HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΦύση φθεγγόμενη

Φύση φθεγγόμενη

του Έκτορα Γ. Χόρτη

Πολυχρονεμένε μας Αφέντη, 

   Με πονάει πολύ, μ’ αγγελοκρούζει(1) καλύτερα, όταν βλέπω τους χάρτες της Τουρκίας να μπαίνουν στ’ αμπελοχώραφά μας και να λένε πως όλα είναι δικά τους.  Με πονάει ακόμα, όταν βλέπω να βαφτίζουν τούρκικο όλον τον αρχαίο πολιτιστικό θησαυρό της Μικράς Ασίας και όχι μόνο κι όλα τα πολιτιστικά μας στρώματα αιώνων στις παραπάνω περιοχές. Ακόμα και στη Βασιλίδα των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη, μετέτρεψαν για δεύτερη φορά την Αγια – Σοφιά σε τζαμί. Και γι’ αυτήν την προκλητική συμπεριφορά χαρακτηρίστηκαν βάρβαροι κι απολίτιστοι. Προχθές μου έλεγε ο φίλος μου ο Κώστας ο Ιωαννίδης πως τον πόνεσε πολύ, όταν επισκέφτηκε το σπίτι των προγόνων του στην Προύσα, γιατί δεν είδε «καπνόν αποθρώσκοντα» απ’ την πατρογονική του εστία, όπως ο Οδυσσέας, κι ο νόστος ήτανε στη φαντασία του. Κι ούτε προέβλεψε να φάει κανέναν λωτό, για να λησμονήσει τα ιερά χώματα, τα οποία οι πρόγονοί του επί αιώνες πότισαν με τον ίδρωτά τους.  

  Φαίνεται όμως πως κάποιοι  «ακραιφνείς» (!) Έλληνες που βρίσκονται στη δούλεψή σου ως σύμβουλοι, τέκτονες, γραμματείς, φαρισαίοι και τα ρέστα συμπεριφέρονται «α λα Τούρκα». Γιατί, ποιου θα το ‘λεγε η καρδιά να γίνει τύραννος της κάθε «θεια – Μαύρας» και του κάθε «μπάρμπα – Τιμόθεου», ξύνοντας και ματώνοντας πληγές κατευθείαν στην καρδιά τους, που είναι δύσκολο ως αδύνατο να γιατρευτούνε;  Γιατί εγώ – μάρτυρές μου όλοι οι Λευκαδίτες – είδα στον δασικό χάρτη που εκπόνησαν οι παραπάνω ινστρούκτορες(2) την «χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ» αδικία σε βάρος της χαροκαμένης και πάμφτωχης «θεια – Μαύρας», είδα πόσο αναιδώς καταπάτησαν τα ιερά χώματα προγόνων τε και απογόνων των Λευκαδίων – πολλοί απ’ τους τελευταίους ξενιτεύτηκαν στην Αυστραλία, γιατί το ψωμί δεν έφτανε για όλους – και δεν άφησαν οι αθεόφοβοι ούτε … γαϊδουροκυλίστρα εκτός σχεδίου. Και μη μου πείτε αφέντη μου πως τα παραλέω,  γιατί εκεί όπου «εκυλιόντανε» τα γαϊδούρια (ξεσαμάρωτα, εννοείται) φύτρωσαν αλλού σπλόνοι, αλλού πραγκαθιές, αλλού περναρούλια, αλλού γαϊδουράγκαθα, αλλά και μαντριγούρες και ζόχοι κι όλα αυτά κηρύχτηκαν δασικές εκτάσεις, για να μην πιάσουν καμιά «θεια – Μαύρα» και κανέναν «μπάρμπα – Τιμόθεο» «ζοχάδες» ή να μην δηλητηριαστεί απ’ τις μαντριγούρες. 

Κρατικά Αρχεία της Αυστρίας, Βιέννη 1688. Κοταστιχωτικός χάρτης της Λευκάδας που σχεδιάστηκε από τον stain Alberti, Δημόσιο Μηχανικό στην υπηρεσία της Βενετίας, κατ’ εντολή του Φραγκίσκου Μοροζίνη.

