Φραγκόσυκα
…Αύγουστος, μέσα στα Μερομήνια, κι όλοι πρόσεχαν το καιρό της κάθε μέρας, επειδή πίστευαν πως με τον τρόπο αυτό μπορούσαν να προβλέψουν τον καιρό των μηνών όλου του χρόνου. Πλησίαζε της Παναγίας και η νηστεία οδηγούσε τους παραγκιώτες, που παραθέριζαν όλο το καλοκαίρι στις πρόχειρες παράγκες τους στην παραλία, στις φραγκοσυκιές τ’ Αι-Γιαννιού.
Πλήθος οι φραγκοσυκιές και πλήθος τα ώριμα φραγκόσυκα, τεράστια στο μέγεθος με λαμπερά χρώματα από το βαθύ πορτοκαλί ως το κόκκινο. Τα αγκάθια τους ήσαν τρομερά, σχεδόν αόρατα και εισχωρούσαν τόσο εύκολα στα δάχτυλα κι ακόμα χειρότερα στη γλώσσα, που χρειαζόταν πραγματικά μεγάλη επιδεξιότητα για να μαζευτούν και προπαντός να καθαριστούν.
Η γιαγιά μου κατέβαινε πάντα αξημέρωτα στις φραγκοσυκιές, πριν ακόμα σηκωθεί και το παραμικρό αεράκι. Μ’ ένα κοφτερό μαχαίρι κι ένα πιρούνι, καλά στερεωμένα και τα δυο σε χοντρά καλάμια, μάζευε στο καλάθι της τα πιο ώριμα φραγκόσυκα.
‘Ύστερα, γέμιζε το καλάθι με ψιλή άμμο απ’ την παραλία και τα ανατάραζε για να φύγουν τα πολλά αγκάθια. Στη συνέχεια, τα ξέπλενε με νερό του πηγαδιού και κατόπιν καθισμένη στο σκαμνάκι της μπροστά στο χαμηλό τραπεζάκι, κάτω από την ελιά, χάραζε, με αργές προσεκτικές κινήσεις και με τη βοήθεια πιρουνιού, τη φλούδα κατά μήκος και ο καρπός συμπαγής, μελωμένος και λαμπερός ξεκολλούσε εύκολα.
Με άλλο πιρούνι τον μετέφερε στην απλάδενα και σε λίγο ένας μικρός σωρός από πορφυρά και πορτοκαλόχρωμα φραγκόσυκα, έτοιμα να λειώσουν στο στόμα, περίμεναν όσους τυχερούς θα περνούσαν εκείνη τη στιγμή και βέβαια και μένα τη μεγάλη τυχερή, που ξυπνώντας έβλεπα να με περιμένει τέτοιο θεσπέσιο πρωινό.
Έτρωγα τη μερίδα μου με ενθουσιασμό και με τη συμμετοχή όλων μου των αισθήσεων. Οσμιζόμουν τη λεπτή ιδιαίτερη μυρωδιά του φρέσκου φραγκόσυκου, απολάμβανα τις υπέροχες αποχρώσεις των χρωμάτων, γευόμουν τη βελούδινη δροσερή σάρκα με τα πολλά μικρά κουκούτσια ανάμεσα, που έλειωνε στο στόμα αφήνοντας τη γλυκύτατη χαρακτηριστική της γεύση.
Θα μπορούσα να φάω πολύ περισσότερα απ’ όσα μου αναλογούσαν, αλλά η Σόρα Κάτε ήταν πολύ αυστηρή στο σημείο αυτό. Πρώτον, έπρεπε να φάνε κι άλλοι από τα φραγκόσυκα, «για το καλό» και δεύτερον, πέρα από το γεγονός ότι η λαιμαργία και μάλιστα σε καιρό νηστείας ήταν αμαρτία, υπήρχε κίνδυνος για την υγεία μου αν έτρωγα πολλά….
Τη γαλήνη της στιγμής, εκείνο το πρωινό, διέκοψαν σπαρακτικές κραυγές. ‘Ερχονταν απ’ τις φραγκοσυκιές. Τρέξαμε στο κατηφορικό μονοπάτι και βρεθήκαμε μπροστά σε μια παρέα γυναικών που μάζευαν φραγκόσυκα. Μια απ’ τις γυναίκες, πάνω στη φούρια και τον ενθουσιασμό της, είχε παρασυρθεί και τα πιασε με το χέρι της. Τα λεπτότατα, σχεδόν αόρατα αγκάθια εισχώρησαν στα δάχτυλά της κι όσο αυτή προσπαθούσε να τα βγάλει, τόσο αυτά εισχωρούσαν βαθύτερα, προκαλώντας της δυνατό πόνο.
Επικρατούσε πανικός, κάθε γυναίκα έλεγε τα δικά της, αλλά μόνο η γιαγιά μου γνώριζε τι ακριβώς έπρεπε να γίνει. Με τη μαλακή, ήσυχη φωνή της μίλησε στη γυναίκα και την κάλεσε στο κελλί, αφού της ζήτησε να σταματήσει την προσπάθεια να απαλλαγεί απ’ τ’ αγκάθια. Η γυναίκα υπάκουσε κι όλοι μαζί ανεβήκαμε στο κελλί. Έβαλε τη γυναίκα να καθίσει στο πεζούλι έξω απ’ τον ναό. Ύστερα πήρε μεγάλα κομμάτια βαμβάκι, τα βούτηξε στο λάδι του καντηλιού τ’ Αι-Γιαννιού και τύλιξε ένα-ένα τα πονεμένα δάχτυλα της γυναίκας και μετά ολόκληρο το χέρι μ’ έναν επίδεσμο.
Το ζεστό λαδάκι από το καντήλι του Αγίου και οι στοργικές μαλακές κινήσεις των χεριών της γιαγιάς μου μαλάκωσαν τον πόνο και την ένταση της γυναίκας, που είχε αφεθεί στην φροντίδα της με εμπιστοσύνη. Με το λάδι τα αγκάθια θα έβγαιναν σιγά-σιγά μόνα τους απ’ τη σάρκα της.
Συνδαύλισε τη φωτιά στην εστία της κι έβαλε το μπρίκι της για να ψήσει καφέ, προσφέροντας στο μεταξύ στις γυναίκες τα καθαρισμένα φραγκόσυκα. Ακόμη και η γυναίκα με το μπανταρισμένο χέρι δοκίμασε απ’ τα φραγκόσυκα της γιαγιάς μου…
Απόσπασμα από το βιβλίο της Κωνσταντίνας Γεωργακάκη – Βρεττού «Σόρα Κάτε». Εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια