαλάσσης Ντολφίν, εκδοθέντος την 21.8.1701, οι Περατιανοί, των οποίων τα κτήματα «κατά τον καθορισμόν των συνόρων» βρέθηκαν στην τουρκοκρατούμενη περιοχή, ζήτησαν από τη βενετική διοίκηση άσυλο στη Λευκάδα και τους δόθηκαν κτήματα στην περιοχή της Βασιλικής. Στην αρχή της χρονικής αυτής περιόδου οι Βενετοί κατασκευάζουν επί της λωρίδας αυτής ένα μικρό φρούριο πάνω στον λοφίσκο του Αγίου Γεωργίου του Παλιοχαλιά, προφανώς για να εξασφαλίσουν τον έλεγχο της διέλευσης του Διαύλου και την ασφάλεια των έναντι αυτού αλυκών Αλεξάνδρου.

Οι Βενετοί φεύγουν από τη Λευκάδα το 1797 και ακολουθούν άλλες κυριαρχίες (Δημοκρατικοί Γάλλοι, Ρωσσότουρκοι, Αυτοκρατορικοί Γάλλοι, Άγγλοι), οι οποίες διαρκούν έως το 1864, οπότε τα Επτάνησα ενσωματώνονται στο ελληνικό κράτος. Σε όλο αυτό το διάστημα, από το 1684 (που αρχίζει η βενετική κυριαρχία στη Λευκάδα) έως το 1821 (που ξεσπάει η ελληνική επανάσταση στην Ακαρνανία), η Χερσόνησος της Πλαγιάς βρίσκεται στο σύνορο δύο διαφορετικών και, κατά κανόνα, εχθρικών κόσμων, του οθωμανικού και του δυτικού-ευρωπαϊκού.

Στα χρόνια αυτά η εν λόγω Χερσόνησος αποτελεί το πέρασμα των ένοπλων ελληνικών σωμάτων (κλεφτών και αρματολών) από την επικίνδυνη περιοχή του κατακτητή στην ασφάλεια του ιόνιου χώρου, έως ότου οι συνθήκες επιτρέψουν την αντίστροφη πορεία: Ο Κατσαντώνης είναι ένα επιφανές παράδειγμα, η περίπτωση του οποίου, με τις αναπόφευκτες βέβαια διαθλάσεις, έχει πάρει τις διαστάσεις θρύλου στη συλλογική μνήμη. Ειδικά, κατά το τέλος του 18ου αιώνα και την πρώτη εικοσαετία του 19ου αιώνα (οπότε η Χερσόνησος είχε περάσει στην πλήρη κυριαρχία του Αλή πασά) το φαινόμενο, σύμφωνα με τις διαθέσιμες αρχειακές πηγές, παρουσιάζει μεγάλες διαστάσεις. Το ζήτημα αυτό αποτέλεσε αιτία συνεχών τριβών και διενέξεων ανάμεσα στις (ξένες και εγχώριες) αρχές της Λευκάδας και τους εκπροσώπους της οθωμανικής εξουσίας, καθώς οι πρώτες τηρούσαν επί του προκειμένου μια επαμφοτερίζουσα στάση: από τη μια, βάσει έγγραφων δεσμεύσεων ή συνθηκών, ήταν υποχρεωμένες επισήμως να απελάσουν τους εισερχόμενους στο νησί ένοπλους από την άλλη όμως ήθελαν να τους χρησιμοποιήσουν για τους δικούς τους σκοπούς κατά των Τούρκων.

