HomeΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣΣυζήτηση πάνω σε ένα δείγμα σατιρικής ποίησης στη Λευκάδα του Μεσοπόλεμου

Συζήτηση πάνω σε ένα δείγμα σατιρικής ποίησης στη Λευκάδα του Μεσοπόλεμου

Του Αντώνη Γ. Περδικάρη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο γνωστός Αμερικανός κριτικός λογοτεχνικών έργων Meyer Howard Abrams (1912 –2015) προσδιορίζοντας την σάτιρα , αναφέρει: «Σάτιρα μπορούμε να ονομάσουμε την τέχνη τού να μειώνεις ή να υποβιβάζεις ένα θέμα, γελοιοποιώντας το και κάνοντας το κοινό να το περιφρονήσει, να διασκεδάσει, να θυμώσει ή να αγανακτήσει μαζί του. Διαφέρει από το κωμικό, καθότι αυτό προκαλεί το γέλιο κυρίως ως αυτοσκοπό, ενώ η σάτιρα καυτηριάζει, δηλαδή χρησιμοποιεί το γέλιο ως όπλο για να χτυπήσει ένα στόχο που βρίσκεται εκτός έργου. Ο στόχος αυτός μπορεί να είναι ένα άτομο («προσωπική σάτιρα») ή ένας ανθρώπινος τύπος, μια κοινωνική τάξη, ένας θεσμός, ένα έθνος ή ακόμη και ολόκληρο το ανθρώπινο γένος»(1).

Εικόνα 1: Προτομή του Αριστοφάνη στην Πινακοθήκη Uffizi στη Φλωρεντία, Ιταλία (1ος αιώνας Μ.Χ.)

Παρ’ όλο που οι ρίζες της έμμετρης σάτιρας εντοπίζονται φυσικά στην αρχαία Ελλάδα -συναντάμε στοιχεία της στον Αριστοφάνη  από τον   5ος αιώνα Π.Χ., αλλά κυρίως στο Λουκίλλιο, τον 2ο αιώνα Π.Χ. – το είδος αυτό της λογοτεχνίας  αναπτύχθηκε στην Ευρώπη κυρίως τα τελευταία χρόνια του 17ου αιώνα και στο μεγαλύτερο μέρος του 18ου αιώνα. Στην  απελευθερωμένη Ελλάδα η σατιρική ποίηση καλλιεργήθηκε πολύ την περίοδο 1830-1880, με πιο αξιόλογο αντιπρόσωπο της τον Αλέξανδρο Κ. Σούτσο (1803- 1868) ο οποίος μάλιστα  υπέστη διώξεις για τις ιδέες του.  Λίγο αργότερα είχαμε τον διάσημο Γεώργιο Σουρή (1853-1919) και τον Κώστα Καρυωτάκη (1896-1928).

Ωστόσο η  νεοελληνική σάτιρα βρήκε πρόσφορο έδαφος και στα Επτάνησα. Ο πιο αξιόλογος εκπρόσωπος της ήταν ο Διονύσιος Σολωμός ενώ η σημαντικότερη  «προσολωμική»  προσωπικότητα του τομέα αυτού ήταν ο καταγόμενος επίσης από την Ζάκυνθο ποιητής και ζωγράφος Νικόλαος Κουτούζης (1741-1813). Η σατιρική διάθεση του Σολωμού διακρίνεται στα ποιήματα του με  τους τίτλους: «Το όνειρο», «Η πρωτοχρονιά», «Το ιατροσυμβούλιο», «Εις μεγιστάνα», «Οι κρεμάλες», «Η τρίχα», «Δεύτερο όνειρο», «Ο φουρκισμένος», «Η μετατόπιση του αγάλματος του Μαίτλαντ» κ.ά. Στο νησί της Λευκάδας, δεν έχουμε κάποιον διάσημο στο είδος αυτό. Αναφέρεται  χαρακτηριστικά ο Αναστάσιος Σκιαδαρέσης (1877-1941) του οποίου ωστόσο το έργο παραμένει κατά το μεγαλύτερο μέρος ανέκδοτο(2).

Μπορεί το κείμενο του Σ.Κ. Φέτση να θεωρηθεί επιθεώρηση;

Εικόνα 2: Ανάγνωση στα πρώτα “Παναθήναια” από τον θίασο Μαρίκας Κοτοπούλη

Το έργο το οποίο θα περιγραφεί εδώ, χαρακτηρίστηκε  από τον «εκδότη» του ως «επιθεώρηση».  Και όντως, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια θεατρική επιθεώρηση που θα παιζόταν με αξιώσεις σε μια κεντρική σκηνή μιας μεγάλης πόλης, καθώς είναι ένα έμμετρο κείμενο με πλοκή, το οποίο είναι δυνατόν και  να μελοποιηθεί. Το χιούμορ του είναι καυστικό και η κριτική που ασκεί είναι αδυσώπητη.  Αποτελεί μια φωτογραφία του μικρού απομονωμένου χωριού, του Αγίου Νικήτα  Λευκάδας, που κατοικούταν τότε – παραμονές του δευτέρου μεγάλου πολέμου- από ανθρώπους που καθημερινά –κυριολεκτικά- πάλευαν για την επιβίωσή τους και για να κρατήσουν ζωντανά τα βλαστάρια τους. Περιγράφει ανθρώπους σακατεμένους από την ζωή, που προσπαθούν απελπισμένα να κρατηθούν σ’ αυτή χωρίς να μπορούν –εξ αιτίας των δυσκολιών τους- να αισθανθούν το πόνο και τις ανάγκες του συγχωριανού τους. Μια περιγραφή που θα τη χαρακτηρίζαμε ως υπερβολή,  αφού ο λαός  μας έχει αποδείξει την αλληλεγγύη του  στους αναξιοπαθούντες ακόμα και σε πιο ακραίες συνθήκες, ωστόσο –όπως αναφέρθηκε- αυτό είναι το έργο της σάτιρας, να «υποβιβάζει»  δηλαδή -κατά το δυνατόν- τις υφιστάμενες καταστάσεις,  κάνοντάς τις αστείες και έτσι  να  προειδοποιεί τους εμπλεκόμενους  για τις επερχόμενες συνέπειες  λόγω της συμπεριφοράς τους.

Αρκούν όμως τα στοιχεία αυτά για να χαρακτηριστεί το πόνημα αυτό ως «επιθεώρηση», ένα είδος συγγραφής άγνωστο τότε για το νησί μας;  Η (θεατρική) επιθεώρηση είναι γνωστό ότι έχει Ευρωπαϊκή προελευση και ότι στην Ελλάδα κατοχυρώθηκε ως είδος θεατρικό, μετά την είσοδο του  20ου αιώνα. Ως πρότυπο για τη δημιουργία τους Ελληνικής επιθεώρησης στάθηκε -κατά τα φαινόμενα-  η ισπανική «θαρθουέλα»(3) με τίτλο «La Gran Via» η οποία περιέγραφε το ζήτημα που δημιουργήθηκε όταν κατασκευαζόταν  μια μεγάλη λεωφόρος,   στο τέλος του 19ου αιώνα, στην ισπανική πρωτεύουσα, για να εξυπηρετήσει τους νέες διευρυμένες ανάγκες των πολιτών της, για πιο γρήγορη και πιο άνετη επικοινωνία. Στη θεατρική σκηνή του έργου αυτού, εμφανίζονταν προσωποποιημένα όλα τα μικρότερα κοντινά δρομάκια, σοκάκια καθώς και οι άλλες βασικές οδοί της Μαδρίτης, που συζητούσαν και τραγουδούσαν θορυβημένες και προσβεβλημένες από το μέγεθος της υπό διάνοιξη λεωφόρου η οποία πολύ γρήγορα θα τις επισκίαζε. Η Gran Via υπήρξε τότε μια ώριμη και πλήρης Επιθεώρηση με πολύ χαλαρή δομή και με άφθονα σατιρικά αλλά και πολιτικά «νούμερα» που αξιοποιούσαν βέβαια την επικαιρότητα της Μαδρίτης, αλλά μπορούσαν εύκολα να αναπροσαρμοστούν στο πλαίσιο μιας μεγάλης Ευρωπαϊκής περιοδείας. Και έτσι ακριβώς έγινε, από το θίασο Gonzales που παρουσίασε αυτό το έργο στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 1894.(4)

Από τα τέλη τους δεκαετίας του 1910 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1920 –όταν ο συγγραφέας της «Αϊνικιώτικης Επιθεώρησης» Σπύρος Κ. Φέτσης  ζούσε, εργαζόταν και φοιτούσε στην Αθήνα- ο θίασος τους Μαρίκας Κοτοπούλη (1887-1954) παρουσίαζε μια ετήσια σατιρική Επιθεώρηση όλων των κοινωνικών γεγονότων της τελευταίας χρονιάς , μια κωμική θεατρική ανασκόπηση της επικαιρότητας με την ονομασία «Παναθήναια». Οι παραστάσεις αυτές που είχαν ξεκινήσει  το 1907 είχαν μεγάλη απήχηση στο κοινό, παρ’ όλο που οι διανοούμενοι της εποχής τους τις θεωρούσαν χαμηλού επιπέδου  και  τις απαξίωναν όταν συνέγραφαν κριτικές στον περιοδικό τύπο. Ο δημοσιογράφος Γιώργος Τσοκόπουλος (1871-1923), ένας εκ των συγγραφέων των «Παναθηναίων» καλούμενος να περιγράψει τα θετικά της επιθεώρησης αναφέρει χαρακτηριστικά σε δήλωσή του στην ημερήσιο τύπο: 

«-Η Επιθεώρησις είναι επίκαιρος, εν είδος εφημερίδος καθημερινής»(5).

 Είναι ακριβώς αυτή η αρχή που βλέπουμε να τηρείται και στο πόνημα του Φέτση. Δεν είναι απλά μια σάτιρα, δεν αναφέρεται στο παρελθόν ή στο μέλλον, είναι μια περιγραφή του οικισμού και των κατοίκων του στον παρόντα χρόνο, στις σημερινές ασχολίες τους. Είναι η «η εφημερίδα» με τα «φρέσκα» γεγονότα του χωριού, που σε εμάς φαντάζουν –ίσως- ασήμαντα, αλλά είναι σημαντικά για κάποιον που ζει, σ αυτή τη μικρή κοινωνία του Αγίου Νικήτα, το 1937.

Έτσι επανερχόμενος στο ερώτημα αν το πόνημα του Φέτση μπορεί να χαρακτηριστεί «επιθεώρηση», απλά θα απαντήσω ότι διακρίνω έντονες τις επιδράσεις που είχε στο συγγραφέα του σατιρικού αυτού ποιήματος, το καλλιτεχνικό αυτό ρεύμα της εποχής και θεωρώ ότι ο συγγραφέας κινούμενος  σ’ αυτά τα πλαίσια συνέγραψε το έργο του. Ωστόσο ο ίδιος δεν ζούσε πλέον στην Αθηναϊκή κοινωνία –απ’ όπου έφυγε ντροπιασμένος και διωγμένος – αλλά στο μικρό οικισμό του Αγίου Νικήτα. Έτσι αντί για «Παναθήναια» έγραψε –επιτρέψτε μου το νεολογισμό- τελικά «Παναϊνικιώτικα». Παραμένει βέβαια το γεγονός ότι όπως στην Αθήνα, έτσι και στο Χωριό  τα κείμενα αυτά οι διανοούμενοι τα απαξίωσαν. Παρατηρούμε ωστόσο,  ότι  οι στίχοι των ποιημάτων του Φέτση και σήμερα-85 χρόνια μετά- είναι ζωντανοί στη περιοχή, παρ’ όλο που – άλλη μια ομοιότητα με τους παλιές επιθεωρήσεις,  όπου δεν διατηρούταν τα κείμενα μετά το τέλος των παραστάσεων- δεν είναι πουθενά καταγεγραμμένοι(6). Αυτό συμβαίνει διότι – και στις δύο περιπτώσεις-πρόκειται για σατιρικά κείμενα και αναφέρονταν στο παρόν. Κείμενα που έχαναν την αξία τους μαζί με την επικαιρότητά τους.  Εξ άλλου, η επιθεώρηση, γι’ αυτό ακριβώς είναι σάτιρα και όχι κωμωδία.  Γράφεται  επιδιώκοντας την ενεργοποίηση  των θεατών της, ώστε να αποφευχθούν ακόμα πιο δυσάρεστες μελλοντικές καταστάσεις.  Συνεπώς δεν έχει καμία αξία όταν αναφέρεται σε  παρελθούσες καταστάσεις οι οποίες- προκαλούν μεν γέλιο αλλά- είναι  αργά για  να τροποποιηθούν.