   Δεν έχει καμία απολύτως σημασία το γεγονός ότι επάνω στα απότομα πρανή των Σταυρωτών η «θεια – Μαύρα» μεγαλούργησε, φτύνοντας αίμα, για να φυτέψει το αμπέλι της με τον λοστό (πάλο στα λευκαδίτικα), γιατί ήταν  πετρώδες – πετρώδες το έδαφος. Αναγκάστηκε όμως να το «ξαμπελώσει», επειδή «ανάγκα και θεοί πείθονται», και στη θέση του φύτεψε αμυγδαλιές, που όμως τις έπνιξαν οι βατσ’νιές, τουτέστιν τα βάτα, που, όπως λέει και η Παλαιά Διαθήκη, αλλά και ο Οδυσσέας Ελύτης είναι άκαυτες (συγγνώμη για την προσαρμογή):

Τα θεμέλιά μου στα βουνά
και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί (συμπεριλαμβανομένων του μπάρμπα – Τιμόθεου και της θειας- Μαύρας) στον ώμο τους 

και πάνω τους η μνήμη καίει  άκαυτη βάτος
Μνήμη του λαού μου σε λένε Σταυρωτά και σε λένε Ελάτη. 

Εσύ μόνη απ’ τη φτέρνα τον Λευκαδίτη και της Λευκαδίτισσας γνωρίζεις
Εσύ μόνη απ’ την κόψη της πέτρας μιλάς 

Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις
κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις πασχαλιάν αναστάσιμη! 

Σταυρωτά (φωτο: Γιάννης Μεσσήνης)

Όπως όμως εκτίμησαν οι καθοδηγητές, χωρίς να λογαριάσουν το πνεύμα του ποιητή, επειδή η βάτος χαρακτηρίζεται άκαυτος, γι’ αυτούς προκύπτει ότι είναι δασική στο τετράγωνο (Δ2 ). Μόλις, λοιπόν, έφτασε το χαμπέρι στ’ αυτιά της «θεια Μαύρας», ξέσπασε με κατάρες ως εξής:  «Ωχ Θεέ μου, η μαυροσκονταμένη.  Για τ’ρα δα κατ’φρόνιο! Δεν τους λέει καντάρι. Δε ντρέπονται και δε σ’καίνονται, που μ’ εφαρμακώσανε, που να ντ’ς εβρει η αυγή με το μικρό μπουκούνι, που να βγάλουνε το κακό σπυρί, που, που, που … Αν ήξερα γράμματα, θα να’ γραφα ένα γράμμα με τον γίδρωτα με τον οποίο επότ’σα τη γη μου, κι όχι με μελάνια και στ’πόχαρτα». Και με παρακάλεσε να γράψω στον κάθε «αρμόδιο» τη δική της αλήθεια με τη βοήθεια του μπάρμπα – Τιπούκειτου και του Σοφολογιότατου, που την ξέρουν όσο κανένας. Από χρέος, λοιπόν, προς τη θεια μου την πολυβασανισμένη, την παραθέτω εκ μέρους της περιληπτικά, προσπαθώντας να κρατηθώ όσο πιο κοντά γίνεται στα λεγόμενά της: 