Την πιο γνωστή περίπτωση επ’ αυτού αποτελεί το πέρασμα των «καπετάνιων» στη Λευκάδα το 1807, για να λάβουν μέρος στη μεγάλη συγκέντρωση «στου Μαγεμένου» (μια περιοχή στην περιοχή του σημερινού οικισμού της «Νικιάνας») υπό την ηγεσία του νεαρού τότε Ι. Καποδίστρια, έκτακτου κομισάριου [:επιτρόπου] της Επτανήσου Πολιτείας στη Λευκάδα προς απόκρουση της επικείμενης εισβολής του Αλή. Ο Αλή, στο κορύφωμα της δύναμής του εκείνη την ώρα, έχει τη δυνατότητα να συγκεντρώσει κατά της Λευκάδας, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, περί τις 11.000 εμπειροπόλεμους Αλβανούς, μια δύναμη αρκετά υπολογίσιμη για τα δεδομένα της εποχής. Όλη η περιοχή από τον Τεκέ ως τη σημερινή Πλαγιά έχει κατακλυστεί από αλβανούς πολεμιστές του. Συνάμα κατασκευάζει στη Χερσόνησο της Πλαγιάς τα κάστρα του Αγίου Γεωργίου στον λόφο πάνω από τον νέο οικισμό της Πλαγιάς, και το Κάστρο του Τεκέ, στον λόφο, στη διασταύρωση της επαρχιακής οδού Λευκάδας-Βόνιτας με την παράκαμψη προς Περατιά-Πλαγιά. Με τα φρούρια αυτά ο Αλή έκλεισε τις δύο εισόδους-εξόδους του Διαύλου και έκοψε τη θαλάσσια συγκοινωνία μέσω της λιμνοθάλασσας προς την πόλη της Λευκάδας. 

Στην κρίσιμη αυτή στιγμή η βοήθεια των κλεφτοαρματολών, η οποία οργανώθηκε από τον Καποδίστρια και τον μητροπολίτη Ιγνάντιο,  αποδείχθηκε σωτήρια για τη Λευκάδα πρώτον με τους αντιπερισπασμούς στα νώτα του Αλή και δεύτερον με το πέρασμα στη Λευκάδα των σπουδαιότερων καπετάνιων της Δυτικής Ελλάδας, για να ενισχύσουν την άμυνά της, τη γενική διεύθυνση της οποίας ο Καποδίστριας την έχει αναθέσει στον στρατηγό Εμμανουήλ Παπαδόπουλο, που υπηρετούσε στον ρωσικό στρατό. Την 1η Ιουλίου 1807 αποβιβάστηκαν στη Λευκάδα πάνω από 250 ή 400 κλέφτες (οι μαρτυρίες ποικίλουν) από εκείνους που πολεμούσαν ως τότε στα νώτα του Αλή, με επικεφαλής τον Κατσαντώνη και τον Κίτσο Μπότσαρη. Κατά τον Ροντογιάννη η απόβαση έγινε την 5η ή 6η Ιουλίου. Κατ’ άλλους, όπερ και το σωστό, την 1η Ιουλίου. Ας δούμε πως περιγράφει το γεγονός η χειρόγραφη και ανέκδοτη «Εφημερίς της Αγίας Μάβρας», με ημερομηνία  έκδοσης την 1η Ιουλίου 1807:

[προηγείται η νικηφόρα πορεία των κλεφτοαρματολών από τα Άγραφα ως το νότιο μέρος της Χερσονήσου της Πλαγιάς. Το απόσπασμα περιγράφει την επιβίβασή τους στο πλοίο που τους μεταφέρει από τα νότια της Χερσονήσου της Πλαγιάς απέναντι στη Λευκάδα]

…μετά ταύτην την ευτυχή πράξιν δεν έλαβον πλέον θάρρος οι εχθροί να ενοχλήσουν τον αποσυρμόν τους, ούτε οι προσαφικόμενοι 500 εις Ζαβέρδαν ακούσαντες τον χαλασμόν των άλλων ετόλμησαν να τους φανούν κατ’ έμπροσθεν, αλλ’ από μακρόθν τους έβλεπαν να απερνούν χωρίς να λάβουν την αποκοτίαν να κατεβούν εις το περιγιάλη να εμποδίσουν το εμπάρκο τους, το οποίο ηκολούθησε κατά την πρώτην  του τρέχοντος, επάνω εις τας επί τούτω στελμέναις δίω κανονίστραις και εις το καράβι του καπετάν Χριστόδουλoυ Κομητόπουλου, το οποίον την προλαβούσαν ημέραν έρηξε πολλαίς κανονιές εις την άκρην οπού είχον φανή οι Τούρκοι και τους έκαμε να απομακρυνθούν, την αυτήν ημέραν ήλθον όλοι και εξεμπαρκαρίσθησαν εις του πασά την βρύσιν, όπου και εστρατοπέδευσαν, επήγε πολύς λαός να τους συναντήσουν και να  συγχαρούν εις τον ερχομόν τους…

Δηλαδή: τα ένοπλα ελληνικά σώματα έφτασαν στο νότιο μέρος της Χερσονήσου της Πλαγιάς, το οποίο είναι πλήρως δασωμένο και τους βοηθούσε από ενδεχόμενη εχθρική επίθεση. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι μέσα από τους κρυμμένους από στην πυκνή βλάστηση δρόμους τους οδήγησαν ντόπιοι οδηγοί. Έφτασαν ή στην παραλία «Βαθιαβάλη» ή στη «Φτέρη» («Ασπρογιαλός» κατά τους Λευκαδίους), όπου τους περίμεναν το καράβι του καπετάν Χριστόδουλoυ Κομητόπουλου και άλλες «δίω κανονίστραις», για να τους μεταφέρουν απέναντι στη Λευκάδα, στην τοποθεσία «Στου πασά». Οι 500 Τούρκοι, που είχαν σταλεί στην Ζαβέρδα [:Πάλαιρο] δεν τόλμησαν να τους αντιμετωπίσουν και σε αυτό βοήθησαν και οι εναντίον τους κανονιοβολισμοί από το πλοίο του καπετάν Κομητόπουλου. Να προσθέσουμε παρεμπιπτόντως ότι το μέρος αυτό έχει χρησιμοποιηθεί και άλλες φορές, για να περάσουν στη Λευκάδα ένοπλα σώματα, αφενός μεν γιατί το συγκεκριμένο σημείο δεν δυνατόν να φρουρηθεί από τους κυρίαρχους της Χερσονήσου και έτσι οι διερχόμενοι ένοπλοι απέφευγαν μια ανεπιθύμητη συνάντηση με εχθρικές δυνάμεις αφετέρου δε γιατί από εδώ περνούσαν σε σημεία της Λευκάδας επίσης αφύλακτα ή πλημμελώς φυλασσόμενα αποφεύγοντας την καλύτερα φρουρούμενη περιοχή από την πόλη μέχρι τον κόλπο «Δράπανο». Π.χ. τον Δεκέμβριο του 1944 από την ίδια περιοχή πέρασαν ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ και κατέλαβαν το Μεγανήσι και εν συνεχεία όλη τη Λευκάδα.

Ότι την κρίσιμη αυτή ώρα η Λευκάδα και η έναντι ακαρνανική ακτή συναποτελούν μία εικόνα ενιαία και αδιαίρετη μάς το περιγράφει παραστατικά στις επιστολές της μία εγγράμματη λευκαδία, η Άννα Γιούργα-Σεττίνι, που ζει τα γεγονότα:  

ΕΠΙΣΤΟΛΗ 1η ( 28.5.1807)

Τα κινίματα του εχθρού εις τα σίνορα, ίνε ανεγδιοίγητα, δεν ίνε ράχι οπού να μην ικοδόμισε καστέλι και μπαταρίες [:πυροβολαρχίες] τέσσερα καννόνια, και μια μπόμπα χτιπούν τον αλέξανδρο ακαταπαύστος την καθέκαστον ημέραν με στοχασμό να τον αφανίσουν…Τέτοιο ίνε το κακό οπού γίνετε εις αλέξανδρο από τα πυροβόλα του εχθρού, οπού εις την στιγμήν όπου ρίχνετε οι μπόμα έρχετε  συντροφευμένι από τα καννόνια του, εις τρόπον τινά, οπού δεν ηξεύρουν οι άνθρωπι από πία μέρι να προφυλαχτούν, και από όλες τις μπάντες… 

ΕΠΙΣΤΟΛΗ 2η (13.6.1807)