  1. Η ζωή του συγγραφέα Σπυρίδωνα Φέτση του Κωνσταντίνου (1894-1941;)
page.jpg

Εικόνα 3: Το πρωτοσέλιδο τους εφημερίδας των Αθήνών «Σκριπ» της Τετάρτης 11/8/1926. Στο πάνω δεξιά τμήμα της αναφέρεται στα αιματηρά γεγονότα του Αγρινίου, κατά την γενική απεργία των καπνεργατών

Ο Σπύρος Κ. Φέτσης είχε ένα σύντομο περιπετειώδη βίο, που τον οδήγησε όμως σε εξαιρετικά ακραίες συναισθηματικές και σωματικές περιπέτειες, με αποτέλεσμα, τα τελευταία του χρόνια να τα περάσει σ’ ένα πλήρως φανταστικό, ανύπαρκτο κόσμο που δημιούργησε μέσα στο κουρασμένο του μυαλό, μη έχοντας καμιά επαφή με το περιβάλλον

Γεννήθηκε στον Άγιο Νικήτα το 1894. Ήταν το μοναδικό αγόρι της οικογένειας του Κωνσταντίνου Φέτση (Ζάχου)του Σπυρίδωνος και τους Θεοδούλης  Φέτση (Μπλέτσου) του Σπυρίδωνος. Την εποχή εκείνη –λόγω των γνωστών συνθηκών που επικρατούσαν-η γέννηση του  αγοριού έφερε μεγάλη χαρά στην ευρύτερη οικογένεια και στους ίδιους τους   γονείς του. Όταν τελικά αργότερα ο Σπύρος κατέληξε σε άθλια κατάσταση  να παλεύει με τους «Ερινύες» του, η οικογένειά του  ουσιαστικά απελπισμένη,τον εγκατέλειψε και μάλιστα αναφέρεται ότι ο «μπάρμπα-Κωνσταντής» -άνθρωπος θεοσεβούμενος και  δεξιός ψάλτης στην εκκλησία του Αγίου- ακουγόταν συχνά να παραπονιέται στο Θεό λέγοντας:

«-Θεέ μου στενοχωριόμουν που είχα τρεις κόρες! Δεν γινόταν να είχε γεννηθεί και ο Σπύρος μου γυναίκα και να είχα τέσσερις;(7)»

Ο Σπύρος Φέτσης τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο στο Χωριό και συνέχισε το Γυμνάσιο στη Λευκάδα.  Εκεί διακρίθηκε για τους ικανότητές του και  για την σπάνια ευφυΐα του. Για την πρωτιά του εκεί συναγωνιζόταν  τον γνωστό συμμαθητή του, τον Θεόδωρο Βαρόπουλο  (1884-1957) από τον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας, αργότερα καθηγητή Μαθηματικών στο Α.Π.Θ.  Αναφέρεται ότι ο Γυμνασιάρχης, όταν του ζητήθηκε να συγκρίνει τους δύο τους μαθητές του απάντησε:

«-Και οι δύο είναι εξαιρετικοί! Ο μεν Βαρόπουλος  λόγω της συνεχούς μελέτης του και την επιμελείας του, ο δε Φέτσης λόγω της εξαιρετικής ευφυΐας του.(8)»

Φαίνεται μάλιστα ότι και ο ίδιος ο Βαρόπουλος είχε κάποτε αναφερθεί στις εξαιρετικές ικανότητες του συμμαθητή του λέγοντας:

«-Ο Σπύρος ήταν μία σπάνια μαθηματική ιδιοφυΐα!(9)»

Μετά το πέρας των Γυμνασιακών σπουδών, ο Σπύρος μετακόμισε για ανώτατες σπουδές στην Αθήνα και αναφέρεται ότι ενεγράφη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς συνέβη αυτό, αλλά με δεδομένο ότι ο  Βαρόπουλος πήγε στην Αθήνα  για σπουδές το 1914, ο Σπύρος ως μικρότερος και καθώς μεσολάβησαν τα απρόβλεπτα γεγονότα του εμφύλιου διχασμού και του Α΄  Παγκοσμίου Πολέμου, πιθανολογούμε ότι αυτό συνέβη στα τέλη τους δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα. Η μετακίνηση στην Αθήνα συνεπαγόταν μεγάλες οικονομικές θυσίες για την οικογένειά του στο χωριό και παράλληλα και ο ίδιος ο Σπύρος υποχρεώθηκε να εργάζεται για να είναι σε θέση να καλύπτει τα έξοδά του. Οι προφορικές μαρτυρίες αναφέρουν ότι προσελήφθη σε κάποιο Υπουργείο (Προνοίας ή Οικονομικών) και συγχρόνως παρακολουθούσε τα μαθήματα στη σχολή του.

Και εκεί που όλα έδειχναν ότι ο Σπύρος βάδιζε ολοταχώς προς την «αστικοποίηση» του και την απρόσκοπτη ένταξή του στην Αθηναϊκή κοινωνία, ήρθε η καταστροφή! Συνδέθηκε με κάποια γυναίκα από την οποία είναι γνωστό μόνο το επίθετό  της (: Βάρκα) και κατηγορήθηκε για κατάχρηση στην Υπηρεσία του. Δεν είναι γνωστές οι συνθήκες τελέσεως αυτού του εγκλήματος και η έρευνα στον ημερήσιο τύπο τους εποχής δεν απέδωσε. Δεν είναι επίσης γνωστό αν η Βάρκα ήταν πρόσωπο μέσα από την Υπηρεσία με την οποία ο Φέτσης συνεργάστηκε, ή ήταν απλά ένα πρόσωπο με το οποίο συνδέθηκε και οι υπερβολικές  οικονομικές απαιτήσεις της,  τον έσπρωξαν στη κατάχρηση. Το σίγουρο είναι ότι όταν η υπόθεση πήρε την δικαστική οδό, παραπέμφθηκαν και τα δύο αυτά άτομα. Την υπεράσπιση του Σπύρου είχε αναλάβει  τότε ο δικηγόρος Κωνσταντίνος Καλκάνης («Καλκάναρος» 1885-1961) ο μετέπειτα βουλευτής Λευκάδος και Υπουργός. Η ετυμηγορία του δικαστηρίου ήταν καταδικαστική για τον Φέτση.  Ο συνήγορος υπεράσπισης  μετά το πέρας της διαδικασίας δήλωσε χαριτολογώντας:

«-Εις το προκείμενο ναυάγιο, η μεν Βάρκα επέπλευσε, ο δε Φέτσης  κατεποντίσθη!»

Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς συνέβησαν τα γεγονότα αυτά, τα οποία προφανώς είχαν ως συνέπεια για τον Φέτση  την απόλυση από την Υπηρεσία, την διαγραφή από το Πανεπιστήμιο και πιθανότατα την προσωρινή κράτησή του τους φυλακές. Με δεδομένο πάντως ότι η πολιτική καριέρα του «Καλκάναρου» άρχισε το 1926(10), τα γεγονότα αυτά λογικά θα είχαν προηγηθεί, καθώς μοιάζει απίθανο  ένας βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου να εμφανιζόταν τότε στα δικαστήρια ως υπερασπιστής καταχραστών του Δημοσίου.

Υπάρχουν και κάποια άλλα στοιχεία που τοποθετούν τα γεγονότα αυτά προ του 1926. Ο Σπύρος Φέτσης μετά την αποφυλάκισή του, φαίνεται ότι θεώρησε ότι δεν έχει θέση στην Αθηναϊκή κοινωνία και όφειλε να επιστρέψει εκεί όπου ανήκε. Θα απομονωνόταν στη πατρώα Γή, όπου εξ άλλου κανείς δεν θα ασχολούταν με το ντροπιαστικό παρελθόν του. Έπρεπε όμως –έτσι μοιάζει να σκέφτηκε-να «τιμωρεί» στο εξής και το σώμα του που τον παρέσυρε σ’ αυτή την «ανεπίτρεπτη αυθάδεια» απέναντι στην κοινωνία. Και η τιμωρία αυτή θα άρχιζε από τη στιγμή της απελευθέρωσής του: Η επιστροφή στο Χωριό, έπρεπε να γίνει με τα πόδια.. 

Όλες οι πληροφορίες που έχουμε, τοποθετούν την «μεγάλη» αυτή «πορεία» του Σπύρου Φέτση, το καλοκαίρι του 1926. Υπάρχει η προφορική κατάθεση ότι κατά την διέλευσή του από την πόλη του Αγρινίου συνεργάσθηκε με τους εξεγερμένους καπνεργάτες και συνέβαλε ουσιαστικά στην διατύπωση των οικονομικών αιτημάτων της απεργίας τους ενάντια στους καπνεμπόρους της περιοχής. Λέγεται μάλιστα ότι οι καπνεργάτες, αναγνωρίζοντας τη σημαντική συμβολή του Σπύρου Φέτση στον αγώνα τους, του ζήτησαν να παραμείνει στη περιοχή συμμετέχοντας στην προσπάθειά τους. Όμως Ο Σπύρος αρνήθηκε κατηγορηματικά, καθώς «ο προορισμός του ήταν διαφορετικός».

Μελετώντας τον ημερήσιο τύπο της εποχής, διαπιστώνουμε ότι πράγματι στις αρχές του Αυγούστου του 1926 είχε προκηρυχτεί από τους καπνεργάτες του Αγρινίου (ο αριθμός των οποίων ανέρχονταν περίπου στα 2000 άτομα) γενική απεργία με βασικό αίτημα να αυξηθούν τα ημερομίσθια από το επίπεδο των 85 δραχμών που ίσχυαν τότε, στις 180 δραχμές την ημέρα. Είναι μάλιστα γνωστό ότι την 10η/8/1926, η κατάσταση διέφυγε του ελέγχου των αρχών και προκλήθηκαν επεισόδια μεταξύ των απεργών και των δυνάμεων καταστολής, οι οποίες μάλιστα άνοιξαν πυρ εναντίον των πρώτων και προκάλεσαν τον θάνατο δύο ατόμων -μία γυναίκα και ένα παιδί, προσφυγικής προέλευσης- και τον τραυματισμό δύο άλλων. Επομένως εάν ο Φέτσης συνεργάσθηκε με κάποια επιτροπή των καπνεργατών, πρέπει να διήλθε από το Αγρίνιο βαδίζοντας προς τη Λευκάδα τον Αύγουστο του 1926.

Έτσι επέστρεψε ο Σπύρος Φέτσης, τελικά, στον Άγιο Νικήτα. Είναι προφανές ότι οι δικοί του δεν ενθουσιάστηκαν που τον είδαν να γυρίζει απένταρος και εξαντλημένος. Είχαν άλλωστε επενδύσει πολλά σ’ αυτόν και ίδιος τους είχε απογοητεύσει. Ποτέ ο Σπύρος δεν ταυτίστηκε πλέον μ’ αυτούς. Ο ίδιος απομονώθηκε, παραμελούσε τον εαυτό του, μιλούσε μόνος του και σταδιακά θεωρήθηκε τρελός. Μετά τον θάνατο των γονιών του οι συγγενείς τον έδιωχναν από το σπίτι οπότε αναγκάστηκε να μένει σε ένα εγκαταλελειμμένο ερείπιο χωρίς σκεπή και έπιπλα. Ζητούσε κάθε πρωί ένα μικρό ψάρι από τους ψαράδες και το έβραζε με λίγο νερό σ’ ένα κονσερβοκούτι. Αυτή ήταν η τροφή του. Οι μόνοι που του «έβγαζαν το καπέλο», ήταν οι νεαροί μαθητές, οι οποίοι όταν είχαν κάποιο δύσκολο πρόβλημα στα μαθηματικά, έτρεχαν σ’ αυτόν και ζητούσαν βοήθεια. Τότε –αναφέρουν οι παλιοί- τα μάτια του Σπύρου έλαμπαν, η απογοήτευση έφευγε από το πρόσωπό του, ζητούσε μολύβι και χαρτί και οι ενδιαφερόμενοι είχαν σχεδόν αμέσως την απάντηση, όσο δύσκολο και αν ήταν το πρόβλημα. Μετά  βέβαια -ο άμοιρος – χανόταν πάλι στο κόσμο του. 

Ο Σπύρος Φέτσης πέθανε περί το 1941.

  1. Η «Αϊνικιώτικη επιθεώρηση» του  1937 
312928873_5730671143687889_8154050678003605002_n.jpg

Εικόνα 4: Ένα σκαρίφημα του χωριού Άγιος Νικήτας το έτος 1937, με τις κατά προσέγγιση θέσεις των οικιών  των κατοίκων που αναφέρονται στην “επιθεώρηση”. Το σχέδιο είναι δημιουργία της Έρης Γεωργίας Σκυργιάννη (2022)

Με τον τίτλο αυτό φαίνεται καταχωρημένο το ποίημα του Σπυρίδωνα Κ. Φέτση  (Ζάχου) από τον Γεώργιο Μ. Φίλιππα το έτος 1989. Η χρονολόγησή του -1937- προκύπτει εύκολα από ορισμένους στίχους  του, οι οποίοι αναφέρονται στη γένεση ενός βρέφους στο Χωριό.  Το βρέφος αυτό  αντιστοιχεί με γνωστό σύγχρονο πρόσωπο που έχει γεννηθεί το 1937. 

Καθώς οι στίχοι δεν ήταν πουθενά καταγεγραμμένοι και μεταφέρθηκαν προφορικά για να καταγραφούν  52 χρόνια αργότερα, αφ’ ενός δεν   μπορούμε να είμαστε σίγουροι ούτε για την ακριβή διατύπωση των λέξεων και των εκφράσεων του, αφ’ ετέρου δεν μπορούμε να αποφανθούμε αν το πόνημα που σώθηκε, είναι πλήρες. Πιθανόν να υπήρχαν και άλλοι στίχοι και να έχουν αφαιρεθεί -εσκεμμένα ή όχι- από το προφορικό αυτό κείμενο. Και πράγματι προκύπτουν τέτοιες υποψίες, καθώς υπάρχουν οικογένειες που γνωρίζουμε ότι ενώ διέθεταν παρουσία την χρονική αυτή περίοδο στον οικισμό, διαφεύγουν της δεδομένης σάτιρας. Η πρωταγωνίστρια του έργου, η «κυρά-Βαρβάρα» αποφεύγει –περιέργως- να μπει στα δικά τους σπίτια, σαν να μην υπάρχουν!

Γι αυτή την πρωταγωνίστρια, μεταφέρω εδώ τα λόγια του Γεωργίου Μ. Φίλιππα που την περιγράφει ως πρόσωπο:

«…Η επιλογή της θειά-Βαρβάρας σαν κεντρικής ηρωίδας είναι προσφυέστατη και αριστουργηματική. Η θειά-Βαρβάρα είναι μορφή ηρωική και τραγική ταυτόχρονα. Καρσάνα, νύφη  στο χωριό, έμεινε πολύ νωρίς χήρα με δύο μικρά παιδιά, τον Νικήτα και την Ασπασία. Στη φτώχεια που ήταν  κοινό σχεδόν γνώρισμα όλων των χωριανών, προστέθηκε και η ορφάνια. Αλλά η θειά-Βαραβάρα  δεν είχε καιρό για μοιρολόγια. Είχε να προστατεύσει και να αναστήσει τα δύο ορφανά. Όρθωσε το κυπαρισσένιο της ανάστημα- πρώτο μπόι λεβεντογυναίκας- έσφιξε τα χείλη και ρίχτηκε στη μάχη. Με τον καιρό, μέσα στον σκληρόν αγώνα της επιβίωσης, έγινε ευερέθιστη και απότομη. Ξέροντας πως όποιος δεν μιλάει τον θάβουν, απεχθανόταν την άμυνα και πέρναγε αμέσως στην επίθεση. Επί δικαίους (αν υπήρχαν )και αδίκους (που δεν έλειπαν). Έφερνε βόλτα όλο το χωριό να διεκδικήσει, να παρακαλέσει, να βρίσει και να απειλήσει, αν χρειαζόταν. Διέθετε επιβλητικό παράστημα, τόλμη, ευστροφία και γλώσσα που έκοβε σαν νεροπρίονο. Έτσι κατάφερε με χίλιους κόπους και στερήσεις, να μεγαλώσει και να αποκαταστήσει τα  παιδιά της, χωρίς να φανεί η απουσία του πατέρα, εκτός βέβαια από την ίδια, αλλά αυτό ποιος το μετράει;

Αυτή την ιδιότυπη και ηρωική γυναίκα, χρησιμοποιεί σαν κεντρικό πρόσωπο ο Σπύρος για να φέρει βόλτα όλο το χωριό και να πετάξει ένα πετραδάκι ανώδυνης σάτιρας για τον καθένα…(11)»

 Το ταξίδι της «κυρά-Βαρβάρας» ξεκινάει από το ΒΑ τμήμα του οικισμού, από τα γειτονικά της σπίτια τα οποία διαμένουν και οι εξ αγχιστείας συγγενείς της. Είναι βέβαια γνωστό ότι με τους γείτονες  έχουμε συνήθως και τις περισσότερες προστριβές. Αναμενόμενο συνεπώς το ότι ο ποιητής περιγράφει μια κατάσταση μονίμου καυγά της πρωταγωνίστριας με τους γείτονες της. Αυτό που δεν είναι αναμενόμενο, είναι η στάση των «συγγενών» αυτών απέναντι στη χήρα την οποία όφειλαν να της συμπαρίστανται και να την προστατεύουν. Όμως, ο εξ αίματος συγγενής τους, ο σύζυγος της κυρά-Βαρβάρας  είχε πεθάνει πλέον και η ίδια γι’ αυτούς ήταν μια ξένη – η «Καρσάνα»- όπως αναφέρθηκε.  Κατά τον συγγραφέα δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να την συνδράμουν αυτοί. Κάποια ανταπόκριση θα βρει τελικά -σύμφωνα με το έργο- από («ξένους») ανθρώπους, που κατοικούν στην άλλη άκρη (ΒΔ) του οικισμού.Παρακάτω τίθεται το πλήρες κείμενο του ποιήματος. Στις σημειώσεις καταγράφονται κάποιες διευκρινήσεις, τα πλήρη ονόματα από τα αναφερόμενα πρόσωπα και ερμηνεύονται επίσης κάποιοι όροι του τοπικού ιδιώματος που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Για το τελευταίο, ως πηγή χρησιμοποιήθηκε το  «Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος(12)»

Δε μου λες κυρά-Βαρβάρα (13)
που κοντάρεις (14) με λαχτάρα
τι σου κάνει ο Κλεάνθης (15)
και η θεία η Αγγέλω (16)
που όλη μέρα κάνουν τέλο (17)
με τη μαύρη τη Σοφία (18)
που βλαστ(η)μάει τη Παναγία
μπλέκεις Σπύρο και Μαρία (19)
δυό ατρόμητα θερία (20)
και ολη μερα τους πειράζεις
και σε βάσανα τους βάζεις;
Τον Μηνά (21) γιατί τον βρίζεις
όπως και την Μαργαρίτα (22)
και τον Μπόμπο (23) φοβερίζεις
που δεν έφαγε την πήττα;
Τι κοιτάς την Κατερίνα (24)
του Γεράσιμου (25) τη λαφίνα (26)
που τον Κάπελλα (27) κοιτάζει
κι ολη μερα αναστενάζει;
Πας και εις τη θειά Βασίλω (28)
που τον Μπάμπη (29) έχει φίλο
με τον Γιάννη Αϊπετρίτη (30)
και παπά τον Αγιορείτη (31) .
Μεσα στου Μονιά (32) το σπίτι
σου χαλάσανε τη μύτη
τα κοτόπουλα, οι κεφτέδες
της Κασαβής (33) οι αμανεδες.
Πας κι απάνω στα Μουτάτα (34)
πούναι χαλασμένη η στράτα (35)
για να δεις τη θεία Ξένη (36)
το απλάδι (37) πως υφαίνει.
Τι σου φταίει η θειά-Αμαλία (38)
και ο μπάρμπα ο Νικήτας (39)
που θα πάνε στη Γαλλία
για να ζήσει ο Κομήτας (40) ;
Τις γοπίτσες δεν τις θέλεις
ούτε και την Παληκάρω (41)
και δακρύζει ο Ψανέλιας (42)
που δεν σκιαζεται το Χάρο.
Πας στο κύριο Λεωνίδη (43)
πούχει φουσκωμένο φρύδι
και ρωτάς για τον Κωτσάκια (44)
που δεν χόρτασε ψαράκια.
Τι ρωτάς τη θειά Βρεδίκη (45)
και τον μπαρμπα-Πανταζή (46) ;
Είναι αδειανό το μπρίκι
κι ο καφές στο μαγαζί.
Μες του Τσάπαλη (47) το σπιτάκι
εγεννήθηκε παιδάκι
το χαϊδεύει η Αμαλία (48)
και η μάνα του η Σοφία (49) .
Περνάς δίπλα στου Μπομπότα (50)
που φοράει ρεντικότα (51)
και διαβαίνεις στου παπά
του Ανατόλιου του Κολιά (52) .
με τον Νίκο (53) και τον Μπούλιο (54)
να χορεύουνε τον λιούλιο (55) .
Στης θειά-Δημήτρως (56) το σπιτάκι
χάλασε το τηγανάκι
κι ολη μέρα το παλεύει
να το φκιάσει όλο χαλεύει (57) ,
δεν μπορεί να το στελιώσει (58)
και τον Τάκη (59) να σβερκώσει (60) .
Χαιρετάς το γερο-Ατζ(ου)λάκη (61)
και σου φευγει διφραγκάκι
κι από ‘κει για τα Μπλετσάτα (62)
όπου πάει ντρίτα (63) η στράτα.
Η Σταμούλα (64) και ο Ν(ι)κολέτος (65)
-που ‘ναι ανύπαντρος και φέτος-
δεν χωνεύουν τον Καλάκια (66) ,
τη θειά-Ακριβή (67) και τα παιδάκια.
Ο Σωτήρης (68) μα και ο Νάνος (69)
περπατάει σαν τσοπάνος
ή θα πιουν τα γάλατά τους
ή θα δείρουν τη μαμά τους.
Και ο Πίπης (70) ο Δετόρος (71)
θα σου δόσει κοτοπ(ου)λάκι
το μασάς, δεν το πληρώνεις
με τη θειά-Ακριβή (72) μαλώνεις
και τραβάς για το κονάκι (73) .

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Εικόνα 5: Αφίσα «πολεμικής» επιθεώρησης στο θέατρο «Αλάμπρα». Αθήνα, 1940-41, Μουσείο Μπενάκη – Φωτογραφικά Αρχεία

Τρία χρόνια μετά την συγγραφή της «Αϊνικιώτικης Επιθεώρησης» ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος, γεγονός που έδωσε τεράστια ώθηση στο θεατρικό είδος της επιθεώρησης, καθώς όλες οι Αθηναϊκές θεατρικές αίθουσες παρουσίαζαν τέτοιες παραστάσεις, θεωρώντας ότι έτσι εξυψώνεται το ηθικό του λαού και των στρατιωτών. Η σατιρική γελοιοποίηση επικεντρώθηκε κυρίως στον Ιταλικό στρατό και στον επικεφαλής του κράτους αυτού, τον δικτάτορα Μπ. Μουσολίνι που εισέβαλε αδικαιολόγητα στη χώρα μας. Η Σοφία Βέμπο, τραγουδώντας σατιρικούς στίχους πάνω σε γνωστά μουσικά μοτίβα, μετονομάστηκε τότε σε «Τραγουδίστρια της Νίκης».

Ο ανταγωνισμός των καλλιτεχνών να προβάλουν όμως τον πατριωτισμό του λαού μας οδήγησε συχνά σε εθνικιστικές υπερβολές και στην  στείρα εξύμνηση του Μεταξικού καθεστώτος. Έτσι π.χ. η αναφερθείσα Μαρίκα Κοτοπούλη σε μια επανάληψη των «Πολεμικών Παναθήναιων» που είχε παρουσιάσει το 1912-13 με τους Βαλκανικούς Πολέμους εμφανίστηκε ως τυμπανίστρια μπροστά από μια τεράστια φωτογραφία του Ιωάννη Μεταξά να τραγουδάει στο κλείσιμο της παράστασης, πλαισιωμένη από τη μικτή χορωδία της Ε.Ο.Ν.: «Με τέτοιον αρχηγό θα πάμε και στην Πόλη…»

Όλα αυτά ωστόσο συνέβαιναν,  μέχρι την Γερμανική εισβολή στη χώρα μας. Καθώς το μέτωπο κατάρρεε, έπαιρνε τέλος ο παλλαϊκός συναγερμός των πολεμικών επιθεωρήσεων. Συγγραφείς, ηθοποιοί και κοινό θα μάθαιναν αργότερα, να επικοινωνούν μέσα από  κώδικες υπαινιγμών, ενώ η Ελλάδα βυθιζόταν στο ζοφερό σκοτάδι της σκλαβιάς, της πείνας και της λογοκρισίας.

Τότε είναι που μας άφησε χρόνους και ο Σπύρος Κ. Φέτσης, ο πρώτος ίσως επιθεωρησιογράφος του νησιού μας. Το έργο του κατά την άποψή μου ήταν και σημαντικότερο και ευρύτερο απ’ αυτό που περιέγραψα, αλλά δυστυχώς τα τεκμήρια χάνονται μέσα στη δίνη του χρόνου..Αυτός είναι και ο λόγος της συγγραφής αυτού του άρθρου, ώστε να μείνει δηλαδή κάτι στη Γη γι’ αυτόν και την αξιόλογη –κατά την άποψή μου- προσφορά του στον τόπο μας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Αυδή-Καλκάνη Ίρις (2012): «Κωνσταντίνος Καλκάνης (1885-1961)/ Η Ζωή του και οι Πολιτικοί του Αγώνες» (εκδ. Γκοβόστης) Αθήνα
  2. Λαζάρου Βόλα Ευαγγελία (2020): «Πολιτική και κοινωνική σάτιρα στις κοινωνίες του Αριστοφάνη (Αχαρνείς, Ιππείς, Λυσιστράτη)» μεταπτυχιακή διατριβή (Πανεπιστήμιο του Αιγαίου/ Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών /Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών) Ρόδος
  3. Σειραγάκης Εμμανουήλ (2015): «Η Μικρή Ιστορία της Επιθεώρησης» (Πανεπιστημιο Κρήτης) Ηράκλειο/Ρέθυμνο
  4. Φίλιππας Άγγελος Μ. (1995):  «Η Γενεαλογία των Αϊγκιωτών» Δακτυλογραφημένο φυλλάδιο (80 σελίδων). Ηλεκτρονική  έκδοση από “aperdikar” στο https://issuu.com/aperdikar/docs (προσπελάσθηκε την 20/10/2022)
  5. Φίλιππας Γεώργιος Μ. (1989): «Αϊνικιώτικη Επιθεώρηση» Δακτυλογραφημένο φυλλάδιο (4 σελίδων) που κατατέθηκε στην Χ.Ε.Λ.ΒΙ.(Χαραμόγλειος Βιβλιοθήκη Λευκάδας) τον Ιούνιο του 1989
  6. Abrams Meyer H. (2005): «Λεξικό λογοτεχνικών όρων, μτφ. Γιάννα Δεληβοριά – Σοφία Χατζηιωαννίδου» (εκδ.Πατάκης) Αθήνα

Πέραν των ανωτέρω έγινε χρήση στοιχείων από τον ημερήσιο και τον περιοδικό  ελληνόγλωσσο τύπο, καθώς και στοιχείων από βάσεις δεδομένων και ιστοσελίδες του διαδικτύου, σχετικές  με τα διαπραγματευόμενα θέματα, η πλειοψηφία των οποίων περιγράφονται ανωτέρω, στο κυρίως κείμενο.

SUMMARY

DISCUSSION ON A SAMPLE OF SATIRICAL POETRY IN LEFKADA DURING THE INTERWAR

In the year 1937, the Lefkada-born intellectual  Spyridon Fetsis, son of Konstantinos (1894-1941?), influenced by the artistic environment of Athens where the revue flourished and from where he was expelled following accusations of financial abuse, wrote during his stay in a small settlement of this island, the “Revue of Agios Nikitas”, a satirical poem depicting the then situation in this settlement. 

The author publishes this text and comments on its content, relating it to the historical events of this time.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ


[1] Βλ. Abrams Meyer H. (2005): σελ. 428
[2] Βλ. https://aromalefkadas.gr/%CE%B7-%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%BA%CE%AC%CE%B4%CE%B1-%CE%BC%CE%BF%CF%8D%CF%83%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CF%8E%CE%BD-%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%BF%CF%82-%CE%B1%CE%84/ (προσπελάσθηκε την 21/10/2021)
[3] είδος μουσικού θεάτρου/όπερας
[4] Βλ. Σειραγάκης Εμμανουήλ (2015): σελ. 3-4
[5] Βλ. εφημ.  «Αθήναι» της 29/7/1915
[6] Οι στίχοι της «Αϊνικώτικης Επιθεώρησης» γράφηκαν σε χαρτί για πρώτη φορά την δεκαετία του 1980,  από τον Γεώργιο Φίλιππα, που κατέγραψε την απαγγελία τους από κάτοικο του Αγίου Νικήτα, ο οποίος είναι 42 χρόνια νεώτερος από τον συγγραφέα Σπύρο Κ. Φέτση (Ζάχο) Βλ. Φίλιππας Γεώργιος Μ. (1989)
[7] Βλ. Φίλιππας Άγγελος Μ. (1995): σελ. 17
[8] Βλ. Φίλιππας Άγγελος Μ. (1995): σελ. 16
[9] Βλ. Φίλιππας Γεώργιος Μ. (1989)
[10] Βλ. Αυδή-Καλκάνη Ίρις (2012)
[11] Βλ. Φιλιππας Γεώργιος Μ. (1989): σελ..1-2
[12] Βλ. https://lexikolefkadas.gr
[13] Bαρβάρα Σταύρακα (1883-1976)
[14] Το σωστό θα ήταν κοντραδίρεις, το οποίο όμως τροποποιήθηκε «ποιητική  αδεία». Κοντραδίρω σημαίνει λογομαχώ, έχω αντίθετη γνώμη, αντιστέκομαι
[15] Κλεάνθης Φίλιππας (1859-1941)
[16] Αγγελική Φέτση του Παναγ., σύζυγος του Κλεάνθη (1868-1937)
[17] φασαρία
[18] Σοφία Φίλιππα (γεν.1892) κόρη του Κλεάνθη και της Αγγέλως με ψυχολογικά προβλήματα. Έβριζε, βλαστημούσε τα θεία κ.ά.
[19] Το ζεύγος Σπύρου Φίλιππα (1900-1981) και Μαρίας Ασπρογέρακα(1904-1987)[20] Εννοεί θηρία
[21] Μηνάς Φίλιππας (1882-1969)
[22] Μαργαρίτα Φίλιππα (1902-1988)
[23] Γεώργιος Φίλιππας (1892-1971)
[24] Αικατερίνη Φέτση (1899-1981) σύζυγος Γεράσιμου Φίλιππα
[25] Γεράσιμος Φίλιππας (1894-1972)
[26] Ελαφίνα (ευφημισμός)
[27] Σπυρίδων  Φίλιππας (1860-1937) πατέρας του Γεράσιμου
[28] Φέτση Βασιλική, χήρα, μητέρα του Ιωάννη Βερυκίου
[29] Χαράλαμπος Βερύκιος (1904-1992)
[30] Ιωάννης Βερύκιος (1911-1986)
[31] π. Κωνσταντίνος Βερύκιος (1894-1949)
[32] Νικήτας Φέτσης (1894-1973) σύζυγος Καλλιόπης Φέτση
[33] Καλλιόπη Φέτση (1887-1960). (Η οικογένεια του Νικήτα και τις Καλλιόπης ήταν άτεκνη και είχαν αρκετό χρόνο για παρασκευή λιχουδιών και διασκεδάσεις).
[34] Συνοικία του Χωριού
[35] δρόμος
[36] Πολυξένη Φίλιππα του Αθανασίου, σύζυγος του Βασιλείου Βερυκίου (Μούτου)
[37] Κρεβατοσκέπασμα μάλλινο, σαν καρπέτα περίπου, αλλά πιο ελαφρό. Έχει πολύπλοκο και πολύ όμορφο διάκοσμο. Τα απλάδια υφαίνονται στο σπιτικό αργαλειό στημόνι – φάδι μάλλινο, ή στημόνι μπαμαπκερό και φάδι μάλλινο.
[38] Αμαλία Βερυκίου (1875-1957) σύζυγος Νικήτα Βερύκιου
[39] Νικήτας Βερύκιος (1867-1943)
[40] Βασίλειος Βερύκιος (1871-1951). Ο εν λόγω ονομάστηκε «κομήτας» διότι λόγω της συχνής απασχόλησής του στην ύπαιθρο, η εμφάνισή του στον οικισμό ήταν σπάνια, όπως συμβαίνει με τους κομήτες, που εμφανίζονται σπάνια στο στερέωμα.
[41] Όλγα Βερυκίου του Νικήτα (1904-1970)
[42] Γεράσιμος Βερύκιος (1898-1969). Το παρατσούκλι «Ψανέλιας» προέρχεται από το επίθετο ψανός-η-ο που χρησιμοποιείται κυρίως για τα γεννήματα (δημητριακά, όσπρια) και είναι αυτά που δεν είναι σκληρά και μαγειρεύονται (ή ψήνονται) εύκολα. Επί προσώπων σημαίνει ο καλόβολος, ήπιος άνθρωπος.
[43] Λεωνίδας Φίλιππας (1877-1959)
[44] Κωνσταντίνος Φίλιππας (γεν. 1906) υιός του Λεωνίδα, δεν ζούσε στο Χωριό τότε.
[45] Ευριδίκη Φίλιππα (1886-1968) σύζυγος του Πανταζή Φίλιππα
[46] Πανταζής Φίλιππας (1875-1953). Στην οικογένεια αυτή, μία πενταετία περίπου νωρίτερα, είχε αυτοκτονήσει ο έφηβος γιός τους. Η συμφορά αυτή τους έκανε προφανώς αντικοινωνικούς (:δεν κερνούσαν ούτε καφέ)
[47] Κωνσταντίνος Περδικάρης (1863-1944) πεθερός της Αμαλίας Περδικάρη
[48] Αμαλία Περδικάρη (1885-1971), σύζυγος του Μιχαήλ Περδικάρη  (γιού του Κωνσταντίνου) που απεβίωσε όταν υπηρετούσε στον  στρατό στα Ιωάννινα, το 1918.
[49] Σοφία Φίλιππα του Πανταζή (1914-1977) σύζυγος του γιού του Μιχαήλ Περδικάρη (Αντρέα, 1915-1992)
[50] Γεώργιος Περδικάρης (1894-1969). Οι τρείς αδελφοί του είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική και από κει περιοδικά του έστελναν δέματα με ρούχα, τα οποία τα φορούσε και συνήθως ήταν ντυμένος επίσημα.
[51] Είδος σακακιού, ζακέτας, παλτού (από το Ιταλικό redingotta)
[52] Ιερομόναχος Ανατόλιος (Αντώνιος) Φίλιππας (1867-1951), μέλος της τριμελούς επιτροπής που υποκατέστησε τον Μητροπολίτη Λευκάδος, επί Βενιζέλου.
[53] Nικόλαος Φίλιππας (1880-1972)
[54] Σπυρίδων Φίλιππας (1899-1977)
[55] Αργός τσάμικος χορός (Λιούλιος στα Αρβανίτικα είναι ο Ηλίας)
[56] Δήμητρα Βανδώρου (σύζυγος του Κωνσταντίνου Φίλιππα, 1870-1952), μητέρα του Δημητρίου Φίλιππα
[57] γυρεύει
[58] στερεώσει
[59] Δημήτριος Φίλιππας (1912-2009)
[60] Σβερκώνω:Χτυπάω κάποιον στο σβέρκο, η τον αρπάζω από εκεί
[61] Άγγελος Φέτσης του Αναστασίου (γεν. το 1860), τότε 77 χρονών.
[62] Συνοικία του Χωριού
[63] κατ΄ ευθείαν μπροστά, ίσα στο αντικρινό μέρος
[64] Σταμούλα, αγνώστων λοιπών στοιχείων από το χωριό «Κάβαλλος (σύζυγος Βασιλείου Φέτση, 1852-1918)
[65] Νικόλαος Φέτσης (1898-1971)
[66] Άγγελος Φέτσης (1903-1982) γιός της Σταμούλας
[67] Ακριβή Φίλιππα του Αποστόλου, (σύζυγος του Νικήτα Φέτση,γεν 1858). Γονείς του προαναφερθέντος Νικολάου Φέτση.
[68] Σωτήριος Φέτσης (1901-1971)
[69] Ιωάννης Φέτσης (1907-1989)
[70] Σπυρίδων Φέτσης (1919-2013)
[71] διδάκτωρ Πανεπιστημίου, ἰατρός. Εδώ χρησιμοποιείται ως παρατσούκλι. Έχει την έννοια του «επίσημου»
[72] Ακριβή Περδικάρη, (σύζυγος του Θεοδοσίου Φέτση 1852-1923) γιαγιά του προαναφερθέντος Σπύρου Φέτση η οποία ήταν τότε εν ζωή
[73] σπίτι, κατοικία, καλύβα, καλυβόσπιτο.

Προηγουμενο αρθρο
Το Δαμαλάκι (Macroglossum stellatarum)
Επομενο αρθρο
Κώστας Γαζής. Παραδοσιακός Λευκαδίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.