HomeΕΠΙ ΠΑΝΤΟΣ ΕΠΙΣΤΗΤΟΥΈνα παιδί μετράει τ’ άστρα

Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα

Επιμέλεια Ειρήνη Περδικάρη

Σαν σήμερα το 1977 έφυγε από τη ζωή ο Μενέλαος Λουντέμης (ένα παιδί μετράει τ’ άστρα).

Το μυθιστόρημα ξεκινάει με τη χαρακτηριστική φράση: «Ο αέρας φύσαγε σα γύφτος.»

Το βιβλίο εξιστορεί την περιπέτεια του Μέλιου Καδρά -ενός φτωχού και ορφανού αγοριού: Στο χωριό του Μέλιου το αφεντικό του δεν τον αφήνει να μορφωθεί, διότι υποστηρίζει πως θα του αποσπά την προσοχή από τη δουλειά. Ένας καλός δάσκαλος του χωριού θα καταλάβει τη δίψα του παιδιού για μάθηση και θα του δώσει, αρχικά, κάποια βιβλία. Ο Μέλιος μοιάζει να συγκλονίζεται από τα βιβλία, όσες φορές κι αν τα διαβάσει. Η όρεξή του για μάθηση, τελικά, θα τον προδώσει στο αφεντικό, που μόλις μαθαίνει ότι ο Μέλιος ασχολείται με τα βιβλία θυμώνει πολύ και του απαγορεύει να ξανασυναντήσει τον δάσκαλο. Οι δρόμοι του παιδιού και του δασκάλου χωρίζουν, ο Μέλιος πηγαίνει στην πόλη ολομόναχος, για να πάει σχολείο. Εκεί, θα ζήσει την αδικία και το δίκιο, την αγάπη και το μίσος, την καλοσύνη και την κακία, τη φιλία και την έχθρα, αλλά ο μόνιμος συνοδοιπόρος του σε αυτό το κακοτράχαλο ταξίδι θα είναι πάντα το βιβλίο και η αστείρευτη δίψα του για μάθηση…

“Μια μέρα κάθισε και παίδεψε το κεφάλι του. Το ‘βαλε κάτω και το παίδεψε, το ‘πλεξε όπως είδε να κάνουν οι γύφτοι με το καλάθι. Στο τέλος το βρήκε: Θα ‘πιανε φιλία με τα βιβλία. Θα γύρευε να μάθει από κει, αυτά που του ‘κρυβαν οι μεγάλοι πίσω απ’ τα παραμύθια που λέγανε αυτοί οι μικροί χάρτινοι «παππούδες» που κάθονται στα γόνατά σου και σου λένε τις ιστορίες τους χωρίς καμώματα και παρακάλια.

Μα στο χωριό, που δούλευε παραπαίδι, δεν είχε χαρτοπουλειά. Έπρεπε, λοιπόν, να παρακαλέσει κανένα μπάρμπα απ’ αυτούς που κατεβαίνανε στην πολιτεία και πουλούσανε το καλαμπόκι τους να του φέρει ένα. Και μια μέρα αυτό έγινε. Έπιασε έναν τέτοιο γερούλη, του ‘βαλε στη χούφτα καναδυό μεταλλίκια και, «σε παρακαλώ», του λέει, «αν βρεις, εκεί που πας, κανένα βιβλίο που να λέει καλές ιστορίες, πάρ’ το μου. Ε; Πολύ θα σε περικαλέσω, όμως…».

Έβαλε ο παππούς τα μεταλλίκια στην απαλάμη του, τα πασπάτεψε με το δάχτυλο, αναποδογύρισε ένα, για να δει τι έχει από κάτω… έστρωσε με το δάχτυλο τα μουστάκια του… και του τα ‘δωσε πίσω. «Πάρ’ τα», του λέει. «Αν τα χαρτιά λένε καλά παραμύθια… μου τα λες και μένα και ξεχρεώνουμε. Αν, πάλι, δε λένε, θα σου πάρω ένα αυτί. Ε;…». Το παιδί τρόμαξε. Ο γέρος τότε έβαλε τα γέλια… «Άιντε, άιντε… Σύχασε…», είπε. «Δε σου παίρνω αυτί, σου παίρνω ένα μεταλλίκι. Σύμφωνοι;».

Σε τρεις μέρες του ‘φερε ένα χαρτί, λίγο πιο χοντρό απ’ το βαγγέλιο, και του το ‘δωσε. «Το πασπάτεψα από παντού», λέει στο παιδί. «Δε βγαίνει τίποτα. Για πάρ’ το εσύ, μην ‘πα και σε γνωρίζει και συνεννοηθείτε».

Το παιδί τ’ άνοιξε τρέμοντας. Ήταν σαν μικρό σπιτάκι, «Ιστορία Σεβάχ του Θαλασσινού» έλεγε το ξώφυλλό του. Αυτό ήταν! Το παιδί έπεσε πάνου στο βιβλίο με τα μούτρα. Και το διάβαζε, το διάβαζε ολόκληρο το χειμώνα. Το διάβαζε και ξανά το διάβαζε και πάλι το ξαναδιάβαζε, και το ‘μαθε νεράκι. Κείνος ο μπάρμπας, που του το ‘χε φέρει, τ’ άκουε και τρέμανε τα μουστάκια του. Όμορφο βιβλίο. Μόνο που είχε μια παραξενιά. Έλεγε την ιστορία του μονάχα σ’ όποιον ήθελε.

Ώσπου να κλείσει κείνη η χρονιά, είχε καταπιεί κι άλλα καμιά δεκαριά βιβλία.”

Πηγή: βικιπαίδεια, ebooks educ.

Προηγουμενο αρθρο
Φωτογραφίες της Βασιλικής του 1973
Επομενο αρθρο
Σεισμική δόνηση 3,5 βαθμών στη Λευκάδα

Δεν υπάρχουν σχόλια

Γράψτε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.