Επτά χιλιάδες αρβανίτες ίνε από Μίτικα, Πρέβεζα, πούντα, Βόνιτζα και ιπιλίπα αντικρίς σκαλόματα, και φορτιφικαζιόνες του και άλλες τέσσερες χιλιάδες επρόσμενε διά να δόσι το ατάκο και να κάμι το δεσπάρκο εις αλέξανδρο διά το οποίον όπισθεν του μέσα αγίου γεοργίου ίναι γινομένες 12 ταράτζες και άλες 18 ικοδομούντε με βίαν και με αυτό ρίχνοντάστες  εις το Πέλαγος κάμι ένα γιοφύρι, διά να απεράσι το ασκέρι πέρνοντας οι κάθε μία 60 αρβανίτες και γινομένε εις τρόπον οπού να διαφεντέβοντε ίγουν με παραπέτα πισομένες και καλαφατισμένες…

Αυτά στα 1807. Πάμε στα παραμονές της Επανάστασης

Η εύκολη πρόσβαση της Χερσονήσου της Πλαγιάς στη Λευκάδα και αντιστρόφως υπήρξε μεγάλο πλεονέκτημα για τις επαφές των Φιλικών των δύο περιοχών για την προετοιμασία της Επανάστασης. Οι περισσότερες μαρτυρίες για τις επαφές αυτές κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προέρχονται από τον Ιωάννη Ζαμπέλιο. Και μπορεί οι πληροφορίες και οι περιγραφές του Ζαμπέλιου να μη διακρίνονται για την ακριβολογία τους αλλά δεν αλλάζουν τη γενική εικόνα, γιατί ερείδονται στο αναντίρρητο γεγονός των στενών επαφών των Ελλήνων εκατέρωθεν της λιμνοθάλασσας για ποικίλες δραστηριότητες και όχι μόνο για την προετοιμασία της Επανάστασης. Ας σταχυολογήσουμε τις πληροφορίες, που προκύπτουν από τα κείμενα του Ζαμπελίου:

Πρώτον: Επειδή η Λευκάδα είναι πλησίον της Στερεάς, η Φιλική Εταιρεία αποφάσισε να τη χρησιμοποιήσει ως αποθήκη των επαναστατικών προπαρασκευών, τροφών, χρημάτων, πυρίτιδος κ.λπ., και ως «απόρρητο κλίμακα των μεταβαινόντων αυθορμήτως ή στελλομένων εις τὴν Στερεάν».

Δεύτερον: Η Λευκάδα χρησιμοποιείται από τους Φιλικούς της Κέρκυρας ως ενδιάμεσος σταθμός για όσους (Έλληνες και Φιλέλληνες) ήθελαν να περάσουν στη Στερεά Ελλάδα για να πολεμήσουν.

Τρίτον: Οι λευκάδιοι Φιλικοί είχαν στήσει κάτω από τη μύτη των αγγλικών αρχών ένα σταθερό δίκτυο επικοινωνίας με την απέναντι ακτή, αποτελούμενο από δύο μονόξυλα έμπιστων μισθωμένων ανθρώπων τους (του Παρασκευά και του Γελαδούλη) και με αυτά

διετήρουν τας ανταποκρίσεις των και έπεμπον μαχίμους παρασκευὰς και άλλα είδη εις την Δ. Ελλάδα….

Και μετά από αυτές τις τρεις γενικής φύσεως πληροφορίες περνάμε στις πιο συγκεκριμένες:

Τέταρτον: ο Ζαμπέλιος χρησιμοποιεί την εξής λογοτεχνική περιγραφή, για να εικονίσει τη στιγμή που ο λευκάδιος πολεμιστής χωριζόταν από τη γυναίκα του, για να περάσει στην αγωνιζόμενη Ελλάδα και να τεθεί στην υπηρεσία του Αγώνα: 

Έπιπτεν εις την θάλασσαν εκείνος, και φέρων τα ιμάτια εις τους ώμους και το πυροβόλον οδηγόν εις τα κοιλώματα της θαλάσσης έφθανεν εις το αντίπερα της Λευκάδος, της Λάμιας καλούμενον… 