φωτογραφία Fritz Berger

  Αυτοί οι γραβατωμένοι που κοιτάζουν τους τόσο ταλαιπωρημένους απ’ τη ζωή ξωμάχους σαν μύγες δεν έχουν ιδέα για τα πολύ σκληρά χρόνια της νιότης της θεια – Μαύρας και όλης της γενιάς της. Δεν είχαν σχετικές εμπειρίες, δεν ξέρουν τι θα πει ξυπολυσιά, ανεπαρκής διατροφή, σκληρή βιοπάλη, δεν ξέρουν πως τότε δεν υπήρχαν αγροτικοί δρόμοι,  παρά μόνο κακοτράχαλα μονοπάτια, πως δεν υπήρχε ηλεκτρικό, παρά μόνο λυχνάρια και το πολύ- πολύ μια λάμπα πετρελαίου, κ.λπ.  Δεν είδανε τη γενιά αυτή να βρίσκεται σε απόγνωση και να αναγκάζεται από εμπόρους, για να τους πουλήσει όσο -όσο και μάλιστα προκαταβολικά την αγροτική παραγωγή. Μπορεί να μην έχουνε ιδεί ποτέ τους το εξωτικό γι’ αυτούς πλάσμα «γίδα» και να τα κάνουν επάνω τους, αν κάποτε τη συναντήσουν. Αυτοί υποθέτω πως δεν έχουνε δουλέψει ποτέ τους σε χωράφια από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός με ένα ξεροκόματο και δυο – τρεις παστές σαρδέλες ή λίγο κοφίσι μέσα στο μπρακάτσι για μεσημεριανό (συνήθως το εμεραζόντανε με όποιον πιστικό βρισκόταν εκεί κοντά). Αυτοί δεν είδαν παππούδες και γιαγιάδες  να δαγκώνουν το στόμιο απ’ το ροϊ, για να μην γίνεται … σπατάλη στο λάδι (!), δεν ξέρουν τι θα πει φτώχεια και των γονέων, δεν ξέρουν τι σημαίνει να τρέμεις  ως το κόκκαλο απ’ την τραμουντάνα και τον γρέο κ.λπ., κ.λπ. Κι όταν υπάρχουν τόσο μεγάλες δυσκολίες, η παδέλα(3) έχει τη μια μέρα λάχανα και την άλλη χόρτα, που ούτε κι αυτά δεν έφταναν για όλους, εξ ου και η μετανάστευση, στην οποία αναφερθήκαμε. 

   Βέβαια σήμερα η εποχή μοιάζει πολύ μακρινή. Όμως βλέπω πως και σήμερα ρίχνουν οι (αν)αρμόδιοι αλάτι στις πληγές και, στο κάτου τ’ς γραφής, δεν δίνουν δεκάρα για τον ιδρώτα με τον οποίο πότισαν τα «δασικά» η ίδια η «θεια – Μαύρα» και οι ξωμάχοι της Λευκάδας, τα «δασικά» που, βέβαια, είναι κάθε άλλο παρά παρθένα. Κι αυτοί οι μοναχοφάηδες με τον κωδικό «Δημόσιο», οι πωλούντες τοις μετρητοίς, με τις υπερτροφικές γαστέρες, τους παχυλούς μισθούς  και τις κοστουμάρες των διάσημων οίκων μόδας, με τα ουίσκι τους, τα ιβέν τους και τα ρέστα – ο ευαίσθητος ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες το γάλα – κόβουν τη ρετσέτα(4) για τη «θεια Μαύρα», χαρακτηρίζοντας το βιος της «δημόσια περιουσία». Όσο για τα χρέη του Δημοσίου προς την κάθε «θειά – Μαύρα» και τον κάθε «μπάρμπα – Τιμόθεο» έχουν ορίσει γενικό δερβέναγα τον πασίγνωστο κ. Σταθέλο (<από το στα + θέλω, σύμφωνα με τη λευκαδίτικη ντοπιολαλιά, = σου τα χρωστάω). Υπάρχουν όμως και κάτι μάρτυρες που κάνουν τον συνήγορο του διαβόλου και μου πληγώνουν την καρδιά. Ρωτάνε: Τί γυρεύουνε κάποιες ρίζες ελιές ανάμεσα σε ρουπάκια, περνάρια, κυπαρίσσια, φτελιές, σπάρτα κ.λπ.; Ποιοι είναι εκείνοι που έκαναν τόσες ξερολιθιές και μονοπάτια και στέρνες (άδειες κι αυτές, που ηχούν και που τις προσκυνούμε(5), όπως λέει κι ο ποιητής), παρεμβαίνοντας ασύδοτα στο φυσικό τοπίο;  Ποιοι είναι εκείνοι οι θρασύτατοι που, εδώ και πάνω από δυο χιλιάδες χρόνια, έκαναν θέατρο στη Λευκάδα και γενικότερα οι πρόγονοι που έκαναν κάθε λογής τάφους για τους νεκρούς τους σ’ ούλο το νησί; («Βάλε και τον Δαίρπφελδ και τον ναό του Απόλλωνα στον Κάβο της Ιράς», με συμβουλεύει ο Σοφολογιότατος). Ποιοι είναι εκείνοι που έφτιαξαν τους βόλτους και τα φακοχώραφα στην Εγκλουβή; Ποιοι είναι εκείνοι που φύτεψαν αμπέλια στις πολύ απότομες πλαγιές των Σταυρωτών, και μάλιστα  κινδύνευαν με το σκάψιμο κ.λπ. οι ανόητοι να βρεθούν στο λαγκάδι; Και ποιος είπε στους Ελβετούς της Χριστιανικής Κίνησης Ειρήνης την εποχή που στη Λευκάδα υπήρχε μεγάλη φτώχεια και οι κάτοικοι δεν είχαν τα μέσα να καλύψουν ακόμη και βασικές ανάγκες, ποιος τους είπε, λοιπόν, να κατασκευάζουν επάνω στα κατσάβραχα επί μια δεκαετία (1962 – 1972) αγροτικούς δρόμους, γεφύρια, στάβλους και τουαλέτες, να ενισχύουν το ζωικό κεφάλαιο, να οργανώνουν την αναπαραγωγή εμπορεύσιμων σπόρων, να κάνουν δενδροφυτεύσεις με ελιές, κυπαρίσσια, αμυγδαλιές κ.λπ.;123


  Τέτοια και άλλα ερωτήματα δεν έχουν τελειωμό, όπως και τα βάσανα του κόσμου. [Κι επειδή ένιωσα πως είναι τσουχτερά αυτά που μας είπε η θεια μου, είπα να καθησυχάσω τον Αφέντη, για να αποφύγουμε όλοι το «ου μπλέξεις»]. 

https://stamps-gr.blogspot.gr/

  Μην ανησυχείς όμως, αγά μου. Είναι πρακτικοί άνθρωποι οι «αρμόδιοι» και κάτι Λευκαδίτες σαν τον Σικελιανό, για παράδειγμα, δεν τους ξέρουν, αλλά και να τους ήξεραν θα τους περνούσαν για …λαπάδες!  Λέει όμως κι αυτός ο αθεόφοβος κάτι πράματα! Αφουγκράσου, για να πάρεις μιαν ιδέα:

 ΤΑ ΓΥΡΑ ΜΟΥ (6)

Γύρα, στον κάμπο, στα βουνά, 
παντού, ο αδρός αργάτης. 

Δίπλα στ’ αμπέλια ο πιστικός 
αγρύπναε κι ο δραγάτης. 

Ολούθε ο ιδρομέτωπος 
κυβέρναγε χωριάτης. 

Με παραμόνευε η ευκή 
του ζήτουλα στους τράφους. 

Γνώριμους έβλεπα νεκρούς 
απάνω από τους τάφους. 

Παντού ο λαός· και ανέβηκα όσο ανεβαίνει η μέρα, 
για να χαρώ το διάπλατο του απάνω κόσμου αγέρα. 

Βουνά ξεσκάφτει το τσαπί, χτυπάει το μελισσόχορτο, 
αναπηδά το εύώδισμα στο λαγαρόν αίθέρα. 

[…]

Παντού ο λαός· και λάτρεψα, 
και στη λαχτάρα μου είπα: 
«Βάλε το αυτί στα χώματα». 
Και φάνη μου πως η καρδιά 
της γης βαριά αντιχτύπα.
Κι’ έβλεπα απάνω απ’ την κορφή, 
βαθιά, την πλάση πάσα, 
τον ουρανόν ανάσαινα 
και δε μου ακούγονταν η ανάσα.
Κάτου, ζευγάρια αλάτρευαν ·
τ’ άτια τ’ ανεμοπόδα 
στ’ αλώνια – από το πέταλο, 
και το στουρνάρι ευώδα 
σπιθοβολώντας – έλαμπαν· 
οι αθεμονιές εβάραιναν·                            
να ζαναμπούνε επάλευαν 
στους σβώλους τα σκουλήκια· 
ανακοχλάανε στις ελιές 
μια βράση τα τζιτζίκια.
Έτρεμε ή χλόη ολούθενες.                         
Το λυγερόν αγέρι 
εσήμαινε αιθερόηχον 
ψηλά τό μεσημέρι·[…]

Και δεν φτάνει αυτό, αλλά μιλάει και για συνείδηση της λευκαδίτικης γης με έναν πολύ επικίνδυνο τρόπο:

Η Συνείδηση της Γης μου

Ω χώματα της γης μου! 
Χώμα Λευκαδίτικο, 
Πρωτόχωμα
Τιτάνια ζύμη του κορμιού μου
Του ίδιου μου του ακοίμητου μυαλού!

