HomeΕΛΙΞΗΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣΠρωτομαγιά στην Κουζούμπεη στου «Πάπιου»

Πρωτομαγιά στην Κουζούμπεη στου «Πάπιου»

Η παράδοση λέει πως το όνομα Κουζούμπεη το πήρε η περιοχή από τον Τούρκο Μπέη Κουζούμ. Εκεί στο εξοχικό καφενείο του πατέρα μου (Κώστα Παρίση) γιόρταζαν οι Μπουρανέλοι την όμορφη γιορτή της Άνοιξης την Πρωτομαγιά. Ο πατέρας μου άνοιξε το καφενείο το 1929 και το κράτησε μέχρι το 1973.

Έχω χιλιάδες αναμνήσεις από ‘κείνα τα όμορφα χρόνια, που οι άνθρωποι ήταν πιο κοντά ο ένας στον άλλον. Στου Κουζούμπεη, αυτός ο υπέροχος δρόμος –τώρα δεν θυμίζει τίποτα από τα παλιά- ήταν η βόλτα του Λευκαδίτη, το χειμώνα με τις όμορφες λιακάδες και το καλοκαίρι με τη δροσιά. Ακακίες, Μάηδες, Λεύκες, δεξιά και αριστερά, αρώματα υπέροχα από τις παπαρούνες και τις ανεμώνες, χρώματα όλο μαγεία.

Το βράδυ παραμονή της Πρωτομαγιάς ο δρόμος ήταν αδιαχώρητος από κόσμο. Κιθάρες, ακορντεόν, όλοι έβγαιναν για το καλό, να πιάσουν το Μάη κατά το έθιμο.

Ο πατέρας μου Κώστας Παρίσης σερβίρει την πρωτομαγιά του 1962
Ο πατέρας μου Κώστας Παρίσης σερβίρει την πρωτομαγιά του 1962

Ο κάμπος ήταν γεμάτος από πυγολαμπίδες (κωλοφωτιές) και μέσα στο σκοτάδι αποτελούσαν μια ακόμα ευχάριστη νότα. Οι Λευκαδίτες γιόρταζαν οικογενειακά, παρέα με φίλους και με γείτονες. Το χρόνια εκείνα υπήρχαν ακόμα οι γειτονιές και οι άνθρωποι ήταν μεταξύ τους αγαπημένοι. Ανηφόριζαν τον όμορφο δρόμο για να γιορτάσουν όλοι μαζί την Πρωτομαγιά.

Οι νοικοκυρές φτιάχνανε πρόχειρα φαγητά, κουβαλούσαν μια κουβέρτα ή μια κουρελού και στρώναμε το μεσημέρι για φαγητό μέσα στη μαγεία του κάμπου. Ο χορός, τα τραγούδια, είχαν προτεραιότητα καθώς και τα στεφάνια που τα έφτιαχναν με τις υπεροχές κίτρινες μαργαρίτες που υπήρχαν άφθονες στον κάμπο. Και βέβαια όλοι να γυρίσουνε το βράδυ στο σπίτι με ένα Μάη για να τον κρεμάσουν για το καλό στην πόρτα του σπιτιού τους.

Οι εποχές τότε ήταν διαφορετικές. Ο ήλιος έκαιγε λες και ήταν καλοκαίρι. Θυμάμαι τους άντρες να φοράνε τα καλοκαιρινά ψαθάκια που τα λέγανε Μπαγιασόνια. Το ιδιαίτερο σ’ αυτό το καπέλο ήταν μια φαρδιά κορδέλα στο επάνω μέρος και το σχήμα τους που ήταν σαν… πιάτο.

 1949. Εικονίζονται από αριστερά: Η μητέρα μου Μηλιά με κρατά αγκαλιά, Λάκης Ροντογιάννης (οικογενειακός φίλος), η θεία Ολυμπία, ο σύζυγος της Τάκης Παρίσης, ο γιος τους Νίκος, ο πατέρας μου Κώστας Παρίσης, η θεία Δωροθέα, η ξαδέλφη μου Ευσταθια (όρθια), η θεία Αθανασία και η γιαγιά μου Γεωργούλα. Όρθια δυο ξαδέλφια μου.
(1949).Εικονίζονται από αριστερά: Η μητέρα μου Μηλιά με κρατά αγκαλιά, Λάκης Ροντογιάννης (οικογενειακός φίλος), η θεία Ολυμπία, ο σύζυγος της Τάκης Παρίσης, ο γιος τους Νίκος, ο πατέρας μου Κώστας Παρίσης, η θεία Δωροθέα, η ξαδέλφη μου Ευσταθια (όρθια), η θεία Αθανασία και η γιαγιά μου Γεωργούλα. Όρθια δυο ξαδέλφια μου.

Στο καφενείο μας γινόταν το αδιαχώρητο. Στον μεγάλο πλάτανο που υπάρχει ακόμα -και είναι στολίδι για την περιοχή- γινόταν το μεγάλο γλέντι. Εκεί οι παρέες με τα τραγούδια του γραμμοφώνου χόρευαν Ευρωπαϊκούς και παραδοσιακούς χορούς.

Εκείνη την εποχή υπήρχε ένας ωραίος Λευκαδίτης –τον θυμάμαι σαν όνειρο- ήταν ο αείμνηστος Νίκος Αρβανίτης (Τσιρής). Δούλευε στην παραλία, στις χαμάλες –κάρα της εποχής. Εκείνη την εποχή όλα τα εμπορεύματα τσιμέντα, σίδερα και ό,τι άλλο χρειαζόταν το νησί τα έφερναν με το καράβι. Ο αείμνηστος Νίκος –ωραίος άνθρωπος, έξω καρδιά, γλεντζές- ντυμένος με φαρδύ ζωνάρι στη μέση, γιλέκο και καδένα στην τσέπη του παντελονιού, τηρούσε για χρόνια το παρακάτω έθιμο. Στόλιζε το κάρο με τριαντάφυλλα και το άλογο του (Ντορη) με κουδούνια. Ανέβαζε πάνω τους φίλους του που και αυτοί ήταν το ίδιο ντυμένοι, και με κιθάρες και άφθονο κρασί ξεκινάγανε από την παραλία, διασχίζανε την κεντρική αγορά και τέλος έφταναν στο δρόμο της Κουζούντελης. Εκεί τον περίμεναν όλοι γιατί ήξεραν ότι κρατούσε το έθιμο κάθε χρόνο.

1951 Εικονίζονται από αριστερά: Η μητέρα μου Μηλιά, πίσω της εγώ, ένα άγνωστο ζευγάρι, ο θειος μου Τάκης Παρίσης, ο Παναγής Βουκελάτος και ο μπάρμπα Ρίκος.(Υπαίθριος τσαγκάρης στην Κάτω Βρύση, ένας υπέροχος άνθρωπος).
(1951).Εικονίζονται από αριστερά: Η μητέρα μου Μηλιά, πίσω της εγώ, ένα άγνωστο ζευγάρι, ο θειος μου Τάκης Παρίσης, ο Παναγής Βουκελάτος και ο μπάρμπα Ρίκος.(Υπαίθριος τσαγκάρης στην Κάτω Βρύση, ένας υπέροχος άνθρωπος).

Ο Νίκος έκλεινε τη γιορτή της πρωτομαγιάς στην Κουζούντελη ευχόμενος με τη βαριά φωνή του και με χαμόγελο: καλό μήνα, καλή πρωτομαγιά.

Τα χρόνια πέρασαν, οι άνθρωποι έφυγαν, οι εποχές άλλαξαν. Είμαι τυχερή που έζησα αυτές τις όμορφες εποχές, που έζησα μέσα σ’ αυτή την παραδεισένια φύση.

Χρονιά πολλά.
Παναγιώτα Παρίση

Προηγουμενο αρθρο
Ληστεία στη Λευκάδα
Επομενο αρθρο
Εκδρομή στο Σκορπιό και στη Μαδουρή