Αυτή η λογοτεχνική περιγραφή του χωρισμού του λευκάδιου πολεμιστή από τη γυναίκα του, δείχνει πόσο σύνηθες και πόσο εύκολο ήταν το πέρασμα από τη Λευκάδα στην Ακαρνανία και το αντίστροφο ακόμα και χωρίς πλωτό μέσο με την παρατήρηση ότι η περιγραφή του Ζαμπέλιου ή είναι λάθος (πράγμα απίθανο) ή διατυπωμένη με τρόπο που μπορεί να οδηγήσει τον αναγνώστη σε λάθος: Ο λευκάδιος αγωνιστής, που πέφτει στη θάλασσα κάπου στο Καλλιγώνι, δεν μπορεί να έχει ως τελικό σημείο  της πορείας του το όρος Λάμια (ούτε καν τις υπώρειές του) αλλά την ασυγκρίτως πλησιέστερη ακαρνανική ακτή και συγκεκριμένα το μικρό ακρωτήριο «Μπούγα» της ακαρνανικής ακτής (ή τον λίγο νοτιότερα ευρισκόμενο λοφίσκο του Παλιοχαλιά), απ’ όπου μπορεί να κατευθυνθεί στο χωριό της Περατιάς, στη Λάμια και από εκεί όπου αλλού της ακαρνανικής ενδοχώρας.

Πέμπτον: Μετά τα Θεοφάνεια του 1821 έρχονται στη Λευκάδα οι οπλαρχηγοί της Στερεάς (Ανδρούτσος, Τσόγκας, Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Μακρής, Στουρνάρης κ.α. Από τους Πελοποννήσιους ήρθε ως σύνδεσμος ο Ηλίας Μαυρομιχάλης με ένα πλοίο φορτωμένο κάρβουνο δήθεν για εμπορικές συναλλαγές). Καταστρώνουν τα σχέδια της Επανάστασης αντικρύζοντας την Ακαρνανία:

 …τα δε μέρη ταύτα [:όπου συγκεντρώνονταν και συμποσιάζονταν] ήσαν το μοναστήρι της Οδηγητρίας, ο Άγιος Κωνσταντίνος, η Φανερωμένη, η Αγία Τριάς, της οποίας τα πέριξ κυματίζονται υπὸ των χωριζόντων την Ακαρνανίαν απὸ την Λευκάδα υδάτων, το χωρίον Καληγόνιον, αντικρύζον της Ακαρνανίας τα μέρη. 

Παρεμπιπτόντως, ο Ζαμπέλιος δεν δίνει λεπτομέρειες για τις συζητήσεις, γράφει απλώς ότι η αποφασιστική συνάντηση έγινε στο γνωστό μας σπίτι του (μπροστά στη δυτική πόρτα του ναού του Αγίου Νικολάου), Κυριακή της Αποκριάς, ώρα 11 π.μ., στην οποία οι Πελοποννήσιοι ανακοίνωσαν ότι η Επανάσταση στον Μοριά θα αρχίσει την 25 Μαρτίου του 1821, και οι οπλαρχηγοί της Στερεάς συμφώνησαν. Στη συνέχεια αναφέρει τα γνωστά περί του εκκλησιασμού και του όρκου στην Παναγία των Βλαχερνών και του ομαδικού χορού στην κεντρική αγορά της πόλης.

Έκτον: Τον Μάιο του 1821, την ημέρα της εορτής του Αγίου Κωνσταντίνου, ο  Ζαμπέλιος, κατόπιν εντολής των Φιλικών της Κέρκυρας, περνάει στην Περατιά για να συναντηθεί εκεί με τους οπλαρχηγούς της Δυτικής Στερεάς Γ. Τσόγκα και Γ. Βαρνακιώτη με θέμα της συνάντησης τη λήψη απόφασης για την έναρξη της Επανάστασης στη Δυτική Στερεά Ελλάδα, η οποία παρά τα αρχικώς συμφωνηθέντα (κατά τον Ζαμπέλιο) στη προαναφερθείσα συνάντηση της Λευκάδας δεν είχε αρχίσει ακόμα λόγω δισταγμών και αμφιταλαντεύσεων του Βαρνακιώτη. Η συνάντηση (στην οποία ο Ζαμπέλιος παραδίδει στους ρουμελιώτες οπλαρχηγούς και 3.000 τάληρα που είχαν συγκεντρωθεί με έρανο) έχει αίσια κατάληξη, οι ρουμελιώτες οπλαρχηγοί πείθονται, αλλά, πάντα κατά τα γραφόμενα του Ζαμπελίου, τελικά εξελίχτηκε σε μια μυθιστορηματική περιπέτεια: Όταν γυρίζουν το βραδάκι γίνονται αντιληπτοί από τις αγγλικές αρχές και ο Ζαμπέλιος γλιτώνει τη σύλληψη χάρη στην τόλμη και την ανδρεία του Παρασκευά, του λεμβούχου που τον μετέφερε.

