Τ’ Αϊ Γιαννιού το Πανηγύρι
Μετά της Παναγίας άρχιζαν οι προετοιμασίες για το πανηγύρι. Ο ναός του Αγίου ασπριζόταν με δυο χέρια ασβέστη μέσα-έξω. Το ίδιο τα πεζούλια, το καμπαναριό, οι λιθιές, οι σκάλες, η πέτρινη εστία και το κελλί. Τα καντήλια και τα δυο μανουάλια άστραφταν από το τρίψιμο. Κάθε σπιθαμή του χώρου καθαριζόταν κι οι πέτρινες πλάκες του δαπέδου γυάλιζαν απ’ το πολύ βούρτσισμα. Τις αυλές τις σάρωνε τόσο πολύ, που δεν έμενε ούτε ένα ξερόχορτο και τα τεράστια μυρμήγκια έχαναν το μπούσουλα.
Μαζί μ’ όλα τα παιδιά που παραθέριζαν στις παράγκες της παραλίας, ανεβαίναμε στο βουνό και κόβαμε φρέσκα κλωνάρια μυρτιάς. Τα δεματιάζαμε και τα κουβαλούσαμε στην αυλή του ναού. Καθισμένοι στα πεζούλια φτιάχναμε στεφάνια από μυρτιά για την πόρτα και τα παράθυρα του ναού. Τα κλαδιά που περίσσευαν τα σκορπίζαμε στην αυλή και στο κατηφορικό μονοπάτι που οδηγούσε στην εκκλησία. Την εικόνα του Αγίου τη στολίζαμε με στεφάνι από πολύχρωμα λουλούδια της εποχής, πλεγμένα με μυρσίνη.
Οι παραγκιώτες καθάριζαν και ασβέστωναν με την ίδια επιμέλεια τις παράγκες, τα πηγάδια, τις αυλές και τα πεζούλια τους και όλες οι μέρες κυλούσαν μέσα στην αναμονή της γιορτής.
Το απόγευμα της παραμονής ξεκινούσε το πανηγύρι. Η μεγάλη καμπάνα του καμπαναριού άρχιζε να σημαίνει τον εσπερινό. Η εκκλησία και η αυλή γέμιζαν από τους πανηγυριώτες. Κουβαλούσαν τους δίσκους με τα σπερνά, τις κόφες με τους τεράστιους άρτους, αμέτρητα μπουκάλια με λάδι για τα καντήλια του Αγίου, τις λειτουργίες, το νάμα και μεγάλες λαμπάδες, τάματα στη Χάρη Του.
Ευωδίαζε ο τόπος από το θυμίαμα, τα μελισσοκέρια, τη μυρτιά και τους άρτους. Η καμπάνα χτυπούσε συνέχεια, γιατί όλα τα παιδιά περίμεναν τη σειρά τους να τη χτυπήσουν. Οι προσκυνητές ήσαν χαρούμενοι, ευχές και φιλιά ταξίδευαν στον αέρα κι ανάμεσα σ’ όλα τούτα, η Σόρα, σκέτο αερικό, αεικίνητη, χαμογελαστή, διακονούσε από τον ιερέα ως και τον τελευταίο προσκυνητή. Πανταχού παρούσα, διατηρούσε την εποπτεία της γιορτής κάθε στιγμή.
Έφταναν όλοι διψασμένοι, γιατί ο δρόμος από την πόλη και τα γειτονικά χωριά μέχρι τη Χάρη Του ήταν μεγάλος και η αυγουστιάτικη ζέστη το απομεσήμερο πολύ δυνατή. Ιδρωμένοι, αναψοκοκκινισμένοι και κουρασμένοι κάθονταν στα πεζούλια, στρωμένα όλα με πεντακάθαρα υφαντά στρωσίδια και λαχταρούσαν λίγο κρύο νεράκι. Ο μεγάλος μπότης, σταμνιά, μεγάλα μπουκάλια, ο,τι υπήρχε, ήσαν γεμάτα με καθαρό νερό.
Φορούσα τα γιορτινά μου ρούχα και παπούτσια — μετά από πολύ καιρό — και γέμιζα τα κύπελλα συνέχεια.
Στο τέλος του πανηγυρικού εσπερινού ο ιερέας ευλογούσε τα σπερνά και τους άρτους κι οι γυναίκες άρχιζαν τη διανομή. Μοίραζαν τα σπερνά πάνω σε κομμάτια λαδόκολλας, μ’ ένα μεγάλο κουτάλι, κι όλοι προσπαθούσαν να πάρουν απ’ όλους τους δίσκους. Το ίδιο γινόταν και με τους άρτους. Κάθε οικογένεια κρατούσε έναν άρτο για το σπίτι, τεμάχιζε μέσα στην κόφα, τη στρωμένη με το λευκό υφαντό μεσάλι, τους υπόλοιπους και τους μοίραζε.
Το πλήθος συνωστιζόταν άγρια μπροστά από κάθε δίσκο και κάθε κόφα. Ιδιαίτερα τα παιδιά κάναμε μεγάλη φασαρία, για να εξασφαλίσουμε όσο το δυνατόν πιο πολλά σπερνά και περισσότερα κομμάτια άρτο. Όταν η διανομή τέλειωνε, τότε τα πνεύματα ησύχαζαν και όλοι έτρωγαν με απόλαυση, ό,τι είχαν καταφέρει να πάρουν.
Σουρούπωνε κι άρχιζε να δροσίζει. Η θάλασσα μόλις κι ακουγόταν. Η καμπάνα συνέχιζε να σημαίνει κατά διαστήματα τη γιορτή κι οι άνθρωποι ζητούσαν ολοένα νερό. Τότε η Σόρα Κάτε άναβε τη φωτιά για να ετοιμάσει έναν καφέ στο Δέσποτα, που έβγαινε τελευταίος απ’ τον ναό και καθόταν στο σκαμνάκι μπροστά στο χαμηλό τραπεζάκι, στρωμένο με λευκό τραπεζομάντιλο, παρέα με τους ψάλτες. Έπιναν τον καφέ τους, κρύο νερό, έπαιρναν λουκούμι, δοκίμαζαν άρτο και σπερνά, ειδικά γι’ αυτούς κρατημένα και κανόνιζαν το πρόγραμμα της γιορτής ανήμερα….
Αποσπάσματα κειμένου από το βιβλίο Κωνσταντίνας Γεωργακάκη – Βρεττού: «Σόρα Κάτε» εκδόσεις «Στοχαστής», 2007.
Δεν υπάρχουν σχόλια