HomeΕΠΙ ΠΑΝΤΟΣ ΕΠΙΣΤΗΤΟΥΟι μοσχοβολιές στο χωριό μου, κάθε Μάρτη -Οι φρέζες, η παρέλαση, το ΄κόνισμα και το παντεσπάνι

Οι μοσχοβολιές στο χωριό μου, κάθε Μάρτη -Οι φρέζες, η παρέλαση, το ΄κόνισμα και το παντεσπάνι

Γράφει ο Παναγιώτης Σκληρός

Άνοιγαν οι φρέζες τέτοια εποχή και μοσχοβόλαε ο τόπος όλος στη γειτονιά μας στη Βασιλική. Σ’ όλο το χωριό δηλαδή όχι μόνο στην κάτω γειτονιά αλλά  «όποιος δεν παινέψει…»  Όλες οι νοικοκυράδες είχαν στις γλάστρες τους φρέζες. Έπαιρνε η μια απ την άλλη βολβούς κι έτσι όλη η γειτονιά είχε απ όλα τα χρώματα. Κίτρινες, φούξια, άσπρες, παρδαλές ακόμα και πιο σπάνιες μώβ.  Χολάτες βγαίνανε απ’ τις γλάστρες, περιποιημένες με κοπριά απ’ τα ζώα μας και τέτοια εποχή άρχιζαν τα αρώματα απ’ τα λουλούδια τους να σε μεθάνε. Και σήμαινε ότι εμείς κοντεύουμε να πάμε παρέλαση με το σχολείο. Έφτανε η 25η Μαρτίου και η μάνα θα έφτιαχνε παντεσπάνι. Γιόρταζε ο πατέρας!

Γιορτή μεγάλη του έθνους αλλά και σχολική κι ονομαστική. Στα σπίτια όλα πεντακάθαρα, ασπρισμένα, λαμποκοπάγανε. Οι μανάδες ψάχνανε να βολέψουν τα παιδιά με καμιά δανεική φουστανέλα  και φτιάχνανε και κάνα πουλόβερ από ξηλωμένα παλιά νήματα. Το σακάκι ήταν για πολλούς λίγο δύσκολη υπόθεση.

Στο σχολείο οι δάσκαλοι μας μαθαίνανε βήμα «εν δυο, εν δύο» κι εμείς κλωτσάγαμε τα στραγάλια μας ή πηγαίναμε μαζί χέρι ποδάρι, μπερδευόμαστε. Πλάκα είχε…Επίσης μας λέγανε για το Γέρο του Μωριά και τους άλλους ήρωες που ήταν έτσι κι αλλιώς όλο το χρόνο γύρω μας στους τοίχους. Για όλους ξέραμε ότι είχαν αγωνιστεί σε μάχες και γι’ αυτό φοράγανε  «φουστανέλα λερή» αλλά δεν καταλαβαίναμε και καλά γιατί ένας (ο Ρήγας Φεραίος)  ήταν πιο παχουλός και ντυμένος διαφορετικά απ’ τους άλλους.

 Οι δάσκαλοι επίσης ετοιμάζανε και κάποιο έργο ηρωικό, απαγγελίες, σκέτς και τέτοια. «Πάντα κι όπου σ’ αντικρύζω, Απέξω μαυροφόρα απελπισιά,  Με μιας ανοίγει ο ουρανός» κλπ, αποφάσιζαν το ποιός θάναι ο σημαιοφόρος, άλλος για το στεφάνι και το ποιός θα παίξει στο σκετς για την έξοδο του Μεσολογγίου!!  Εκεί να δεις τον γέρο Καψάλη με τα βαρέλια και τα μπαρούτια του μα και τα γένια από μπαμπάκι, φουστανέλα  που έπεφτε γιατί ήταν δανεικιά από κάνα μεγαλύτερο και ακόμα κάνα παιδάκι στη γωνία της σκηνής, άφωνο να τρέμει απ’ τη νηστεία λογω αποκλεισμού απ’ τον Ιμπραήμ (έτσι ήταν ο ρόλος). Αυτό τον ρόλο του άφωνου-νηστικού  παιδιού που έπρεπε να τρέμει, θυμάμαι ότι τον είχα παίξει με σηνοθεσία του κοινοτικού γιατρού του Ιάκωβου Κυριακού που ήταν απ τη Αθήνα. Έτρεμα βέβαια από αγωνία αλλά δεν ήξερα και γιατί ήμουνα εκεί πάνω άφωνος.. Ρεαλισμός σας λέω!  Κόσμος από κάτω να δει τα παιδιά του κι όλα αυτά τα γνωστά και άγνωστα..

Η παρέλαση γινόταν στον δρόμο του λιμανιού κι είχε πάντα κόσμο που χειροκροτούσε . Υπήρχε και συγκίνηση, ήταν πιο πατριωτικά τα πράγματα τότενες.

 Ο παπά Ταξιάρχης είχε βάλει τα καλά του άμφια, έριχνε τρισάγιο και μετά γινόταν η κατάθεση των στεφάνων  απ’ τις αρχές εκεί, στη μαρμάρινη στήλη που υπάρχει ακόμα και είχε στήσει ο «Φιλοπρόοδος όμιλος νέων Βασιλικής» το 1935. Καταθέτανε στεφάνι, ο πρόεδρος του χωριού, ο αστυνόμος, ο διευθυντής του σχολείου, ο αγρονόμος, μπορεί κι ο ειρηνοδίκης (δεν θυμάμαι καλά). Είχε όλες τις αρχές τότε το χωριό. Ήταν κεφαλοχώρι, το επίνειο της νοτίου Λευκάδας. Στην παρέλαση πολλές φορές εκτός απ τα «καλά μας» ρούχα (ο,τι είχε ο καθένας καθαρό και σιδερωμένο με καρβουνοσίδερο), μερικές μαθήτριες φορούσαν και τοπικές ενδυμασίες Λευκαδίτικες ή κι από άλλες περιοχές. Έκαναν παρέλαση πίσω απ τον σημαιοφόρο και τους δυό παραστάτες της σημαίας.

Μετά την παρέλαση πηγαίναμε με χαρά στο σχολειό, λέγαμε τον εθνικό ύμνο  και από κει στα σπίτια μας. Σήμερα είχε μπακαλιάρο ξαρμυρισμένο (μπιάνκο) με πατάτες κι έτσι για «ξεραθύμισμα» λίγο τηγανητό με βραστές οβριές και μπόλικο λαδάκι.

Νωρίς τ απόγευμα γινόταν η παράσταση που είπαμε στο σχολείο κι άρχιζαν οι επισκέψεις στα σπίτια που γιόρταζαν. Δηλαδή οι Βαγγέληδες κι οι Ευαγγελίες. Εμείς είχαμε γιορτή στο σπίτι. Γιόρταζε ο πατέρας και ήταν όλα καθαρά, ασπρισμένα κι έτοιμα να δεχτούν τους γείτονες  (τη θειά Καλή και τον μπάρμπα Σπύρο, τους Αργυραίους, τους Μπακαίους, Κεμάληδες, Ανυφανταίους, Γερούληδες, τον κυρ Χρίστο το Σολδάτο με την κυρά Πόπη )και άλλους φίλους και συγγενείς για τα «χρόνια πολλά». Ήταν πολύ μεγάλη μέρα για το σπίτι μας! Είχαμε κι ένα ΄κόνισμα με τον ευαγγελισμό της θεοτόκου κάπου στο δωμάτιο των γονιών, θυμάμαι. Ήταν η… καλή μας εικόνα που προστάτευε τον πατέρα, το στήριγμά μας.

Μέρα γιορτινή με τα όλα της. Είχε και γλυκό. Κλασσικά και πάντα ένα μπακιρένιο ταψί παντεσπάνι που ετοίμαζε η μανά μου και το πήγαινε στο κεφάλι της στο φούρνο του μπάρμπα  Σωκράτη του πρόσφυγα. Κι όταν την έφερνε ψημένη στο σπίτι μοσχοβόλαε ο τόπος γλυκό!! Κοβόταν-θυμάμαι- τα φελιά και εμείς τα μικρά καραδοκούσαμε πότε θα τριφτεί κανένα να ορμήξουμε να πάρουμε τα τρίμματα με τα δάχτυλα, να γευτούμε την εξαιρετική γεύση. Τα δικά μας κομμάτια τα τρώγαμε το βράδυ αφού είχαν τραταριστεί όλοι οι επισκέπτες. Τύλιγε η μάνα και μερικά κομμάτια για αυτούς που δεν είχαν έρθει για κάποιο λόγο και τα ‘στελνε ή τα ‘παιρναν την άλλη μέρα. Εμείς βέβαια ευχόμαστε να μην έρθουν για να μείνουν για εμάς..

Όλα λοιπόν μοσχοβόλαγαν τότε. Οι φρέζες, τα σπίτια, τα παιδιά και τα ταψιά με τα γλυκά. Όλα γιορτάζανε!

Παναγιώτης Σκληρός

Προηγουμενο αρθρο
Πρόγραμμα εορτασμού Εθνικής Επετείου -Μήνυμα Αντιπεριφερειάρχη για την 25η Μαρτίου και τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση
Επομενο αρθρο
Για το 21- μια εμβληματική φωτογραφία

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.