Έβδομον: Μετά την πτώση του Αλή Πασά και ενώ το Σούλι πολιορκείται, κατά τον Ιούλιο του 1822, ο Μάρκος Μπότσαρης βγαίνει από το Σούλι κρυφά  και φθάνει στον φρούριο του Τεκέ μαζί με τον Αλέξη Νούτσο και τον καπετάν Γεώργιο Παλάσκα, για να ζητήσει από τους λευκάδιους Φιλικούς τροφές και όπλα για τα Σούλι. 

(Μικρή παρέκβαση: Δοθείσης ευκαιρίας να σημειώσουμε ότι ο Μάρκος Μπότσαρης είχε ζήσει για ένα διάστημα στη Λευκάδα και ίσως η -εξ αυτού του γεγονότος- γνώση προσώπων και τόπου, που είχε αποκομίσει, να έπαιξε ρόλο στην επιλογή του για την αποστολή αυτή: Το 1808 η -πολυπληθής και πατριαρχική κατά τα ισχύοντα στο Σούλι- οικογένεια του Κίτσου Μπότσαρη, πατέρα του Μάρκου, ζει στη Λευκάδα. Ο Μάρκος, γεννημένος το 1790, είναι τότε δέκα οχτώ ετών, παντρεμένος από το 1806 με την Ελένη, κόρη του καπετάνιου Αλέξη Καρακίτζου από την Πρέβεζα, εναντίον της οποίας ο Μάρκος «ενδεχομένως για πολιτικούς λόγους» (δηλαδή για να παντρευτεί άλλη γυναίκα, που θα ήταν «επικερδέστερη» οικονομικά και κοινωνικά στην οικογένεια Μπότσαρη)  καταθέτει αγωγή διαζυγίου, το οποίο παίρνει το 1810 και παντρεύεται τη Χρυσούλα, κόρη του Χρηστάκη Καλόγηρου, διοικητή του 4ου τάγματος του Αλβανικού Συντάγματος στο οποίο υπηρετούσε ο Μάρκος).

Τη συνάντηση αυτή με τον Μάρκο η επιτροπή των Φιλικών της Λευκάδας την αναθέτει στον Ζαμπέλιο, ο οποίος το 1808 που ο Μάρκος ζει στη Λευκάδα είναι ενήλικας πλέον και, παρόλο που ο ίδιος ο Ζαμπέλιος: α) δεν αναφέρει στα κείμενά του κάτι σχετικό β) ζούσε στο εξωτερικό τα χρόνια 1804-1810, είναι πιθανόν μεταξύ των δύο ανδρών να είχε υπάρξει κάποια σχέση, έστω και έμμεση.

Η περιγραφή της συνάντησης από τον Ζαμπέλιο αποτελεί μια ακόμα απόδειξη ότι οι δρόμοι μεταξύ Λευκάδας και terra ferma είναι πολλοί  και όχι μόνο μέσω της λιμνοθάλασσας. Βάσει αυτής της περιγραφής η πορεία του Ζαμπέλιου, σε γενικές γραμμές, ήταν η εξής: επιβιβάζεται στο μονόξυλο του πιστού Γελαδούλη, κάπου κοντά στη Παναγία της Γύρας, πλέουν πίσω από εκεί που κατασκευάστηκε ο αγγλικός λιμενοβραχίονας (σήμερα: από το τουριστικό περίπτερο ως το φάρο), φτάνουν με το πλεούμενό τους στην «Πλάκα» κάπου ανατολικότερα του Κάστρου, για να μη γίνουν αντιληπτοί από την αγγλική φρουρά του Κάστρου, φτάνουν στη «Σάλτανη» και από εκεί στον Τεκέ, όπου συναντά τον Μπότσαρη, συζητάνε επί ένα δίωρο και επιστρέφει μετά στη Λευκάδα. Ενδέχεται όμως να έπλευσαν ανατολικότερα, να πέρασαν από το μικρό ή μεγάλο Διαβασίδι στη λιμνοθάλασσα του Αβλέμονα και από εκεί στον Τεκέ. Αν και δεν μπορούμε να αποτυπώσουμε την πορεία τους με απόλυτη ακρίβεια πάνω στον χάρτη, είναι βέβαιο ότι, σε γενικές γραμμές και κατά ανεκτή προσέγγιση με την πραγματικότητα, είναι αυτή που ορίσαμε, όπως αποδεικνύεται από την αναλυτική περιγραφή των τοπογραφικών δεδομένων:

Κατ’ αρχάς είναι βέβαιο ότι η «Σάλτανη» -«Σάλτενη» προφέρεται σήμερα- αποκλείεται να είναι η «Σάλτενη», που βρίσκεται στην περιοχή του Ακτίου  και την οποία αναφέρει και ο Βαλαωρίτης στον Φωτεινό του, στο σημείο που καλόγερος Νικήτας, ψηλά από το μοναστήρι του «Άϊ Λια» στην Εγκλουβή, διδάσκει τον Φωτεινό την ελληνική ιστορία δείχνοντάς συνάμα την περιοχή:

Τόδειξ’ εκεί παράμερα την Σάλτενη, τον Κόρφο

Για να πάει το μονόξυλο ως εκεί, απαιτούνταν –με την προϋπόθεση ότι η θάλασσα ήταν ήρεμη- πάνω από μία ώρα και για να πεζοπορήσουν από εκεί ως τον Τεκέ περί τις τρεις ώρες, ήτοι συνολικά πάνω από τέσσερις ώρες. Αν συνυπολογίσουμε τον χρόνο της επιστροφής, υπερβαίνουμε τις οχτώ ώρες. 

Ποια είναι λοιπόν η «Σάλτανη» του Ζαμπέλιου; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα, πρέπει πρώτα να απεικονίσουμε με ακρίβεια την τοπογραφία της περιοχής. Στην ντοπιολαλιά «Σάλτενη» ονομάζεται το μέρος εκείνο της λιμνοθάλασσας, από το οποίο αποσύρεται η θάλασσα κατά τους θερινούς μήνες και γίνεται ξηρά. Τέτοια τμήματα, τα οποία οι Λευκάδιοι, οι Πλαγιώτες και οι Περατιανοί τα ονομάζουν «Σάλτενη, είναι: Η παραλία της Πλαγιάς απέναντι από το μικρό φρούριο «Αλέξανδρος», η παραλία της Περατιάς (εκεί όπου ο μόλος που έδεναν τα περατιανά μονόξυλα) και το κομμάτι εκείνο του Αβλέμονα, που βρίσκεται νότια της σημερινής Εθνικής Οδού Βόνιτσας-Λευκάδας (την εποχή βέβαια εκείνη ο δρόμος αυτός δεν υπήρχε, ο μόνος δρόμος για τη Λευκάδα ήταν αυτός που άρχιζε από την «Ελληνική γέφυρα», κάτω από το εκκλησάκι του Αγίου Αντωνίου και, σε ευθεία γραμμή, κατέληγε στην ανατολική πύλη του Κάστρου και ο οποίος, όπου παρεμβάλλονταν θάλασσα, είχε ξύλινα γεφυράκια, τα «ξυλογέφυρα», τα οποία τα βλέπει το υποψιασμένο μάτι βόρεια της σημερινής οδού Βόνιτσας-Λευκάδας και στα μισά περίπου του διαστήματος Τεκές-Κάστρο). Η «Σάλτανη» του Ζαμπέλιου είναι η τρίτη από τις προαναφερθείσες και μέσω αυτής –χωρίς να μπορούμε να είμαστε περισσότερο συγκεκριμένοι- έφτασε στο σημείο συνάντησής του με τον Μάρκο στην περιοχή του Τεκέ.