Θέρος: Fritz Berger

 Με συγχωρείς, πολυχρονεμένε μας βεζύρη, που έλεγε και ο αείμνηστος Λιάκος ο καραγκιοζοπαίχτης, αν σ’ ενόχλησαν τα λόγια του, αλλά μη δίνεις σημασία. Κι ο Άγγελος ανήκει στο ανύπαρκτο κόμμα των ποιητών, όπως κι ο Ρίτσος που γράφει πως ετούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας και πως δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει! Άκου πράματα! Αλλά ξέρω γιατί τα λένε. 

Όμως τι φταις εσύ, άρχοντά μου, αν τη δημόσια περιουσία – π.χ. το δάσος της Πεντέλης- την «εκάμανε προπόδια» για λόγους … δημοσίου συμφέροντος (!), με την «ιδεολογία» πα’ να πει των καταφερτζήδων. Αυτοί οι δαιμόνιοι επι-χειρηματίες (<επί + χειρ), ενθουσιασμένοι για τον «γάμο» τους με  πονηρά και ακάθαρτα πνεύματα, σαν τον «πονηρό πολιτευτή» του Νιόνιου, πίνουν «εις υγείαν των δύο νύμφων αυτών, Αρπαξούμπαρδου και Μάνας – γης, και παντός της γενικιάς τραπέζης», όπως έλεε ο «μπάρμπα – Τιμόθεος», και επιπλέον και εις υγείαν των κορόιδων, βεβαίως – βεβαίως. Εδώ τα πράματα πάνε ανάποδα, γιατί μαζί με τα ξερά καίονται και τα χλωρά και αντιστρόφως.  Και για το τις πταίει θα πω τη γνώμη μου χωρίς φόβο και χωρίς πάθος: φταίει, αφέντη μας, ο … Χατζηπετρής!  

   Στο σημείο εκείνο πήρε τον λόγο ο Σοφολογιότατος, λέγοντας: Για να πάψουν, λοιπόν, αυτά, οι «αρμόδιοι» εκπόνησαν τη λευκαδίτικη δασώδη (προσοχή! Όχι δυσώδη!) Magna Carta και για κανέναν άλλο λόγο, όπως τσαμπουνάνε διάφοροι κονδυλοφόροι κόντρα στα συμφέροντα του λαού. Δημοσιογράφοι είναι αυτοί, που δεν βλέπουν το συμφέρον του Δημοσίου και το γράφουνε στα παλιά τους τα παπούτσια ή όπου αλλού φανταστείτε;  Η αγιομαυρίτικη αυτή «Carta» μας παραπέμπει στη  Magna Carta του πάλαι ποτέ βασιλιά της Γηραιάς Αλβιόνος  Ιωάννη του Ακτήμονος (1215), με την οποία παραχωρήθηκαν δικαιώματα στους υπηκόους της. Αλλά και στα καθ’ ημάς, με  τη δική μας  Magna Carta τιμώνται άνθρωποι που βάδισαν και βαδίζουν «εις τον τραχύν, τον δύσκολον της αρετής τον δρόμον», η οποία είναι συνυφασμένη με αυτό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως τον εκδημοκρατισμό στην πράξη.  Γιατί ποιος θα περίμενε τη μέγιστη τιμή να περιληφθεί σε επισημότατο δημόσιο έγγραφο το αλώνι της «θειά – Μαύρας» μαζί με τον τρόχαλο και τα «σόερα», όπου ρίξανε, φύτρωσαν δηλαδή, δυο – τρία ρουπάκια και ένα περνάρι, στο οποίο ο «μπάρμπα  – Τιμόθεος» στέλνει περήφανο χαιρετισμό, γιατί εκεί δένει  τη γίδα του, για να μασήσει κανέ»να φρύγανο.  Μάλιστα,  το ένα από αυτά τα ρουπάκια έχει προσανατολισμό προς τις εγκαταστάσεις του ΝΑΤΟ, οπότε δικαιωματικά πρέπει να υπαχθεί στη Βορειοατλαντική Συμμαχία και όχι στο ελληνικό δημόσιο. Όταν μάλιστα, επί δικτατορίας, πήρανε το νερό απ’ τις πηγές των Χορτάτων, το έκαναν με το μακροπρόθεσμο σχέδιο να μην ποτίζονται τα χωράφια, για να μη μετατραπούν σε δασικά. Σήμερα, βέβαια, το σχέδιο είναι μεγαλοφυές: κηρύσσεται όλη η Λευκάδα δασική και έτσι προστατεύονται και οι περιοχές Νατούρα του νησιού. Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. 

   Ο ρόλος εξάλλου (<από το «έξαλλος») της ομάδας των «τεκτόνων» κ.λπ.  ήταν να  μοχθήσουν με επίπονη προσωπική εργασία επί χάρτου (δεν έσταζε ο ιδρώτας τους, λόγω των κλιματιστικών στα γραφεία τους, αλλιώς θα σας έλεγα εγώ), με τον αλτρουισμό που τους διακρίνει! 

   Ο μπάρμπα – Τιπούκειτος όμως, που λέει πάντα τη γνώμη του τσεκουράτα, ξιφουλκεί: «Θα μας πάρουνε και τα σώβρακα» και θα καθαρίσουνε, λέγοντας πως αυτό δεν συνιστά … σεξουαλική παρενόχληση. Και αμέσως ανέπτυξε μια «υπόθεση εργασίας», που δεν ξέρω αν και πόση αλήθεια μπορεί να κρύβει:

  Ας πούμε, ανηψέ,  πως χαρακτηρίζω τ’ς θεια σου τ’ς  Μαύρας δασικά (Δ) κάποια καλά χτήματα πο΄χουνε – ας πούμε, πάλε – λίγες ρίζες ελιές που τις επνίξανε οι κορομ’λιές που κάνουνε κάτι κορόμ΄λα Παναγία βόηθα. Στ’ς χάρτες του 1945 εχαρακτηριζόντανε Α (μη δασικά). Αφήνω απ’ όξου τ’ν κατηγορία ΔΑ (από Δ γένεται Α). Αμέσως θα πέσει η αξία των κτημάτων τ’ς θειας σου τ’ς Μαύρας. Όταν όμως έρθει το πλήρωμα του χρόνου (ξέρουνε οι επιτήδειοι πότα), αυτά αποχαρακτηρίζονται. Ξέρ’τε τι σημαίνει το «από»; Πα’ να πει πως η αξία τους εκτινάσσεται στα ύψη σαν τους  S 400. Τ’ άλλα ως ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. 

[Όσο κράτησε η συζήτηση ακουγόταν από μακριά η μουσική που είχε βάλει στη διαπασών ο τρελός του χωριού με το τραγούδι «Μασκαρά, Γκρέκο μασκαρά].

   Ε, μου κάζει πως το παράκαμε ο μπάρμπας μου. Δεν συμφωνείτε;

1.Μ’  αγγελοκρούζει = μου προκαλεί οδύνη, με κάνει να υποφέρω.
2.Ινστρούκτορες = καθοδηγητές
3.Παδέλα: πήλινη χύτρα
4.Ρετσέτα = συνταγή
5.Γιώργου Σεφέρη, «Μυθιστόρημα. Ι΄»
Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και που τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας
ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε
τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας.
6.(Αλαφροϊσκιωτος, «Τα γύρα μου», Λυρικός Βίος, Ίκαρος, τ. Α ́, Αθήνα, 1981 σ. 94-95).
7.Πτωχοπρόδρομος (ως μοναχός Ιλαρίων): άλλος εξ άλλου γίγνομαι και τήκομαι τας φρένας (=πάρα πολύ τρελαίνομαι και πάει να μου στρίψει),  στο Δ. Κ. Έσσελιγκ, Βυζάντιον και Βυζαντινός Πολιτισμός,  σελ. 339.

  

Προηγουμενο αρθρο
Η λαμπερή κυρία Τζένη Τζεβελέκη!
Επομενο αρθρο
Μετωπική Δράση Λευκάδας: συνομολόγησαν και εκχωρούν την παραλία και το Τουριστικό Περίπτερο βορά σε άπληστα συμφέροντα

3 Σχόλια

  1. ΠΑΝΟΣ Χ.
    21 Φεβρουαρίου 2021 at 15:27 — Απάντηση

    ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ:
    Η φύση “φθέγγεται” αρκεί ν’ ακούσεις τι λέει! Γιατί ως τώρα (πριν δηλαδή από τους δασικούς χάρτες) η “φθεγγόμενη” φύση όχι μόνο “φθέγγεται” αλλά κυριολεκτικά σκούζει και κανείς δεν την ακούει! . Γιατί έχει γίνει ξέφραγο αμπέλι του καθενός για να μη πω ότι έχει υποστεί αλεπάληλους βιασμούς(Μια ματιά στις λευκαδίτικες πλαγιές το δείχνει). Η μόνη σωτηρία της φύσης όχι μόνο της Λευκάδας είναι ο καθορισμός των χρήσεων της γης. Και το πρώτο εργαλείο γι’ αυτό είναι οι δασικοί χάρτες που θα κόψουν την όρεξη κάθε μικρού ή μεγάλου τρωκτικού-καταπατητή. Δεν μπαίνει λοιπόν θέμα αν χρειάζονται οι δασικοί χάρτες! Το μόνο ζήτημα είναι ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΚΑΙ ΣΩΣΤΑ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΑ Η ΔΟΥΛΕΙΑ! Αν οι δασικοί χάρτες “ναυαγήσουν”, η μικρή και η μεγάλη παρανομία θα τρίβει πάλι από χαρά τα χέρια της και μόνο οι νομοταγείς πολίτες θα χτυπάνε για άλλη μια φορά το κεφάλι του;!

  2. ΠΑΝΟΣ Χ.
    21 Φεβρουαρίου 2021 at 08:36 — Απάντηση

    Αντί να λέτε τα γνωστά από παλιά γενικά και αόριστα και όλο μυστήριοι για “επιτήδειους” κλπ, που θα πάρουν κοψοχρονιά το “χωραφάκι της θεια Μαύρας και του “λαουτζίκου” , θα ήταν καλύτερα να κάνετε μια έρευνα στα συμβολαιογραφεία και το υποθυκοφυλακείο της Λευκάδας για να διαπιστώσετε καθαρά και με ονοματεπώνυμο 1) ποιοι είναι αυτοί “οι κερδοσκόποι” που αγόρασαν κορφές, δάση, λαγκάδια και 2) Πως και σε τι τιμές “ξεπούλησε” η κάθε θεια Μαύρα το “χωραφάκι” της και πόσο φούσκωσε το “φτωχό” πορτοφόλι της. Τότε τα ξαναλέμε. Με στοιχεία και ονόματα!

  3. Δημήτρης ( Τάκης ) Γαντζίας
    19 Φεβρουαρίου 2021 at 22:58 — Απάντηση

    Φίλτατε Έκτορα, όπως με το (caso pensato) επίκαιρο τεράστιο θέμα, έτσι και με τη (Φύση φθεγγόμενη) με συνεπήρες με τα
    φιλολογικά σου τερτίπια και νοερά με ταξίδεψες εκεί ψηλά στην ορεινή Λευκάδα μας! Αυτή τη φορά με αφορμή τους δασικούς
    χάρτες ξετύλιξες τη φιλολογική σου δεινότητα παίζοντας δεξιοτεχνικά με λέξεις, φράσεις και εκφράσεις διανθισμένες με τη σχετική ποίηση τις ανάλογες εικόνες και παραστάσεις!!

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.