Όγδοον: Αμέσως με την έναρξη του Αγώνα της Εθνεγερσίας στην Δυτική Ελλάδα καταλαμβάνονται τα κάστρα του Τεκέ και του Αγίου Γεωργίου Πλαγιάς από τις ελληνικές δυνάμεις υπό τον Γ. Τσόγκα την 28η προς 29η Μαΐου 1821. Την κατάληψη και την ύψωση της ελληνικής σημαίας, μας πληροφορεί ο Ζαμπέλιος, την παρακολουθούν οι κάτοικοι της Λευκάδας με δάκρυα χαράς. Οι Τούρκοι τα επανακτούν λίγο αργότερα αλλά το ρολόι της ιστορίας δεν γυρίζει πίσω. Η terra ferma περνάει οριστικά πια στην αγκαλιά της Μητέρας Πατρίδας τον Σεπτέμβριο του 1828, όταν τα στρατεύματα του στρατηγού Τσώρτς εκκαθαρίζουν τη Δυτική Στερεά Ελλάδα από τα υπολείμματα των τουρκικών στρατευμάτων. Η γειτόνισσά της, η Λευκάδα, θα περιμένει ακόμα για τέσσερις περίπου δεκαετίες.

Θα κλείσω με την αναφορά ενός γεγονότος χωρίς την προσθήκη κανενός σχολίου. Το 1825 η υπό βρετανική Προστασία Λευκάδα έχει ισοπεδωθεί από έναν καταστρεπτικό σεισμό. Χρειάζεται επειγόντως ξυλεία για την ανοικοδόμησή της. Τα δικά της δάση δεν επαρκούν. Απευθύνει αίτημα στην κυβέρνηση του επαναστατημένου Έθνους και ζητάει την άδεια να προμηθευτεί αυτή την ξυλεία από την απέναντι στεριά. Ιδού η απάντηση:
36
(ΓΑΚ, Εκτελεστικόν, φ. 63)
Περίοδος Γ΄
Αριθ. 415

Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος
Το Βουλευτικόν Σώμα
Προς το Σεβαστόν Εκτελεστικόν

Εις απάντησιν του προβουλεύματος του σεβαστού τούτου Σώματος υπ’ αριθ. 3655 εγκρίνει και το Βουλευτικόν το πρόβλημα του σεβαστού Εκτελεστικού περί του να δοθή άδεια εις τους Αγιομαυρίτας να κόψωσιν ξυλικήν, χωρίς τινος πληρωμής, διά την ανοικοδόμησιν των καταστραφεισών οικιών των, από την ελληνικήν ξηράν της Ακαρνανίας.

Αλλά προβάλλει να δημοσιευθή διά του τύπου ότι η Ελληνική Διοίκησις, συμπάσχουσα εις την συμβάσαν δυστυχίαν των Αγιομαυριτών, μ’ άλλο τι δεν δύναται να τους βοηθήση, παρά δειχθείσα φιλάνθρωπος, τους δίδει την άδειαν να κόψωσιν όσα τους είναι αναγκαία ξύλα προς ανοικοδόμησιν των οικιών των από τα αντικρυνά μέρη της Ελληνικής Επικρατείας άνευ τινός πληρωμής.

Τη 24η Φεβρουαρίου 1825
Εν Ναυπλίω
Ο Πρόεδρος
(Τ.Σ.) Πανούτζος Νοταράς

Ο Βος γραμματεύς
Ανδρ. Παπαδόπουλος

***********

[Το κείμενο είναι η ανακοίνωση του φιλόλογου και ιστορικού Δημήτρη Σπ. Τσερέ η οποία διαβάστηκε στη συνεδρία της 7.8.2021 στο πλαίσιο του ΚΣΤ’ Συμποσίου της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών με θεμα: «Η Λευκάδα στην επανάσταση του 1821», το οποίο πραγματοποιήθηκε στο  Κηποθέατρο Μουσείου Άγγελου Σικελιανού τις 6.7. 8 Αυγούστου 1821]

Προηγουμενο αρθρο
Πρόσκληση έκτακτης Γενικής Συνέλευσης μελών «ΤΑΟΛ»
Επομενο αρθρο
15 νέα κρούσματα covid 19 στη Λευκάδα

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.